Η σεξουαλική παρενόχληση στο εργασιακό χώρο αποτελεί πρωτίστως κοινωνικό πρόβλημα. Πρόκειται ουσιαστικά για επαναλαμβανόμενη πρακτική που αποτελεί έκφανση ιδιότυπων μορφών ιεραρχίας και κυριαρχίας, σύμφωνα με τις οποίες το θύμα υφίσταται διασυρμό της προσωπικότητάς του με σημαντικές ψυχολογικές συνέπειες.

Επιπλέον οδηγεί σε επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών και σχέσεων και στη μεταξύ των φύλων ανισότητα, ως προς τα εργασιακά δικαιώματα, καθώς οι περισσότερο άμεσα πληττόμενες είναι οι γυναίκες. Η σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους εργασίας συνιστά αντικοινωνική συμπεριφορά, που παραβιάζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την αρχή της ίσης μεταχείρισης αλλά και θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου στον τομέα εργασίας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στο βαθμό που το φαινόμενο αυτό συνιστά επαναλαμβανόμενη πρακτική, ως έκφραση ιδιαίτερων μορφών ιεραρχίας και κυριαρχίας, αποτελεί κοινωνικό πρόβλημα, που οδηγεί σε διασυρμό της ανθρώπινης προσωπικότητας, σε επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών και σχέσεων, σε ψυχολογικές καταπτώσεις και σε ασυμμετρία στα εργασιακά δικαιώματα, με δεδομένο ότι περισσότερο πληττόμενες είναι οι γυναίκες.

Στις αναπτυγμένες κοινωνίες εξακολουθεί να επικρατεί ακόμα η αντίληψη, ότι το φύλο υπάρχει σε δεδομένη αναλογία και αντιστοιχία με τους φυσικούς κανόνες, μια αναλογία που υπαγορεύει στάσεις, συμπεριφορές, ηθικούς κώδικες και συγκεκριμένες ικανότητες. Ως εκ τούτου οι γυναίκες και οι άντρες προορίζονται, μέσω μιας βιολογικοποιημένης γενίκευσης, να ασχολούνται με αρμοδιότητες, οι οποίες θεωρούνται εξ΄ορισμού νομοτελειακές, μόνιμες και κυρίως ως προκύπτουσες από τις ανάγκες της κοινωνίας. Έρευνες στην Ελλάδα για το φύλο ανέδειξαν σε μεγάλο βαθμό την αποσιωπημένη οπτική.

Η σιωπή αυτή συνδεόταν και με το γεγονός ότι ανθρωπολογικές μελέτες είχαν ανδροκρατικό χαρακτήρα, που παραμόρφωνε ή αγνοούσε την οπτική αυτή. Ο κοινωνικός ρόλος των γυναικών θεωρούνταν αυταπόδεικτα συμπληρωματικός, ως προς αυτόν του άνδρα σε μια σειρά από θεσμικές ιεραρχίες και επιτελέσεις, του γάμου προεξάρχοντος. Οι γυναίκες συχνά θεωρούνταν οι αόρατοι πρωταγωνιστές των κοινωνικών δομών, αντικατοπτρίζοντας κατ΄αναλογία την υποδοχή που τους επιφυλλάσει η κυρίαρχη ιδεολογία.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η έννοια της γυναικείας συμπληρωματικότητας και της υπαγωγής ως αναλυτικές κατηγορίες, αναπαράγουν τον ανδροκεντρικό λόγο, καθώς δεν εξετάζουν συνολικά το κοινωνικό φύλο στο ευρύτερο συμπεριέχον της κοινωνικής πρακτικής. Επιπρόσθετα αποσιωπάται το γεγονός ότι ιεραρχικές και ασύμμετρες σχέσεις ενυπάρχουν και εντός του ανδρικού λόγου και όχι μονάχα ανάμεσα στις σχέσεις άνδρα- γυναίκας.

Η θεώρηση των γυναικών ως ξεχωριστή κοινωνική κατηγορία μέσα στα διαχωριστικά δίπολα και την κερκόπορτα της συμπληρωματικότητας σε όλα τα πεδία της κοινωνικής δράσης, νομιμοποιεί ένα μηχανισμό που δεν αντιμετωπίζει τους ανθρώπους με δικαίωμα στην προσωπική αξιοπρέπεια, αλλά επιβάλλει την κοινωνική αναπαραγωγή της ισχύουσας κοινωνικής ασυμμετρίας, όπου ο ανδρικός λόγος κατέχει κυρίαρχη θέση. Με τις δύο πλευρές να βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό και διαπραγμάτευση και με το γεγονός ότι το γυναικείο φύλο διεκδικεί κοινωνικά και επιστημονικά ισότιμη θέση, οι σχέσεις εξουσίας εμπεριέχουν σχέσεις δύναμης, οι οποίες εκφράζονται με καλυμμένη συναίνεση και προσπάθεια αντίστασης ή διαπραγμάτευσής της, από την πλευρά εκείνου που δεν έχει θεσμικά κατοχυρωμένη εξουσία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η άσκηση δύναμης και επιβολής στις εργασιακές κλίμακες έχει πάντοτε φορά από επάνω προς τα κάτω. Έτσι οι ιεραρχικά ισχυροί θεωρούνται ως οι πιθανότεροι δράστες για την απόσπαση σεξουαλικής χάρης ή εύνοιας, που όμως δεν συνοδεύεται πάντα από την ηθελημένη ανταπόδοση. Οι υφιστάμενοι δέχονται πιέσεις και από εξωτερικούς ως προς την εργασία τους παράγοντες, που κατέχουν εξουσία και δύναμη και την ασκούν με ανεπιθύμητο επαναλαμβανόμενο τρόπο.

Σύμφωνα με οδηγία του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου, η σεξουαλική παρενόχληση αφορά σε οιαδήποτε ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνδεόμενη με το φύλο ενός προσώπου, με σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου αυτού και τη δημιουργία εκφοβιστικού, ταπεινωτικού, ή επιθετικού περιβάλλοντος. Η σεξουαλική παρενόχληση αφορά σε κάθε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής, ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός ατόμου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος.

Τα ακόλουθα παραδείγματα εντάσσονται στον κατάλογο παραδειγμάτων κατά τον άνω ορισμό της επιτροπής ευρωπαϊκών κοινοτήτων: Συμπεριφορά σεξουαλικής φύσης εκφραζόμενη με πράξεις: αγγίγματα περιττά, χάδια, τσιμπήματα στο σώμα με στόχο την επίθεση ή πίεση για σύναψη σεξουαλικών σχέσεων. Με λόγια: ανεπιθύμητες ερωτικές και ανήθικες προτάσεις, ή πίεση για σεξουαλική επαφή, συνεχείς προτάσεις για κοινωνική δραστηριότητα εκτός εργασίας, ενοχλητικό φλερτάρισμα, άσεμνες παρατηρήσεις, υπονοούμενα ή πρόστυχα σχόλια, ανεπιθύμητα τηλεφωνήματα, σχόλια για το σώμα, πίεση για σύναψη σχέσης.

Μη εκφραζόμενη με λόγια: Επίδειξη πορνογραφικών περιοδικών ή άσεμνων εικόνων, αντικειμένων ή γραπτού υλικού, πονηρά βλέμματα, σφύριγμα, πρόστυχες χειρονομίες. Συμπεριφορά που κάνει τις γυναίκες να αισθάνονται αμήχανα ή φόβο, ενώ παράλληλα υποβιβάζεται η θέση τους και πλήττεται η επαγγελματική τους αξιοπρέπεια. Συμπεριφορά στηριζόμενη στη διαφορά φύλου: Συμπεριφορές που δυσφημούν ή γελοιοποιούν ή είναι εκφοβιστικές ή ενοχλητικές για την εργαζόμενη και οφείλονται στο φύλο της. Επιπρόσθετα πρέπει να αναφέρουμε τη διάκριση μεταξύ σεξουαλικής παρενόχλησης που βλάπτει ψυχικά και σωματικά το θιγόμενο άτομο αλλά και το εργασιακό περιβάλλον, από τον “σεξουαλικό εκβιασμό” ο οποίος χρησιμοποιείται ως βάση για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την παραμονή ή όχι στην εργασία και κάτω από ποιες συνθήκες. Εδώ έχουμε κατάχρηση εξουσίας καθώς απαιτείται σεξουαλική υποταγή, με ανταλλάγματα, επαγγελματικά πλεονεκτήματα ή αποφυγή δυσμενέστερης μεταχείρισης.

Οι σεξουαλικά παρενοχλητικές συμπεριφορές αντανακλούν την ανισότητα δύναμης στις σχέσεις, που οδηγεί στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και συνήθως αυτού που έχει εξουσία και δύναμη έναντι αυτού που υστερεί, στην προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ως θεμελιώδους δικαιώματος, στην προσβολή της σεξουαλικής αξιοπρέπειας και ελευθερίας επιλογής, καθώς και στην εκμετάλλευση της ιεραρχικής ισχύος για την εκβιαστική απόσπαση σεξουαλικής εύνοιας ή την υποχρέωση κάποιου σε ανοχή ανεπιθύμητης σεξουαλικής συμπεριφοράς. Η σεξουαλική παρενόχληση είναι συνήθως επίδειξη δύναμης από την πλευρά του δράστη και όχι ΄΄ακατέργαστη΄΄ προσπάθεια σεξουαλικής παρενόχλησης.

Δεν υπάρχουν θύματα με συγκεκριμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά που μπορεί να αποτελέσουν στόχο. Η πιθανότητα να παρενοχληθεί σεξουαλικά κάποιος, συνδέεται με την αντιλαμβανόμενη ευπάθεια του αποδέκτη και όχι με την φυσικά του εμφάνιση. Είναι μύθος ότι οι ελκυστικές γυναίκες είναι αυτές που αντιμετωπίζουν πρόβλημα, όπως δεν ισχύει και ότι έχουν προκαλέσει την παρενόχλησή τους. Η ευπάθεια και η έλλειψη δύναμης αποτελούν δείκτες πιθανότητας παρενόχλησης και όχι η ελκυστικότητα ή η εξωτερική εμφάνιση. Επίσης είναι παρακινδυνευμένο να θεωρείται ότι πολλές γυναίκες προκαλούν συμπεριφορές, που τους είναι δυσάρεστες. Είναι επιπλέον αβάσιμος ο ισχυρισμός, πως η παρενόχληση είναι αναπόφευκτη, ως φυσική ροή των πραγμάτων και εξαιτίας αυτού του γεγονότος, οι γυναίκες πρέπει να υπομένουν και να ανέχονται σχετικές συμπεριφορές και να προσπαθούν να τις αντικρούουν με ήπια μέσα.

Το γεγονός καθεαυτό ότι η σεξουαλική παρενόχληση παύει, όταν οι γυναίκες εναντιώνονται και παύουν να την ανέχονται, υποδεικνύει ότι η σεξουαλική παρενόχληση δεν αποτελεί μέρος της “φυσικής τάξης των πραγμάτων”. Υπάρχει ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός ανδρών που έχουν την απαραίτητη ευαισθησία, ώστε να γνωρίζουν πότε η συμπεριφορά τους είναι δυσάρεστη ή προσβλητική. Με την κατάλληλη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση ο αριθμός αυτός μπορεί να αυξηθεί σημαντικά. Ένας σημαντικός αριθμός ανδρών, σύμφωνα με τις έρευνες, είναι δράστες σεξουαλικής συμπεριφοράς καθ΄έξη και πολύ πιθανό να παρενοχλούν περισσότερες από μια γυναίκες, ή την ίδια γυναίκα περισσότερο από μία φορά.

Αν και δεν μπορούμε να πούμε πως όλοι οι άνδρες είναι έστω για μία φορά δράστες σεξουαλικής παρενόχλησης, τα στοιχεία δείχνουν ότι η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία δεν είναι απλά ένα φαινόμενο που συνδέεται με τους ασυνήθιστους σεξουαλικά, παρεκκλίνοντας άνδρες, μια και η παρενόχληση δεν σχετίζεται με την σεξουαλική επαφή, αλλά με την κατάχρηση εξουσίας από άτομα με μεγαλύτερη δύναμη, εξαιτίας της θέσης τους, της παλαιότητας τους στην εργασία, του φυσικού τους μεγέθους. Συνεπώς οι εργοδότες θα απέφευγαν να προσλάβουν έναν τύπο που εκδηλώνει στην εργασία του σημάδια σεξουαλικής παρενόχλησης.

Πρέπει να αναγνωριστεί ότι η παρενόχληση είναι μια συμπεριφορά συνδεδεμένη με τη δύναμη και λαμβάνει χώρα σε κοινωνίες, όπου οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως σεξουαλικά αντικείμενα και υποκείμενα που κατέχουν εξουσία και δύναμη σε υψηλά επίπεδα, Εντούτοις μελέτες δείχνουν ότι παρατηρείται αντίστοιχα σεξουαλική παρενόχληση και στους άνδρες σε μικρότερο όμως βαθμό απ΄ότι στις γυναίκες. Η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία δεν είναι ιδιωτική υπόθεση ή διαφωνία μεταξύ εργαζομένων.

Οι εργοδότες έχουν τη νομική υποχρέωση να παρέχουν στους εργαζόμενους ένα ασφαλές και υγιές εργασιακό περιβάλλον. Είναι υπεύθυνοι για οποιαδήποτε παρενοχλητική συμπεριφορά στον εργασιακό χώρο, ανεξάρτητα εάν έχουν γνώση αυτής, ή εάν έχουν δώσει την εγκρισή τους. Όλες οι συμπεριφορές σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο, εξ ορισμού χρησιμοποιούν τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που προκύπτουν από τις εργασιακές σχέσεις.

Η σεξουαλική παρενόχληση από διευθυντές ή προϊσταμένους είναι ιδιαίτερα σοβαρή, καθώς εμπεριέχει συχνά τον εξαναγκασμό ή τον ΄΄ηθικό εκβιασμό΄΄, όπου η συμμόρφωση του θιγόμενου ατόμου με τα σεξουαλικά αιτήματα του δράστη γίνεται κριτήριο για την εκχώρηση εργασιακών προνομίων και ωφελειών. Βεβαίως η παρενόχληση μπορεί να αφορά παράλληλα και σχέσεις μεταξύ ομοβάθμιων συναδέλφων. Το κόστος σχεδιασμού μιας θετικής προληπτικής πολιτικής και τα προγράμματα κατάρτισης, που στόχο έχουν τη μείωση των επιπτώσεων της σεξουαλικής παρενόχλησης είναι κατά τρόπο σαφή και προφανή σημαντικά χαμηλότερο από αυτό που συνεπάγεται για το θύμα και την επιχείρηση η παρενόχληση των εργαζομένων.

Προφίλ δράστη και θύματος σεξουαλικής παρενόχλησης. Αναφορικά με τα χαρακτηριστικά του άνδρα δράστη κατά τις περιγραφές των θυμάτων, αυτός είναι συνήθως έγγαμος, μεγαλύτερος σε ηλικία από το θύμα, ίδιας εθνικότητας και πιθανότερο ομόβαθμος συνάδελφος του θύματος παρά προϊστάμενος του. Έχει ακραίες, παραδοσιακές απόψεις σχετικά με το κοινωνικό στερεότυπο του “άνδρα και ανδρισμού”, την υπεροχή, την επιβολή δύναμης πάνω σε γυναίκες και την σεξουαλική κυριαρχία των ανδρών. Οι γυναίκες θύματα στο χώρο εργασίας τους, πιθανότεροι στόχοι σεξουαλικής παρενόχλησης, είναι ηλικιακά νέες, άγαμες, διαζευγμένες και όσες απασχολούνται σε λιγότερο παραδοσιακούς τομείς της αγοράς εργασίας.

Ερευνητικά επισημαίνεται πως όλες οι γυναίκες είναι πιθανοί στόχοι σεξουαλικής παρενόχλησης. Οι γυναίκες με μειωμένη αυτοεκτίμηση αντιδρούν περισσότερα παθητικά απέναντι στην παρενόχληση από εκείνες με υψηλότερη αυτοεκτίμηση, και είναι περισσότερο ευάλωτες και ευπρόσβλητες. Πολλές γυναίκες που υιοθετούν τις παραδοσιακές αντιλήψεις για τους ρόλους των δύο φύλων, εκδηλώνουν στάσεις και συμπεριφορές σύμφωνες με προκαθορισμένη κοινωνική ταυτότητα του φύλου τους, όπως παθητικότητα, στοργικότητα και υποχωρητικότητα.

Αυτές είναι πιθανότεροι στόχοι και επιδεικνύουν μεγαλύτερη ανοχή απέναντι σε παρενοχλητικές συμπεριφορές και είναι λιγότερο ενημερωμένες για τις αρνητικές συνέπειες της σεξουαλικής παρενόχλησης στα θύματα. Ν α αναφέρουμε εδώ πως οι απόψεις των υποκειμένων διαφέρουν για το βαθμό που αναγνωρίζουν ή αντιλαμβάνονται την παρενόχληση.

Τα δυο φύλα αντιλαμβάνονται διαφορετικά την σεξουαλική παρενόχληση, οι μεν γυναίκες σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άνδρες θεωρούν μεγαλύτερο αριθμό συμπεριφορών ως σεξουαλική παρενόχληση. Επίσης η παρενόχληση που εκδηλώνεται από τον προϊστάμενο ή άτομο με εξουσία στο χώρο εργασίας, είναι πιθανότερο να θεωρηθεί σεξουαλική παρενόχληση. Συνέπειες για θύματα και επιχείρηση.

Οι γυναίκες θύματα δεν δημοσιοποιούν συχνά το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν, καθώς φοβούνται πως δεν θα γίνουν πιστευτές ή θα χλευαστούν από το κοινωνικό και εργασιακό τους περιβάλλον. Αντιμετωπίζουν μοναχικά το πρόβλημα της ταπείνωσης και του εξευτελισμού, με επιπτώσεις στην ψυχική και σωματική τους υγεία, αλλά και με επιδείνωση της κοινωνικο-οικονομικής τους θέσης, όταν συχνά αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την εργασία τους, εξαιτίας της υφιστάμενης παρενόχλησης. Η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να κάνει τα άτομα νευρικά και ευερέθιστα, να τους προκαλέσει κατάθλιψη, αϋπνία και συμπτώματα που συνοδεύονται με άγχος, να επηρεάσει την ποιότητα της εργασίας τους, την εμπιστοσύνη στην εργασία τους, την εργασιακή ασφάλεια και σταθερότητα, τις πιθανότητες επαγγελματικής εξέλιξης, ακόμη μπορεί να τους προκαλέσει βραχυπρόθεσμες βλάβες στις προοπτικές εργασίας τους, στη περίπτωση που αναγκαστούν να αλλάξουν εργασία.

Οι αρνητικές συνέπειες για την επιχείρηση, συνδέονται με τη δημιουργία δυσάρεστου εργασιακού περιβάλλοντος, τη ρήξη των σχέσεων μεταξύ των εργαζομένων και κατά συνέπεια τη διατάραξη της εύρυθμης λειτουργίας της επιχείρησης [οικονομική αναποτελεσματικότητα, μείωση παραγωγικότητας]. Επιπλέον η αγωνία, το άγχος και ο φόβος που προκαλούνται από την σεξουαλική παρενόχληση, οδηγούν συνήθως τα άτομα- θύματα να ζητούν συχνά άδειες λόγω ασθενείας, να μην είναι αποδοτικά και αποτελεσματικά στην εργασία τους ή να την εγκαταλείπουν. Στην Ελλάδα σημείο αναφοράς για την προστασία της ισότητας των δύο φύλων, σχετικά με την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και της συνθήκες εργασίας, αποτελεί ο Ν. 1414/84, σύμφωνα με τον οποίο, “απαγορεύεται κάθε διάκριση με βάση το φύλο του εργαζόμενου όσον αφορά τους όρους, τις συνθήκες εργασίας και την επαγγελματική του εξέλιξη και σταδιοδρομία”.

Ο εργοδότης που παραβαίνει τις διατάξεις του νόμου τιμωρείται με πρόστιμο. Η σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο δεν έχει καθαυτή απασχολήσει την ελληνική νομοθεσία, επικουρικά αντιμετωπίζεται με διατάξεις του Αστικού και Ποινικού Κώδικα, οι οποίες ούτε κατονομάζουν ούτε ρυθμίζουν την εν λόγω συμπεριφορά. Η δυσπιστία, οι παγιωμένες αντιλήψεις αλλά και η αβεβαιότητα για την αντιμετώπιση του θέματος, οδηγούν στην καθυστέρηση ανάληψης δράσης εκ μέρους του θύματος και το κάνουν ακόμη πιο ευάλωτο στις πιέσεις της ισχύουσας ιεραρχίας.

Η αναγκαιότητα της ποινικοποίησης υπαγορεύεται από την ίδια την ανάγκη της προστασίας των θυμάτων και της εμπέδωσης ορισμένων κοινωνικών και νομικών αξιών, συνδεδεμένων άρρηκτα με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια πέραν της σεξουαλικής αξιοπρέπειας. Ο ποινικός κώδικας λειτουργεί κατεξοχήν εγγυητικά για το αυτονόητο δικαίωμα του εργαζόμενου να μην γίνεται αντικείμενο σεξουαλικής εκμετάλλευσης λόγω του φύλου του.

Θεωρείται πως η σεξουαλική παρενόχληση καλύπτεται ποινικά και τιμωρείται ως εξύβριση με λόγια, με έργα, ως προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, η ως ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας. Η ανάγκη ποινικοποίησης υπαγορεύεται συνεπώς από την ανασφάλεια και την εξάρτηση που παράγει η προσβολή του δικαιώματος στην αξιοπρέπεια και στην ελεύθερη διαχείριση της σεξουαλικότητας.

Νατάσα Πετρούλια, Μέλος του ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, της Ισότητας Γυναικών του ΠΑΣΟΚ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης