Γιώργος Αρκουλής

Τον είδα χθες στον ύπνο μου, «ολοζώντανο». Καθόταν σε ένα καφενεδάκι στην πλατεία του καταπληκτικού Δημαρχείου της Ερμούπολης και έπινε τον καφέ του. Με το πουκάμισο κουμπωμένο ως τον λαιμό, χωρίς γραβάτα και με κασκέτο φθινοπωρινό, που μόλις είχε βγάλει -όπως φαίνεται- από την κασέλα με τα αγαπημένα του φετίχ. Η ματιά του περιεργαζόταν κάτι νεαρούς που έτρεχαν πάνω κάτω, θαρρώ πως παράβγαιναν σε ταχύτητα. Ο ποιητής παρατηρούσε, μάλλον νοσταλγικά, ποιος ξέρει τι σκέψεις περνούσαν από το 80χρονο μυαλό του. Ξάφνου ακούστηκε ένας θόρυβος από την κουζίνα και πετάχτηκα απ’ το στρώμα. Αυτό ήταν: τον έχασα! Κρίμα, δεν πρόφτασα να τον ρωτήσω ποια ήταν αυτά που του λόγου του «γνώριζε σαν καταιγίδα» αλλά ποτέ δεν τα φανέρωσε, ούτε καν στην υπέροχη Μοσχολιού ή στον Σπανό, όταν λειτούργησαν οι τρεις τους για τη διάσημη «Μαρκίζα».

Ο Μάνος Ελευθερίου, ο γλυκύτατος ποιητής, πάνε πενήντα ημέρες που μας άφησε για ταξίδι χωρίς επιστροφή και σίγουρα για άγνωστη «Θητεία», εκεί «στων αγγέλων τα μπουζούκια», όπου ήδη συντροφεύει τον «γιο του», τον «Άμλετ της Σελήνης». Ίσως ψάχνει καινούργιο ακροατήριο για να ψιθυρίσει «μαλαματένια λόγια». Και άμα λάχει, επειδή «είναι αρρώστια τα τραγούδια», μπορεί στο ρεπερτόριό του να έχει προσθέσει κάτι και από «παραπονεμένα λόγια»…

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης