Κατανοώντας αμφότεροι τις ανάγκες και τις αγωνιώδεις αναζητήσεις του σημερινού ανθρώπου, κυρίως δε την ιερή υπόθεση της ενότητας της Εκκλησίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο πάπας Φραγκίσκος θα συναντηθούν το απόγευμα της Κυριακής στα Ιεροσόλυμα, όπου πριν από 50 χρόνια οι προκάτοχοι τους, Αθηναγόρας και Παύλος Στ’, εγκαινίασαν τον διάλογο αγάπης και θεολογικής αλήθειας μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης προσβλέπει ότι η συνάντηση, πέρα από τον συμβολισμό της επετείου ενός ιστορικού γεγονότος, θα συμβάλει και θα συντελέσει ακόμη περισσότερο στην προώθηση «των αδελφικών σχέσεων μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ιδιαιτέρως του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας Ρώμης».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Από το 1964, μπορεί να μην πέτυχαν (οι δύο Εκκλησίες) πλήρη κοινωνία, αλλά, επισημαίνει ο κ. Βαρθολομαίος, αυτός πρέπει να είναι ο τελικός στόχος. «Εντούτοις, έχουμε μάθει να συγχωρούμε ο ένας τον άλλο για λάθη και καχυποψίες του παρελθόντος. Και έχουμε κάνει σημαντικά βήματα προς την προσέγγιση και συμφιλίωση. Όμως, ένα άλλο σημαντικό βήμα προς τη συμφιλίωση και ενότητα θα πραγματοποιηθεί, με τη χάρη του Θεού, κατά τη συνάντησή μας με τον αδελφό πάπα Φραγκίσκο. Ας γίνει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού» δήλωσε ο κ. Βαρθολομαίος στην εφημερίδα του Βατικανό «La Observeratore Romano».

Οι κ.κ. Βαρθολομαίος και Φραγκίσκος, οι οποίοι το πρωί της Κυριακής θα λειτουργήσουν στα Ιεροσόλυμα, ο πρώτος στον ναό της Αναστάσεως και ο δεύτερος στην πλατεία μπροστά από τη βασιλική της Γεννήσεως, θα συναντηθούν το απόγευμα κατ΄ ιδίαν και μετά, παρουσία στενών συνεργατών τους, στις 19.00, θα παραστούν με άλλους θρησκευτικούς ηγέτες σε εκδήλωση στον ναό της Αναστάσεως. Η συζήτηση Βαρθολομαίου-Φραγκίσκου θα ολοκληρωθεί τη Δευτέρα, παρουσία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόφιλου. Αναμένεται ότι Οικουμενικός Πατριάρχης και Πάπας θα υπογράψουν Κοινή Διακήρυξη.

Η συνάντηση του 1964 μεταξύ Αθηναγόρα-Παύλου Στ’ ήταν το πρώτο βήμα στην επίπονη πορεία, που άρχισε και συνεχίζεται, για να τερματιστεί το Σχίσμα ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες, που δημιουργήθηκε το 1054. Γι’ αυτό και οι Αθηναγόρας και Παύλος Στ’ καταγράφηκαν στην ιστορία ως «μεγάλοι οραματιστές της συμφιλίωσης».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η συνάντηση εκείνη, που έγινε στις 5 και 6 Ιανουαρίου 1964 στα Ιεροσόλυμα, ήταν η πρώτη προκαθημένων της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας έπειτα από 525 χρόνια. Η τελευταία συνάντηση είχε γίνει στη Φλωρεντία το 1439 μεταξύ του πάπα Ευγενίου Δ΄ και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β΄, αλλά δεν βρέθηκε τρόπος συνεννόησης, με αποτέλεσμα να παγιωθεί ο διχασμός των δύο Εκκλησιών.

Έπειτα από αιώνες, τα Χριστούγεννα του 1963, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο πάπας Παύλος Στ’ αντάλλαξαν εγκάρδιες ευχές. Ο δρόμος για τη συνάντηση των Ιεροσολύμων είχε ανοίξει. Πρώτος έφθασε ο Πάπας. Πήγε στον Πανάγιο Τάφο και ακολούθως ανέβηκε στον Γολγοθά, όπου άναψε κερί και προσευχήθηκε. Συγκλονισμένος είπε στον Αγιοταφείτη φύλακά του, π. Δανιήλ, «Ευχαριστώ Έλληνες, που φυλάξατε διά μέσου τόσων αιώνων αυτόν τον γλυκύτερο τόπο του κόσμου».

Στις 5 Ιανουαρίου, στην αντιπροσωπεία της Αγίας Έδρας, ο Πάπας υποδέχτηκε με δάκρυα στα μάτια τον Αθηναγόρα. Σε κλίμα συγκίνησης αλληλοασπάστηκαν. Ο Πατριάρχης επισήμανε ότι η συνάντηση γίνεται στον τόπο που ο Χριστός προσευχήθηκε για την ενότητα της Εκκλησίας Του και ότι πρέπει «η νύκτα της διαιρέσεως να παρέλθει και να ανατείλει το λυκαυγές της Αγίας Ημέρας Αναστάσεως της αρχαίας ενότητας πίστεως και αγάπης των χιλίων πρώτων ετών με αναζήτηση νέων τρόπων γεφυρώσεως του χάσματος της διαιρέσεως». Ο Πάπας εξήρε τη σημασία της απαρχής της «ευλογημένης συμπορείας» και ότι στο εξής θα πρέπει να ακολουθείται σταθερά «η παραδεδεγμένη οδός, η φέρουσα προς την ομόνοια και την συμφιλίωση».

Στο κοινό ανακοινωθέν η συνάντηση χαρακτηρίστηκε ως εκδήλωση «αμοιβαίας αδελφοσύνης και γεγονός μεγάλης σημασίας, το οποίο δύναται να αποτελέσει το σημείο και το προανάκρουσμα των μελλόντων γενέσθαι προς δόξα Θεού και φωτισμό της ανθρωπότητας».

Ο καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας και Μέγας Ιερομνήμων, Αριστείδης Πανώτης, ο οποίος υπήρξε σύμβουλος του Αθηναγόρα και ήταν στα Ιεροσόλυμα, αναφέρει ότι ο Πατριάρχης τού διηγήθηκε αργότερα ότι ο Πάπας με αγάπη και ταπείνωση εξέφρασε την αγαλλίασή του για εκείνη τη στιγμή και πρόσθεσε πως δεν πρέπει τα θλιβερά περιστατικά του παρελθόντος να δεσμεύουν την πορεία προς την ενότητα της Εκκλησίας.

Αθηναγόρας και Παύλος Στ’ συναντήθηκαν και στις 6 Ιανουαρίου. Στο τέλος εκείνης της συνάντησης, σύμφωνα με τον Αριστείδη Πανώτη, ο Πάπας ρώτησε τον Πατριάρχη: «Αγιώτατε, θα θέλατε να ευλογήσουμε μαζί τον κόσμο;» Ο Πατριάρχης απήντησε: «Ευχαρίστως». Και ευλόγησαν τους παριστάμενους και συμβολικά την Οικουμένη για πρώτη φορά ύστερα από αιώνες.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης