Η δομολειτουργία του σύγχρονου κράτους – σε όλους τους τομείς και σε κάθε επίπεδο – διαφέρει σήμερα κατά πολύ από την αντίστοιχη στο παρελθόν.

Και συγκεκριμένα στη (Δυτική) Ευρώπη και την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το τέλος της δεκαετίας του 1980 και στην Ανατολική Ευρώπη μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, τη διάλυση των στρατιωτικο-οικονομικών οργανισμών (ΣΕΑΤΟ / ΚΟΜΕΚΟΝ), και τη «δημοκρατικοποίηση» – με τον έναν ή τον άλλο τρόπο – των κρατών με «σοσιαλιστικά» καθεστώτα, το σύγχρονο κράτος υπέστει μείζονες αλλαγές.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι σχετικές αλλαγές σε μεγάλο βαθμό για μια τουλάχιστον δεκαπενταετία (1990-2005) είχαν προοδευτικό και κοινωνικό πρόσημο.

Οι βαθιές συνταγματικές, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές – στο επίπεδο της κρατικής δομολειτουργίας- επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις ενοποιητικές και εκσυγχρονιστικές, των θεσμών, διαδικασίες που συντελέστηκαν στο πλαίσιο της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μεγάλος αριθμός κρατών υιοθέτησε το Ευρωπαϊκό (Κοινοτικό ) κεκτημένο και προσάρμοσε την κρατική λειτουργία στα ενωσιακά πρότυπα για να ενταχθούν (τα κράτη αυτά) στην ομάδα των υποψηφίων για ένταξη στην ΕΕ κρατών – μελών.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Παρά τις σχετικές προσπάθειες με την υιοθέτηση ρυθμίσεων και λειτουργιών που κατοχύρωναν στην πράξη το κράτος δικαίου (όπως το αναγνωρίζει ο δυτικός νομικός πολιτισμός) και τη λειτουργία του με πρώτο – κυρίαρχο στόχο την προστασία και υπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, το σύγχρονο κράτος βρίσκεται – ουσιαστικά – στη δίνη βαθειάς κρίσης και η διαφθορά διαβρώνει τους όποιους – υγιείς αρμούς του και υπονομεύει «εκ των έσω» την εξουσιαστική αυτονομία του.

Ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία η αδυναμία να εκλογικευθεί και να ελεγχθεί η επιθετική κερδοθηρία των πολυεθνικών, βιομηχανικών και τεχνολογικών ομίλων, του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των κολοσσών που ελέγχουν την πρωτογενή παραγωγή και τους ενεργειακούς πόρους, επέτεινε την οικονομική κρίση – η οποία έχει λάβει διαστάσεις παγκόσμιας κρίσης και όχι μόνο οικονομικής.

Η αδυναμία να προβλεφθεί και να προληφθεί η παγκόσμια οικονομική κρίση (και η σχετική αδιαφορία των πολιτικών ηγεσιών για την αντιμετώπιση των πολλαπλών επιπτώσεων) οδήγησαν στην επιβολή σκληρών ισοπεδωτικών (οικονομικών) πολιτικών λιτότητας και επέτειναν τις διαδικασίες ανάδυσης και ανάδειξης πολιτικών, θρησκευτικών, εθνικιστικών, οικονομικών, πολιτιστικών κλπ αντιθέσεων μεταξύ κρατών, λαών και εθνικών ομάδων σε όλο τον κόσμο.

Ειδικότερα όμως τα σχετικά προβλήματα ογκώθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας, της Β. Αφρικής και της Μ. Ανατολής, με επίκεντρο της επικίνδυνης αυτής περιοχής, το τρίγωνο : Ουκρανία, Λιβύη, Συρία και τα επιμέρους «υποσυστήματα» πολεμικών συγκρούσεων στην ευρύτερη περιοχή.

Τα αποτελέσματα αυτής της πολύπλοκης εξέλιξης είναι πολλά, ποικίλα και σοβαρά και επηρεάζουν συνολικά τη δομή και τη λειτουργία των κρατών της ευρύτερης περιοχής, η οποία επιπλέον δοκιμάζεται και από εμφύλιες συγκρούσεις, αλλά και από τα δεινά της τρομοκρατίας.

Για τις χώρες του Νότου τις Ευρωπαϊκής Ενωσης, ιδιαίτερα για την Ελλάδα η οικονομική κρίση και οι παρατεινόμενες για μια επταετία πολιτικές λιτότητας, οι οποίες και συνεχίζονται, – σε συνδυασμό με τη θηριώδη ανεργία, η οποία ως τέρας καταβροχθίζει τις ελπίδες των Νέων της χώρας μας – την καλπάζουσα ύφεση και την αβάσταχτη φοροεπιβάρυνση των χαμηλών εισοδημάτων, την καταβαράθρωση της αξίας των περιουσιών των πολιτών και την ανάλγητη συρρίκνωση των δομών αλληλεγγύης του κοινωνικού κράτους οδηγούν – στην ουσία – σε οξεία πολύπλευρη κρίση το κράτος και επιτείνουν τα φαινόμενα διαφθοράς τα οποία λαμβάνουν, σχεδόν, ενδημικό χαρακτήρα.

Η κρίση του κράτους στην Ελλάδα προφανώς συνδέεται και με τα γενικότερα προβλήματα της κοινωνίας, αλλά κυρίως – κατά τη γνώμη μας οφείλεται στην αλληλεπίδραση των παθογενειών του ίδιου του κράτους αλλά και της κοινωνίας προς την πολιτική εξουσία και την (εθνική) ιδιωτική και δημόσια οικονομία.

Ένα βασικό στοιχείο αυτής της κρίσης αποτελεί και το ίδιο το μέγεθος του συνολικού δημόσιου τομέα στη χώρα μας, το οποίο σε σχέση με το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι σχετικά μεγάλο.

Σύμφωνα με στοιχεία του OECD : Economic Surveys Greece, σ.50, οι δαπάνες για τη δημόσια διοίκηση στην Ελλάδα το 2004 ανέρχονταν σε 19,7 % του ΑΕΠ έναντι του 14,2% του μέσου όρου της Ε.Ε.

Η δημόσια διοίκηση περιλαμβάνει (σύμφωνα με τον OECD) τα εκτελεστικά και νομοθετικά όργανα, τις οικονομικές και δημοσιονομικές υποθέσεις, τις εξωτερικές υποθέσεις, την ξένη οικονομική βοήθεια, τις γενικές υπηρεσίες, τη βασική έρευνα, την έρευνα και την ανάπτυξη του ΟΤΑ και τις άλλες δημόσιες υπηρεσίες.

Επίσης η επιμονή των κυβερνητικών κομμάτων να στελεχώνουν κρίσιμους τομείς της κρατικής μηχανής με «αφοσιωμένα» κομματικά στελέχη, η τοποθέτηση των οποίων διασπά και καταστρέφει τη – λεγόμενη – «συνέχεια του κράτους» και επιτείνει την κρίση μετεξελίσσοντας την στο ανώτατο στάδιο της, που είναι η διαφθορά του ίδιου του κράτους και των λειτουργών του.

Η γενικότερη ανορθολογική και σε μεγάλο βαθμό φατριαστρική και αναξιοκρατική συγκρότηση της διοικητικής και λειτουργικής δομής του κράτους επιτείνει την αναποτελεσματικότητα του διογκωμένου δημόσιου τομέα και επηρεάζει την επιτυχή περαίωση του συνόλου των κυβερνητικών πρωτοβουλιών.

Ένας ιδιότυπος ελληνικός κρατικισμός σε ευθεία σύνδεση προς τον «παντοδύναμο» κυβερνητισμό (που διαρθρώνεται γύρο από την πρωθυπουργική εξουσία, ως απόρροια του «πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος» που προβλέπει το σύνταγμά μας) εμπόδιζε ως τώρα το μεταρρυθμιστικό εξευρωπαϊσμό του κράτους και του δημόσιου τομέα γενικότερα.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παραμένει ο διογκωμένος δημόσιος τομέας με κακά αμειβόμενους δημόσιους λειτουργούς, οι οποίοι μάλιστα τα τελευταία έξι χρόνια έχασαν τουλάχιστον το 25% του εισοδήματός τους (όταν οι συνταξιούχοι τέως συνάδελφοί τους έχασαν αντίστοιχα το 40% – 50%).

Μέσα σε αυτούς τους κοινωνικούς, οικονομικούς και θεσμικούς συσχετισμούς, η συνολική κρίση του κράτους γεννά και υποθάλπει, συντηρεί και γιγαντώνει το πελώριο ηθικό (αν – ηθικό) και πολιτισμικό φαινόμενο της διαφθοράς.

Όπως επισημαίνουν οι K. Featherstone – Δ. Παπαδημητρίου : «Το πολιτισμικό φαινόμενο της διαφθοράς είναι αντιαναπτυξιακό : η διαφθορά επιφέρει μεγάλο κόστος και στρεβλώνει την αγορά, ενώ παρέχει τη δυνατότητα για προνομιακές επαφές μέσω ΄΄ κλειστών δικτύων΄΄. Αυτό είναι προφανές σε κάθε επίπεδο και κάθε τομέα της οικονομίας».

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι ένα διφυές σύμπτωμα διαφθοράς είναι το φαινόμενο της φοροδιαφυγής (και φοροαποφυγής), το οποίο για την «υλοποίηση» απαιτείται και η «σύμπραξη» του αρμόδιου υπαλλήλου η οποία εκδηλώνεται είτε ως παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, είτε ως ενεργητική συμμετοχή με την παράνομη βεβαίωση ελαφρότερης φορολογικής υποχρέωσης ή την ποινικά κολάσιμη άφεση μέρους αυτής ή και του συνόλου της.

Η διαφθορά ως φοροδιαφυγή επιβεβαιώνει την κρίση του κράτους και «φανερώνει το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η δημόσια διοίκηση προκειμένου να διατηρήσει την απαραίτητη βάση εσόδων».

Τίθεται το ερώτημα αν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί σε ικανοποιητικό βαθμό η κρίση του (σύγχρονου) κράτους και συνακόλουθα να μειωθεί δραστικά ή και να εξαληφθεί η (κάθε μορφής) διαφθορά.

Το κράτος (κάθε τύπου και κάθε μορφής) πάντα θα βρίσκεται σε κρίση. Γιατί κάθε κοινωνία ακόμα και αν δεν έχει στη λειτουργίας της πιστοποιημένα χαρακτηριστικά κρίσης, εντούτοις – ως κοινωνία διαφορετικών ανθρώπων με διαφορετικά και αντιθετικά, ίσως και συγκρουόμενα συμφέροντα – επηρεάζεται αν δεν χαρακτηρίζεται από αυτά και ως εκ τούτων αντικαθρεφτίζει, μεταφέρει και… «αιμοδοτεί» με τη δική της κρίση το κράτος.

Άρα το κράτος στον «τρέχοντα» (ισχύοντα) καπιταλισμό της παγκοσμιοποίησης και την οικονομία της αγοράς συγκλονίζεται από την ίδια την δική του εσωτερική – κατά κάποιο τρόπο – ανατροφοδοτούμενη και αναπαραγώμενη κρίση του και επιπλέον επωμίζεται την «κρίση» της κοινωνίας και αντίστροφα η κοινωνία υποφέρει από τις συνέπειες που επισωρρεύει στη δική της λειτουργία η κρίση του κράτους και το πλήθος των παθογενειών που τη συνοδεύει.

Κρίση του κράτους και διαφθορά συμπορεύονται όπως και η κρίση της κοινωνίας από κοινού με την κρίση του κράτους συνιστούν «διπλή» διαφθορά (του κράτους, μέρους των κρατικών λειτουργών – της κοινωνίας μέρους των πολιτών), και απομιζούν σε αγαστή συνεργασία τον εθνικολαϊκό πλούτο, τον πλούτο (τον ιδρώτα ) του λαού και της κοινωνίας και οδηγούν στην δυστυχία μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, που θα καλλιτέρευε η ζωή τους αν οι πόροι, ο πλούτος που καταβροχθίζει αυτός ο «δικέφαλος μινώταυρος» διοχετευόταν στην ενίσχυση των ασθενέστερων πολιτών με την ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας.

Σε περιόδους κρίσεων, όταν έχουν διογκωθεί και δεν επιλύονται τα προβλήματα, στο κράτος και την κοινωνία και ταυτόχρονα κάποιου ίδους συστηματικότερη αντιμετώπιση των σχετικών με τη διαφθορά προβλημάτων αποδίδει, έστω και «μικρούς» καρπούς, τότε αναδύονται στην επιφάνεια του δημόσιου διαλόγου με μεγαλύτερη ένταση πολιτικά (κυβερνητικά) σχέδια για την αντιμετώπισή τους και «μεγαλόπνοες διακηρύξεις»….

Είναι όμως συνήθως σχέδια, «πρωτόκολλα» αντιμετώπισης των συμπτωμάτων ….. της νόσου και όχι θεραπευτικές μέθοδοι, αν όχι για την εξάλειψή της, τουλάχιστον για τη δραστική αντιμετώπισή της…… «άμα τη εμφανίσει – άμα τη εκδηλώσει » της, σε κάθε τομέα / τμήμα του «σώματος» του κράτους και της κοινωνίας.

Η διαφθορά είναι συνδεδεμένη τις πιο πολλές φορές με τον αθέμιτο παράνομο πλουτισμό (δωροληψία – δωροδοκία) κρατικών και κυβερνητικών λειτουργών και ευρύτερα υπαλλήλων στους οποίους εντάσονται και οι κάθε μορφής αιρετοί (Ο.Τ.Α, βουλευτές κλπ), καθώς και ο Πρωθυπουργός και τα μέλη της Κυβέρνησης, οι Υφυπουργοί, Γεν. Γραμματείς κλπ. καθώς επίσης και οι Διοικητές και υπάλληλοι φορέων και επιχειρήσεων που εξαρτώνται ή επιχορηγούνται από το Δημόσιο, μέσω του Κρατικού Προϋπολογισμού.

Το νομικό οπλοστάσιο για την αντιμετώπιση, μέσω ποινικής καταστολής, της διαφθοράς στο κράτος κατά την άσκηση, από λειτουργούς του, δημόσιας εξουσίας (σε ευρεία έννοια), αναβαθμίστηκε μετά το 2000 και ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα της καταστροφικής, οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης που έπληξε τη χώρα μας και επιτάθηκε πρόσφατα και από τις τραγικές συνέπειες των ανέλεγκτων προσφυκικών ροών από τη Μέση Ανατολή (Συρία κλπ), την Ασία (Αφγανιστάν κλπ), και την Αφρική (Λιβύη κλπ).

Στην πιο πάνω εξέλιξη της αναβάθμισης του νομικού οπλοστασίου συνέτεινε την τελευταία δεκαετία και η αποκάλυψη υποθέσων διαφθοράς που αναδείκνυαν την ποινικά κολάσιμη διαπλοκή πολιτικής εξουσίας με την οικονομία με την «έκρηξη» σοβαρών σκανδάλων.

Στο διάστημα αυτό συντελέστηκε και η περαιτέρω απομυθοποίηση της πολιτικής (κυβερνητικής) εξουσίας όπως φαίνεται και από τον παρατιθέμενο πίνακα με τους «Δείκτες Διακυβέρνησης» (2007).

Ο πιο πάνω πίνακας καταδεικνύει με πανηγυρικό τρόπο, την κάκιστη ποιότητα της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας των θεσμών διακυβέρνησης στη χώρα μας.

Η κυβερνητική αποτελεσματικότητα είναι επίσης ιδιαίτερα χαμηλή, καθώς και η ποιότητα των (νομοθετικών και διοικητικών ) ρυθμίσων.

Εξάλλου και ο δείκτης «Κράτος Δικαίου» είναι απογοητευτικός, ενώ ιδιαίτερα προσβλητικός για την ποιόητα και την ηθική των κοινωνικών σχέσων των πολιτών με το κράτος, όπως και την ίδια τη λειτουργία του κράτους είναι ο δείκτης «Έλεγχος της Διαφθοράς», ο οποίος είναι 0,39 (!).

Ο δείκτης αυτός αντιστοιχεί περίπου στο 21% του αντίστοιχου του Ηνωμένου Βασιλείου, στο 22% της Γερμανίας, στο 27% της Γαλλίας, στο 35% της Ισπανίας!

Τα στοιχεία που παρατίθενται επιβεβαιώνουν μια πραγματικότητα που στη δεκαετία του 2000 έλαβε τις γνωστές τραγικές διαστάσεις.

Η χώρα μας ήδη το 2001 με βάση διεθνείς εκθέσεις κατατασσόταν στην 42η θέση των πιο διεφθαρμένων κρατών στον κόσμο .

Η σχετικές νομοθετικές παρεμβάσεις στην κατεύθυνση της ποινικής καταστολής της διαφθοράς κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας υπήρξαν σημαντικές.

Μάλιστα στην περίοδο της πρόσφατης τριετίας συντελέστηκαν και τροποποιήσεις του ισχύοντος Π.Κ και του γενικότερου νομικού πλαισίου με το Ν.4055 / 2012, το Ν. 4139/2013, το Ν. 4198 / 2013 και το Ν.4254 / 2014.

Το νομικό οπλοστάσιο – παρά τις αδυναμίες του, όπως η έλλειψη «αντικειμενικής » αναλογικότητας, ή όχι σαφής και σταθερή συστηματικότητά του κλπ, κλπ. – υπήρξε ποσοτικά ισχυρό : νόμοι, αποφάσεις, ανεξάρτητες αρχές, πολιτικές διακηρύξεις, «εκστρατείες», δικαστικές κινητοποιήσεις και διώξεις, καταδίκες ενόχων, θεσμοθέτηση ειδικού υπουργικού χαρτοφυλακίου με διορισμό Υπουργού Αναπληρωτή (για την αντιμετώπιση – καταπολέμηση της διαφθοράς) σημαντικές προσπάθειες από το Γεν. Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης κλπ. κλπ.

Παρά τις πιο πάνω προσπάθειες, τα πενιχρά ουσιαστικά αποτελέσματα υπήρξαν προφανώς αναντίστοιχα προς τις προσδοκίες (που διαψεύδονται στο μέγιστο μέρος τους ) και προς τις ίδιες τις προσπάθειες…

Είναι σαφές και αναμφίλεκτο ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί συστηματικά και δεσμευτικά σε βάθος δύο τουλάχιστον δεκαετιών, με κοινή συμφωνία της μεγάλης πλειοψηφίας των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων η τραγική κρίση του κράτους. Η αντιμετώπιση της κρίσης του κράτους συνεπάγεται τη ριζική αναμόρφωση και το συστηματικό μεταρρυθμιστικό εξευρωπαϊσμό του κράτους (της δημόσιας διοίκησης, του τραπεζικού συστήματος, των οργανισμών τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης και όλων των διοικητικών μορφωμάτων δημόσιας λειτουργίας) μόνο έτσι το πολυσύνθετο, πολύπλοκο και πολυεπίπεδο φαινόμενο της διαφθοράς, αυτή η «Λερναία Ύδρα» που απομυζά τον ιδρώτα, το αίμα, το μόχθο, τον πλούτο του λαού και της κοινωνίας μας θα αντιμετωπιστεί με αποτελεσματικό – ριζικό τρόπο.

Το πολιτικό σύστημα και πρωτίστως το ίδιο το «κομματικό φαινόμενο» πρέπει να συναινέσουν στην (αυτό) δεσμευτική αυτοκάθαρσή τους.

Καμία συνταγματική αναθεώρηση και κανένας «τέλειος» (;) νόμος ή κανονισμός δεν λύνουν τα προβλήματα της (δυσ) λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, των κομμάτων, της Βουλής, της Κυβέρνησης, της δημόσιας διοίκησης, του κράτους (της Πολιτείας), αν δεν προβλεφθεί η λειτουργία ενός ανεξάρτητου, αξιόπιστου αυστηρού και ισχυρού Συνταγματικού Δικαστηρίου, με πολυμερή (όχι πολυμελή) σύνθεση και μακρά θητεία που θα υπερβαίνει τουλάχιστον την πενταετή θητεία του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Το πολιτικό σύστημα αναπαραγόταν ως τώρα αξιοποιώντας την κρίση του κράτους και ταυτόχρονα την κρίση της κοινωνίας και των παράπλευρων θεσμών (επιστημονική κοινότητα, εκκλησία, πνευματικοί δημιουργοί, φορείς της κοινωνίας των πολιτών, της οικονομίας κλπ. κλπ.).

Όπως ορθά επισημαίνει ο καθ. Γιάννης Πανούσης σε άρθρο του με τίτλο: «Διαφθορά και Εξουσία» : «Το πολιτικό σύστημα «χαρακτηρίζεται» από την έκταση και το βάθος της διαφθοράς που κινείται εκτός των νόμων και της ηθικής τάξης. Η κοινωνική νοσηρότητα και ανομία ως αναπόφεκτη συνέπεια της άναρχης ανάπτυξης, της άνισης διανομής του πλούτου και του «αχόρταγου» ιδιωτικού κέρδους διευρύνουν συνεχώς τον κύκλο των εμπλεκομένων στη διαφθορά»

Η δημοκρατική και αξιοκρατική λειτουργία του πολιτικού συστήματος : (κομμάτων, Βουλής, Κυβέρνησης, δημόσιας διοίκησης, αυτοδιοίκησης, εκπαίδευσης, ενόπλων δυνάμεων, σωμάτων ασφαλείας, τραπεζών, κλπ θεσμών δημόσιας λειτουργίας κλπ) και η θεσμοθέτηση αντικειμενικών κριτηρίων συγκρότησης και στελέχωσης του κράτους, στο σύνολό του, αποτελούν τις «εκ των ων ούκ άνευ», προϋποθέσεις για την υλοποίηση ενός ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ.

Ένα τέτοιο «Σχέδιο» προϋποθέτει και συνεπάγεται ένα κράτος αντίστοιχο και ανάλογο με το ΑΕΠ της χώρας, δηλαδή ένα μικρότερο κράτος.

Όλα τα πάντα πρέπει να έρθουν στο αληθινό – πραγματικό μέγεθός μας για να μη καλλιεργούνται συνθήκες προώθησης της διαφθοράς, μέσα από τη σπατάλη πόρων, πλούτου και την άδικη και φατριαστική συμμετοχή στην κατανομή του παραγώμενου πλούτου στο πλαίσιο λειτουργίας της εθνικολαϊκής οικονομίας.

Η επιτυχία ενός παρόμοιου Εθνικού Σχεδίου κατά της Διαφθοράς εξαρτάται και από τις ίδιες τις εξελίξεις και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δεν αρκούν ούτε οι «γενικές αρχές» του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε (Δικαίωμα χρηστής Διοίκησης, Δικαίωμα Πρόσβασης στα Έγγραφα κλπ), ούτε οι σχετικές (γενικές) διατάξεις των Συνθηκών της Ένωσης.

Βέβαια αποτελεί πρόοδο η κατοχύρωση της διαφάνειας, η οποία προσδιορίζεται ως «η κατά το δυνατόν ευρύτερη ενημέρωση και πληροφόρηση των πολιτών για τον τρόπο λήψης των σημαντικών αποφάσεων της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας καθώς και η δημιουργία τρόπων πρόσβασης των πολιτών σε έγγραφα των κρατικών αρχών, που τους ενδιαφέρουν».

Η επιταγή για τη διαφάνεια συνιστάται στα κείμενα του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου, αλλά απαιτείται όμως η ειδική νομοθετική πρωτοβουλία για τη θωράκιση της Ε.Ε με νομικές προβλέψεις που θα αντιμετωπίζουν στα κράτη – μέλη ποιό αποτελεσματικά την πολύμορφη διαφθορά της οποίας η έλλειψη διαφάνειας αποτελεί ένα από τα ιδιαίτερα «πρώϊμα», δηλ. προκριματικά στάδια της (της διαφθοράς).

Οι σημερινές συνθήκες που επικρατούν στην Ε.Ε – κατά τη γνώμη μας- δεν διευκολύνουν την ανάληψη τέτοιων σοβαρών πρωτοβουλιών για τους ακόλουθους βασικούς λόγους : α. Η Ένωση διέρχεται στο σύνολό της μια βαθύτατη οικονομική, δημοσιονομική και πολιτική κρίση, β. Η δημοκρατική διακυβέρνηση και η κοινωνική συνοχή δοκιμάζονται σε πλείστες χώρες της Ένωσης και οι ανέλεγκτες προσφυγικές ροές ευνοούν την άνοδο των εθνικιστικών και λαϊκιστικών δυνάμεων, γ. Αναζωπυρώνεται το ευρωσκεπτικιστικό κίνημα (Μ. Βρετανία / BREXIT, Ελλάδα / GREXIT 😉 και τα χωριστικά κινήματα (Σκωτία, Καταλωνία, Βέλγιο), δ. Η παρατεταμένη οικονομική στασιμότητα ή / και ύφεση εμποδίζουν την υιοθέτηση τακτικοστρατηγικών ριζικής αντιμετώπισης της κρίσης (και) του (Ευρωπαϊκού) κράτους και ε. Περιορίζουν τις πρωτοβουλίες αντιμετώπισης και καταπολέμησης της διαφθοράς σε σκάνδαλα που δεσπόζουν στο πεδίο της επικοινωνίας και στη φοροδιαφυγή.

Από την άλλη πλευρά αυτοί ακριβώς οι λόγοι συνηγορούν και επιβάλλουν την εντατικοποίηση των «εθνικών » προσπαθειών για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται η συστηματικότερη επανεκτίμηση της ισχύουσας ποινικής νομοθεσίας. Είναι αληθές ότι τα πλείστα σοβαρά εγκλήματα διαφθοράς διαπράττονται κυρίως από «υψηλόβαθμούς» δημόσιους λειτουργούς. Ο Καθ. Γιάννης Πανούσης στο άρθρο του στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ επισημαίνει ότι «Για πολλούς πρόκειται κυρίως για ΄΄ εγκλήματα ψηλού καπέλου΄΄» (Griminalite des gros bonnets), δηλ. για παράνομες πράξεις που τελούν άτομα τα οποία συμμετέχουν στην πολιτική ή κατέχουν δημόσια αξιώματα. Οι εν λόγω φορείς εξουσίας εκμεταλλεύονται αυξημένες ευκαιρίες και προβαίνουν σε πράξεις ευνοιοκρατίας, κατάχρησης εμπιστοσύνης και αξιοποίησης inside information – με τη βοήθεια συχνά δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων».

Αυτή η αντίληψη / άποψη / θέση είναι – και κατά τη γνώμη μας – σε μέγιστο βαθμό ορθή. Όμως η συγκρότηση μιας πλήρους εθνικής (και ευρωπαϊκής) ποινικής νομοθεσίας για την καταπολέμηση (ποινική καταστολή) της διαφθοράς επιβάλλει να συνδέεται – στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου κατά της Διαφθοράς – και με μέτρα πολιτικών πρωτοβουλιών που θα αντιμετωπίζουν τη γενεσιουργό πηγή της διαφθοράς την κρίση του κράτους και ίσως και τα προβλήματα που συνδέονται με την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης της δημοκρατικής νομιμοποίησης ορισμένων αποφασιστικής εξουσίας οργάνων της Ε.Ε – π.χ. της Ευρωπαϊκής Επιτροπής).

Καίριο όμως συμπέρασμα αποτελεί η επισήμανση της υποψ. διδάκτορος Ελένης Νάκη ότι : «Συνολικά, η επισκόπηση της πρακτικής εφαρμογής της ποινικής καταστολής αποδεικνύει την αναποτελεσματικότητα της και αναδεικνύει την ανάγκη για δίκαιη οριοθέτηση της, με σεβασμό προς την αρχή της αναλογικότητας»

Επιτέλους πρέπει να εξοβελιστεί η αντίληψη που επικρατεί στον ποινικό νομοθέτη να ταυτίζει την αντεγκληματική πολιτική είτε με την αλόγιστη αυστηροποίηση των σχετικών νομικών διατάξεων όταν ψηφοθηρικά αυτό «συμφέρει», και την αρχή της επιείκειας – πολλές φορές – με την ουσιαστική ατιμωρησία !

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης