H ανακοίνωση του προέδρου των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ και η υπογραφή του για τη μεταφορά της αμερικάνικης πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, σημαίνει την ντε φάκτο επίσημη αναγνώριση της ιερής πόλης για τρεις θρησκείες, ως πρωτεύουσας του Ισραήλ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Με τον τρόπο αυτό ανατρέπεται το διεθνές καθεστώς που εφαρμοζόταν επί 70 χρόνια. Για πολλούς σημαίνει και τον τερματισμό των προσπαθειών για την επίτευξη ειρηνευτικής επίλυσης του Παλαιστινιακού προβλήματος.

Το σχέδιο του 1947 του ΟΗΕ για τη δημιουργία στην Παλαιστίνη δύο κρατών, αραβικού και εβραϊκού, προέβλεπε μία «αυθύπαρκτη», «διεθνή» Ιερουσαλήμ.

Ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος που ακολούθησε το 1948 και οδήγησε στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, διέψευσε όμως το όραμα του ΟΗΕ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μετά το τέλος των εχθροπραξιών, το 1949, ζώνη εκεχειρίας είχε χωρίσει την πόλη στα δύο, με το Ισραήλ να αναλαμβάνει τον έλεγχο του δυτικού μισού της πόλης και την Ιορδανία το ανατολικό μισού – που περιελάμβανε και την Παλιά Πόλη των Ιεροσολύμων.

Ολόκληρη η Ιερουσαλήμ προσαρτήθηκε από τους Ισραηλινούς, πριν 50 χρόνια, κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών, μετά την κατάληψη του ανατολικού τομέα της, που ως τότε ανήκε στην Ιορδανία. Η κατοχή της Ανατολικής Ιερουσαλήμ θεωρήθηκε παράνομη από τον διεθνή νόμο και καταδικάστηκε από τα Ηνωμένα Έθνη και τη διεθνή κοινότητα.

Στην Παλιά Πόλη των Ιεροσολύμων

Το 1980, το Κνέσετ (ισραηλινή Βουλή) ανακήρυξε την Ιερουσαλήμ «πλήρη και ενιαία πρωτεύουσα τού Ισραήλ».

Αμέσως, τα Ηνωμένα Έθνη κήρυξαν άκυρο το νόμο, καλώντας για την άμεση απομάκρυνση όσων πρεσβειών είχαν απομείνει στην πόλη. Με ανακοίνωσή του το υπουργείο Εξωτερικών του Ισραήλ χαρακτήριζε την απόφαση «άδικη» και «ως απόδειξη πως ο ΟΗΕ έχει μετατραπεί σε όργανο στα χέρια των εχθρών του Ισραήλ».

Συνολικά 86 χώρες συνέχισαν να διατηρούν τις πρεσβείες τους στο Τελ Αβίβ, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ισραήλ στις ακτές της Μεσογείου και ουδεμία στην Ιερουσαλήμ – με την Κόστα Ρίκα και το Ελ Σαλβαδόρ να γίνονται οι τελευταίες χώρες που μετέφεραν τις πρεσβείες τους, το 2006 απ΄ εκεί. Έτσι παγιώθηκε ως οικουμενική πολιτική μεταξύ των εθνών για τη μη αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως ισραηλινού εδάφους.

Προηγουμένως τόσο οι πρόεδροι Μπιλ Κλίντον και Τζορτζ Ο. Μπους, όπως ακριβώς χτες ο Ντόναλντ Τραμπ, εξέταζαν το ενδεχόμενο μεταφοράς της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ. Οι δύο πρώτοι αναδιπλώθηκαν υπό την πίεση διεθνών οργανισμών και της διεθνούς κοινότητας, αναβάλλοντας ανά εξάμηνο τη ληφθείσα αρχική απόφαση.

Την ίδια πολιτική της συνεχούς αναβολής, είχε ακολουθήσει και ο πρόεδρος Ομπάμα, για να κατηγορηθεί από εξτρεμιστικούς εβραϊκούς κύκλους ακόμη και ως «αντισημίτης».

Τον Οκτώβριο του 2009, ο τότε Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού, Μπαν Κι-μουν, είχε προειδοποιήσει πως η Ιερουσαλήμ πρέπει να είναι πρωτεύουσα τόσο του Ισραήλ όσο και του Παλαιστινιακού κράτους, ώστε να επιτευχθεί ειρήνη και σταθερότητα στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Εκτός από τις προεκλογικές εξαγγελίες του υποψήφιου τότε ακόμη Ντ. Τραμπ, η αλλαγή πλεύσης της νέας αμερικάνικης διακυβέρνησης στο παλαιστινιακό, είχε φανεί από νωρίς, με το διορισμό στη θέση του πρεσβευτή στο Ισραήλ ενός σκληροπυρηνικού και αμφιλεγόμενου προσώπου, του Ντέιβιντ Φρίντμαν, σφοδρού πολέμιου της λύσης των δύο κρατών, ο οποίος μάλιστα έχει ταχθεί υπέρ της εποικιστικής δραστηριότητας του Ισραήλ.

Με την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του, ο Φρίντμαν είχε εκφράσει την ανυπομονησία του να αναλάβει καθήκοντα «στην αιώνια πρωτεύουσα του Ισραήλ, την Ιερουσαλήμ».

Η απόφαση Τραμπ σημαίνει την επιβεβαίωση της ισραηλινής επεκτατικής πολιτικής και τη δραματική μείωση των παλαιστινιακών εδαφών.

Ειδικά φέτος, η ατμόσφαιρα ήταν ήδη ηλεκτρισμένη περισσότερο από άλλες χρονιές.

Και τούτο, διότι συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, οπότε το Ισραήλ, σε πόλεμο με τους Άραβες γείτονές του, είχε τριπλασιάσει τα εδάφη του προσαρτώντας στην επικράτειά του την Ανατολική Ιερουσαλήμ (τμήμα της οποίας είναι η Παλιά Πόλη), τη Δυτική Όχθη, τη Λωρίδα της Γάζας, τα Υψίπεδα του Γκολάν και τη Χερσόνησο του Σινά – την οποία αργότερα επέστρεψε στην Αίγυπτο, ως αποτέλεσμα της μεταξύ τους συμφωνίας ειρήνης.

Για τους Σιωνιστές, η Ιερουσαλήμ είναι «η ιστορική εβραϊκή πρωτεύουσα, εθνικό και θρησκευτικό κέντρο και σύμβολο της εβραϊκής αναγέννησης».

Για τους Χριστιανούς, είναι η πόλη που έζησε και μαρτύρησε ο Ιησούς.

Για τους Παλαιστίνιους, η Ανατολική Ιερουσαλήμ είναι σύμβολο του εθνικού τους αγώνα και τοποθεσία στην οποία βρίσκονται αφενός το τρίτο πιο ιερό προσκύνημα των σουνιτών μουσουλμάνων – το τέμενος Αλ-Άκσα – αφετέρου το σημείο απ’ όπου πιστεύουν ότι ο Μωάμεθ ανελήφθη στους ουρανούς.

Η απόφαση 242, του συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ το 1967

Η απόφαση 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είχε επικυρωθεί στις 22 Νοεμβρίου 1967 και είχε καλέσει «να ανταλλαγούν εδάφη με Ειρήνη». Από τότε γινόταν συχνά αναφορά στην απόφαση 242, που είχε συνταχθεί με βάση το κεφάλαιο VI της Χάρτας του ΟΗΕ, βάσει του οποίου οι αποφάσεις έχουν χαρακτήρα προτάσεων και όχι εντολών.

Η ιερή για τις θρησκείες περιοχή της Ανατολικής Ιερουσαλήμ – την οποία οι μεν Μουσουλμάνοι αποκαλούν «Χαράμ αλ Σαρίφ» ενώ οι Εβραίοι «Όρος του Ναού» – βρίσκεται πίσω από τον Πανάγιο Τάφο, στην ταυτισμένη με τους Παλαιστινίους Παλιά Πόλη των Ιεροσολύμων, το καθεστώς της οποίας συνιστά το μεγαλύτερο πρόβλημα του άλυτου μεσανατολικού ζητήματος, που τροφοδοτεί την ανίερη πολιτική εκμετάλλευση όλων όσων οι άνθρωποι πιστεύουν πως έγιναν σε μια σπιθαμή γης, πριν από χιλιάδες χρόνια.

Σύνταξη Κώστας Μπετινάκης

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης