του Κώστα Μπετινάκη

Εδώ και αρκετό καιρό, σε μια μακρινή «εξωτική χώρα», τη Μιανμάρ (Μπούρμα ή Βιρμανία κάποτε), πραγματοποιείται προσπάθεια εξόντωσης μειονότητας, που έχει προκαλέσει τεράστιο προσφυγικό κύμα προς το γειτονικό Μπαγκλαντές, χωρίς ιδιαίτερη αναφορά από τα αποκαλούμενα «συστημικά» Μέσα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η είδηση πέρασε στα «ψιλά»: Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ κάλεσε τις αρχές της Μιανμάρ να τερματίσουν τη στρατιωτική δράση εναντίον της μουσουλμανικής μειονότητας στην πολιτεία Ραχίν: «Καλώ τις αρχές της Μιανμάρ να σταματήσουν τη στρατιωτική δράση και κάθε μορφής βιαιότητες εναντίον των Ροχίνγια και βάσει του Δικαίου να επιτρέψουν την επιστροφή των προσφύγων που κατέφυγαν στο Μπαγκλαντές, πίσω στις εστίες τους».

Ο ΓΓ Αντόνιο Γκουτιέρες, προήδρευσε σε κεκλεισμένων των θυρών σύσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ –μετά από αίτημα της Βρετανίας και τη Σουηδίας- για την ανθρωπιστική κρίση στην επαρχία της Μιανμάρ και αποκάλεσε την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι πρόσφυγες Ροχίνγια «καταστροφική».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Και αυτό, αφού περίπου 370.000 της μειονότητας Ροχίνγια αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την χώρα, ζητώντας καταφύγιο στο Μπαγκλαντές τις τελευταίες εβδομάδες.

Οι βιαιότητες ξέσπασαν στις 25 Αυγούστου, όταν εξεγερμένα μέλη της κοινότητας επιτέθηκαν εναντίον αστυνομικών τμημάτων.

Πίσω από την τραγωδία που αντιμετωπίζουν από τον απηνή κρατικό διωγμό -στα όρια γενοκτονίας- ο πληθυσμός ενάμιση σχεδόν εκατομμυρίων μουσουλμάνων Ροχίνγια, κρύβεται η αμφιλεγόμενη πλέον προσωπικότητα της βραβευμένης με Νόμπελ ηγέτιδας της χώρας Sang Suu Kyi.

Η Αούνγκ Σανγκ Σου Κι, (Aung San Suu Kyi), που επί χρόνια αποτελούσε το επίκεντρο υποστήριξης από τη διεθνή κοινότητα, επειδή η στρατιωτική χούντα την κρατούσε σε κατ΄οίκον περιορισμό, αποδείχθηκε «λάθος προφήτης», αφού ανέλαβε τα ηνία της χώρας με παγκόσμια υποστήριξη.

Αποδείχθηκε πως η Σανγκ Σου Κι, που είχε γίνει αποδεκτή από τις δεξιές δυνάμεις στη χώρα και είχε προκαλέσει τον θαυμασμό και της αριστεράς, πόρρω απείχε από δημοκρατική ιδεολογία.

Παρ΄ όλο που της έχει απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1991, αποδείχθηκε άλλη μια απογοητευτική προσωπικότητα κατοπινά.

Αυτή η «εξαιρετική γυναίκα» (όπως την αποκαλούσε η Χίλαρι Κλίντον), που είχε παραμείνει επί 15 χρόνια σε κατ΄οίκον περιορισμό, είχε θριαμβεύσει στις πολυκομματικές εκλογές του 2015.

Από τότε και παρ΄ όλο που έγινε δεκτή από προέδρους δημοκρατίας και βασιλείς πολλών χωρών στις περιοδείες της σε άλλες χώρες, στο εσωτερικό φάνηκε πιο αυταρχική από την χούντα των στρατιωτικών που κυβερνούσε πριν.

Η Αούνγκ Σανγκ Σου Κι, δεν βρήκε ούτε μία στιγμή το κουράγιο, να εκφράσει δύο λέξεις συμπαράστασης για τα δεινά που υφίσταται από τους διωγμούς η μουσουλμανική μειονότητα, αλλά αντίθετα εκπρόσωπός της έχει κατηγορήσει τους Ροχίνγια πως «καίνε μόνοι τους τα χωριά τους», ενώ αναφερόμενος σε όσους τολμούν να αντιστέκονται στους τζιχαντιστές τόνισε ότι: «Είναι ξενοκίνητοι από δυτικές δυνάμεις, υποχείρια της εκστρατείας για την εξάπλωση των μουσουλμάνων παντού».

Ποιοι είναι οι Rohingya

Θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως η πλέον καταδιωγμένη μειονότητα παγκοσμίως και υπολογίζονται γύρω στο ενάμιση εκατομμύριο. Αποτελούν εθνική ομάδα μουσουλμάνων στη βουδιστική αυτή χώρα. Ωστόσο ΔΕΝ αναγνωρίζονται από το επίσημο κράτος της Μιανμάρ όπως οι άλλες 135 εθνοτικές ομάδες, και κάθε τόσο τους ζητείται να λάβουν «κρατική άδεια παραμονής», παρ΄ όλο που ζουν στη δυτική επαρχία της χώρας από τον 12ο αιώνα.

Η μουσουλμανική μειονότητα της Μιανμάρ είχε αυξηθεί κυρίως την εποχή της βρετανικής αυτοκρατορίας (1824-1948), όταν οι μετακινήσεις πληθυσμών από την Ινδική υποήπειρο θεωρείτο «εσωτερική υπόθεση».

Ομιλούν την Ροχίνγια, ή Ρουανίγα, διάλεκτο που διαφέρει από τις άλλες που ομιλούνται στην χώρα.

Το 1982, η στρατιωτική κυβέρνηση πέρασε νόμο υπηκοότητας που την αποστερούσε από τους Ροχίνγια, θεωρώντας τους «παράνομους να διαβιούν στην χώρα».

Ο πόλεμος εναντίον τους ξεκίνησε πάλι το 2012 με συγκρούσεις ανάμεσα σε ακραία βουδιστικά στοιχεία και φιλήσυχους κατοίκους που εξαναγκάζονταν να εγκαταλείψουν την χώρα.

Όπως έγραψε ο βετεράνος δημοσιογράφος Peter Oborne, στις 4 Σεπτεμβρίου στη ‘Daily Mail’, στην πόλη Sittwe, πρωτεύουσα της Rakhine, πριν πέντε χρόνια ζούσαν 50.000 μουσουλμάνοι σε συνολικό πληθυσμό 180.000. Σήμερα ο αριθμός της μειονότητας έχει περιορισθεί σε λιγότερες από 3.000.

Από τα τέλη του 1970, κοντά ένα εκατομμύριο Ροχίνγια, λόγω των διωγμών και των επισφαλών συνθηκών διαβίωσης στην Μιανμάρ, εξαναγκάσθηκαν να καταφύγουν ως πρόσφυγες σε διάφορες χώρες.

Χώρες με πολύ μεγαλύτερη και ισχυρότερη μουσουλμανική κοινότητα, όπως η Σαουδική Αραβία και το Πακιστάν, ουδέποτε ασχολήθηκαν με τις εκκλήσεις συμπαράστασης από τους ομόθρησκους Ροχίνγια.

Το ίδιο και με τις δυτικές χώρες που θεωρούν ότι οι μαζικές δολοφονίες και οι συνεχείς διωγμοί των μουσουλμάνων στην Μιανμάρ, δεν αποτελούν απειλή για τα συμφέροντα των πολιτικών τους ελίτ.
Η αντιμετώπιση των Ροχίνγια από το επίσημο κράτος στη Μιανμάρ παρομοιάζεται από σχολιαστές με τον τρόπο που χειρίζεται τους Παλαιστίνιους το κράτος του Ισραήλ.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης