Αδήριτη χαρακτηρίζεται η ανάγκη υλοποίησης όσων έχουν συμφωνηθεί με τους εταίρους και κυρίως η επιτάχυνση του μεταρρυθμιστικού έργου, ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη, οι επενδύσεις και οι θέσεις εργασίας, στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων της Alpha Bank.

Μάλιστα, όπως τονίζεται στην ανάλυση της τράπεζας, η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας συνιστά πλέον εθνικό στόχο για την επιβίωσή της στο νέο ευμετάβλητο διεθνές περιβάλλον.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ολόκληρη η ανάλυση της τράπεζας:

Η ολοκλήρωση του τρίτου και τελευταίου προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας συνεπάγεται την είσοδο σε μία περίοδο που η σημασία του αξιόχρεου της χώρας, όπως αξιολογείται από τις διεθνείς αγορές, στον προσδιορισμό του κόστους δανεισμού της θα είναι εκ νέου καθοριστικής σημασίας.

Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το περιβάλλον αβεβαιότητας που ορίζεται από την κρίση του τουρκικού νομίσματος και κυρίως την ανησυχία για ενδεχόμενη χαλάρωση της δημοσιονομικης πολιτικής στην Ιταλία καθιστά αδήριτη ανάγκη την υλοποίηση όσων έχουν συμφωνηθεί με τους εταίρους και κυρίως την επιτάχυνση του μεταρρυθμιστικού έργου, ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη, οι επενδύσεις και οι θέσεις εργασίας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας συνιστά πλέον εθνικό στόχο για την επιβίωσή της στο νέο ευμετάβλητο διεθνές περιβάλλον.

Ο περιορισμός του ελλείμματος στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών και τα όριά του: Ανταγωνιστικότητα, Αμοιβές και Παραγωγικότητα

H Ελλάδα στα χρόνια των τριών διαδοχικών προγραμμάτων προσαρμογής επέτυχε να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της με αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση στις εξωτερικές της συναλλαγές.

Ειδικότερα, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών περιορίσθηκε σημαντικά, στο 0,8% του ΑΕΠ το 2017, από 15,2% του ΑΕΠ το 2007. Με βάση τις προβλέψεις του ΔΝΤ, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να μειωθεί ελαφρά το 2018 (-0,7% του ΑΕΠ) και να ισοσκελισθεί το 2023.

Ωστόσο, στο πρώτο εξάμηνο του 2018, με βάση τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το έλλειμμα του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε, κατά €555 εκατ., σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2017, και διαμορφώθηκε σε €3,765 δισ.

Η εξέλιξη αυτή προήλθε κυρίως από την επιδείνωση του εμπορικού ελλείμματος και ειδικότερα του ελλείμματος στο ισοζύγιο καυσίμων – όπως εξετάζεται εκτενώς στο τμήμα αναλύσεως οικονομικής συγκυρίας του παρόντος Δελτίου – και συνδέεται με την αύξηση της τιμής του πετρελαίου κατά 35% σε ετήσια βάση στο πρώτο εξάμηνο του 2018.

Έτσι το έλλειμμα στο ισοζύγιο καυσίμων επιδεινώθηκε κατά 27,4%, σε ετήσια βάση, στο πρώτο εξάμηνο του 2018, με τις εξαγωγές καυσίμων να εμφανίζονται αυξημένες κατά 22,1%, και τις εισαγωγές κατά 23,8% αντίστοιχα. Αντιθέτως, το πλεόνασμα στο ισοζύγιο υπηρεσιών βελτιώθηκε, κυρίως ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης ανοδικής πορείας της τουριστικής κινήσεως.

Alpha Bank: Εθνικός στόχος η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας

Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά την περασμένη οκταετία αποτυπώνεται στην εξέλιξη του δείκτη πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας (REER) με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.

Ο δείκτης αυτός στην Ελλάδα βελτιώθηκε σημαντικά από το 2010 έως και το 2016. Η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα αποτυπώνεται στο Γράφημα 1, στο οποίο παρουσιάζεται η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα (με μπλε γραμμή) σε σχέση με την Ευρωζώνη (μπλε διακεκομμένη).

Η επιτευχθείσα προσαρμογή είναι μεγάλη. Η βελτίωση του δείκτη ανταγωνιστικότητας προήλθε αποκλειστικά από τη μείωση των μισθολογικών αμοιβών και όχι από τη βελτίωση στο μέτωπο της παραγωγικότητος.

Μικρή επιδείνωση παρουσίασε ο δείκτης το 2017, καθώς το κόστος εργασίας αυξήθηκε την περυσινή χρονιά. Η εξέλιξη αυτή, ωστόσο, δεν αποδίδεται στην αύξηση των μισθολογικών αμοιβών, καθώς οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό παρέμειναν αμετάβλητες (+0,1%), αλλά στην αύξηση του μη μισθολογικού κόστους.

Οι διαστάσεις της επιτευχθείσας προσαρμογής της τελευταίας οκταετίας είναι πραγματικά μεγάλες. Στο σημείο αυτό, ωστόσο, μπορούν να διατυπωθούν δύο επιφυλάξεις.

Πρώτον, η βελτίωση του δείκτη προήλθε αποκλειστικά από τη μείωση των μισθολογικών αμοιβών και όχι από τη βελτίωση στο μέτωπο της παραγωγικότητας. Δεύτερον, οι αυξημένες εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων οδηγούν σε αύξηση του κόστους εργασίας, προκαλώντας σταδιακά δυσχέρειες στην ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Αξίζει να αναλύσουμε έτι περαιτέρω τον πρώτο παράγοντα. Η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα, έχει επιδεινωθεί, καθώς η πτώση του ΑΕΠ στην περίοδο 2010-2017 ήταν μεγαλύτερη από τη μείωση της απασχολήσεως. Στην Ευρωζώνη, από την άλλη πλευρά, στην περίοδο 2010-2017 παρατηρείται βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας (γκρι διακεκομμένη γραμμή).

Μεταρρυθμίσεις στις Αγορές Αγαθών και Υπηρεσιών: Παραγωγικότητα και Άμεσες Ξένες Επενδύσεις

Παρά τις μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμοσθεί και αφορούν στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και προϊόντων, και κυρίως το άνοιγμα πολλών λεγόμενων κλειστών επαγγελμάτων, καθώς και την απλοποίηση και διευκόλυνση της ενάρξεως επιχειρηματικής δραστηριότητος, η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα σε χαμηλή θέση σε όρους παραγωγικότητας σε σχέση με τις λοιπές χώρες της Ευρωζώνης. Σημαντικοί περιορισμοί παρατηρούνται στο επιχειρηματικό περιβάλλον, καθώς και εμπόδια που αποτρέπουν την επιτάχυνση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, όπως αυτό έχει σχεδιασθεί.

Ο Δείκτης Περιορισμών στο Εμπόριο Υπηρεσιών του ΟΟΣΑ (OECD Service Trade Restrictiveness Index -STRI) αποτυπώνει τους περιορισμούς στο διεθνές εμπόριο υπηρεσιών λαμβάνοντας τιμές μεταξύ του 0 και 1, όπου το 0 αντιπροσωπεύει μία ανοικτή αγορά, ενώ η μονάδα μία απολύτως κλειστή αγορά υπηρεσιών.

Υπολογίζεται για 22 βασικούς κλάδους υπηρεσιών σε 44 χώρες. Ο συνολικός δείκτης για κάθε κλάδο υπηρεσιών αποτελείται από πέντε επιμέρους σύνθετους δείκτες, οι οποίοι ποσοτικοποιούν τα εμπόδια εισόδου στην αγορά, τους περιορισμούς στην μετακίνηση πολιτών, τα εμπόδια στον ανταγωνισμό, τη διαφάνεια κανονιστικού – ρυθμιστικού πλαισίου και λοιπά μέτρα διακρίσεως που επηρεάζουν την επιχειρηματική δραστηριότητα.

Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ (OECD, Economic Surveys-Greece, Απρίλιος 2018), στην Ελλάδα, ο δείκτης αυτός βρίσκεται το 2017 σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, για τους μισούς περίπου από τους 22 κλάδους υπηρεσιών, αντανακλώντας περισσότερους περιορισμούς.

Συγκριτικά η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερο επίπεδο σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών και των ταχυμεταφορικών υπηρεσιών, όπου ο δείκτης είναι χαμηλότερος από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.

Αντιθέτως, οι τομείς των νομικών υπηρεσιών, των θαλάσσιων μεταφορών και των κατασκευαστικών υπηρεσιών είναι αυτοί με τους περισσότερους περιορισμούς συγκριτικά με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.

Από την άλλη πλευρά, στο μέτωπο άρσεως των περιορισμών για την εισροή Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει λιγότερους περιορισμούς σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, όπως αποτυπώνεται στον Δείκτη Περιορισμών για τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (FDI Regulatory Restrictiveness Index) που καταρτίζεται από τον ΟΟΣΑ.

Ο δείκτης αυτός αποτυπώνει τους νομοθετημένους περιορισμούς σε 22 τομείς της οικονομίας και μετρά τέσσερις βασικούς τύπους περιορισμών στις άμεσες ξένες επενδύσεις αναφορικά με τη συμμετοχή των ξένων στο μετοχικό κεφάλαιο (foreign equity limitations), τους μηχανισμούς ελέγχου και εγκρίσεως (discriminatory screening or approval mechanisms), την απασχόληση προσωπικού από την αλλοδαπή και άλλους λειτουργικούς περιορισμούς.

Ο συνολικός δείκτης είναι ο μέσος όρος των βαθμολογιών των επιμέρους τομέων και λαμβάνει τιμές μεταξύ 0 και 1, όπου η μονάδα αντανακλά μια κλειστή αγορά.

Η ευνοϊκή θέση της Ελλάδος με βάση αυτόν τον δείκτη είναι κρίσιμης σημασίας δεδομένης της έντονης συρρικνώσεως της επενδυτικής δαπάνης στη διάρκεια της οικονομικής υφέσεως (από 24,5% του ΑΕΠ το 2007 στο 12,5% το 2017). Ως αποτέλεσμα, το απόθεμα του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας έχει εξασθενήσει σημαντικά και το ποσοστό αποσβέσεων υπερβαίνει το σχηματισμό παγίου κεφαλαίου.

Εξελίξεις στο Ισοζύγιο Εξωτερικών Πληρωμών

Το έλλειμμα του ισοζυγίου των αγαθών αυξήθηκε κατά 8,1% στο πρώτο εξάμηνο του 2018, έναντι επίσης σημαντικής αύξησης κατά 10,9% στο πρώτο εξάμηνο του 2017. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται κυρίως στη μεγέθυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο των καυσίμων, το οποίο αυξήθηκε κατά 27,4%, σε ετήσια βάση, στα €2,4 δισ. στο πρώτο εξάμηνο του 2018, από €1,836 δισ. στο πρώτο εξάμηνο του 2017. Η επιδείνωση αυτή οφείλεται κυρίως στην αύξηση της τιμής του πετρελαίου.

Θετική εξέλιξη αποτελεί η αύξηση των εξαγωγών αγαθών κατά 16,1%, σε ετήσια βάση, στο πρώτο εξάμηνο του 2018, έναντι αύξησης κατά 18,7% στο πρώτο εξάμηνο του 2017 (Πίνακας 1). Παράλληλα, οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 12,9%.

Η ενίσχυση της δραστηριότητας των εξαγωγικών επιχειρήσεων, αποτέλεσμα της βελτίωσης του ανταγωνισμού στα χρόνια της δημοσιονομικής προσαρμογής έχει οδηγήσει σε σημαντική ενίσχυση των εξαγωγών αγαθών.

Παράλληλα, οι εξαγωγές εκτός καυσίμων αυξήθηκαν κατά 13,7% (σε € 11,2 δισ.), σε ετήσια βάση, στο πρώτο εξάμηνο του 2018, ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές κατά 9,3% (σε € 18,8 δισ.). Η αυξητική τάση που επικρατεί στην τιμή του πετρελαίου και εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί μέχρι το τέλος του έτους, αναμένεται να έχει αρνητική επίδραση στο ισοζύγιο καυσίμων και ως εκ τούτου στο εμπορικό ισοζύγιο.

Το πλεόνασμα του ισοζυγίου των υπηρεσιών βελτιώθηκε σημαντικά, καθώς αυξήθηκε κατά 8% σε ετήσια βάση στο πρώτο εξάμηνο του 2018.

Η βελτίωση αποδίδεται στην αύξηση του πλεονάσματος του ταξιδιωτικού ισοζυγίου, κατά 19,5%, σε ετήσια βάση, στο πρώτο εξάμηνο του 2018, και δευτερευόντως στην αύξηση του πλεονάσματος στο ισοζύγιο μεταφορών (+3,8%).

Οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες αυξήθηκαν κατά 18,9% στο πρώτο εξάμηνο του 2018 και διαμορφώθηκαν στα €4,85 δισ., έναντι αύξησης κατά 6,2% στο πρώτο εξάμηνο του 2017.

Συνολικά ως προς την εξέλιξη των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, στο πρώτο εξάμηνο του 2018, παρατηρήθηκε άνοδος κατά 14,2% σε ετήσια βάση, ενώ η αξία των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών την ίδια περίοδο αυξήθηκε κατά 13,3%.

Παγκόσμια Οικονομία

Η δραματική πτώση της τουρκικής λίρας τις τελευταίες εβδομάδες έχει προκαλέσει αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ωστόσο αρκετοί επενδυτές εκτιμούν, ότι δεν είναι ικανή να προκαλέσει την επόμενη χρηματοοικονομική κρίση.

Οι ραγδαίες εξελίξεις στη χρηματαγορά της Τουρκίας συνέπεσαν χρονικά με μια περίοδο που οι επενδυτές είναι προβληματισμένοι για την κλιμάκωση των εμπορικών διαφορών, την αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ και τις οικονομικές προοπτικές της Κίνας.

Παράλληλα έχουν καταγραφεί εκροές επενδυτικών κεφαλαίων από τις αναδυόμενες οικονομίες, καθώς οι επενδυτές ανησυχούν ότι χώρες, οι οποίες αντιμετωπίζουν μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών όπως η Βραζιλία, η Νότια Αφρική και η Αργεντινή, θα δεχθούν ενδεχομένως παρόμοιες πιέσεις με αυτές της Τουρκίας.

Η Τουρκία αντιμετωπίζει μια συναλλαγματική κρίση τους τελευταίους πέντε μήνες, με κύριο χαρακτηριστικό την έντονη υποτίμηση του νομίσματός της έναντι του δολαρίου. Η κρίση ξεκίνησε με την ενίσχυση του δολαρίου και την αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ. Η άνοδος των επιτοκίων στις ΗΠΑ και η διασταλτική νομισματική πολιτική στην Τουρκία, είχαν ως αποτέλεσμα να απωλέσει την ελκυστικότητα της η επενδυτική στρατηγική, που περιλαμβάνει δανεισμό με χαμηλό επιτόκιο (δολάριο ΗΠΑ) και επενδυτικές τοποθετήσεις σε λίρα Τουρκίας που προσέφεραν υψηλότερο ποσοστό αποδόσεως (carry trade strategy).

Η επιτοκιακή διαφορά, ενθάρρυνε τους επενδυτές να περιορίσουν τις υψηλού κίνδυνου τοποθετήσεις τους στην Τουρκία, προκαλώντας την πτώση της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου. Έχοντας να αντιμετωπίσει τις πιέσεις του εθνικού της νομίσματος η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας (CBRT), αποφάσισε να ξεκινήσει την άνοδο των επιτοκίων της, στοχεύοντας στην επαναφορά των ξένων κεφαλαίων στην Τουρκία και τη στήριξη της συναλλαγματικής της ισοτιμίας. Σημειώνεται ότι η CBRT έχει αυξήσει τα επιτόκιά της από τον Απρίλιο, κατά 500 μονάδες βάσεως.

Εν γένει, η Τουρκία θεωρείται μία σχετικά ευάλωτη αναδυόμενη οικονομία. Μολονότι εξακολουθεί να έχει πολύ υψηλά ποσοστά αυξήσεως του ΑΕΠ (7,4% το 2017), υπάρχουν αρκετές αδυναμίες όπως ο υψηλός πληθωρισμός (Ιούλιος: 15,9%) και η ύπαρξη “δίδυμων ελλειμμάτων” τόσο σε δημοσιονομικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (Ιούνιος 2017 – Ιούνιος 2018: $57,4 δισ.).

Επιπροσθέτως, η χώρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισροές ξένων κεφαλαίων, καθιστώντας την επισφαλή σε μια “αλλαγή διαθέσεως” των επενδυτών.

Η οικονομία της Τουρκίας αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ η διεθνής έκθεση στον τραπεζικό τομέα της Τουρκίας είναι σχετικά μικρή. Οι τράπεζες της Ισπανίας είναι οι περισσότερο εκτεθειμένες, καθώς έχουν δανειακές απαιτήσεις περί τα $81 δισ., σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS).

Η έκθεση των τραπεζών της Ισπανίας στην Τουρκία ισοδυναμεί με το 6,2% του ΑΕΠ της Ισπανίας, μεγάλο τμήμα του οποίου οφείλεται στο μερίδιο που κατέχει μια τράπεζα της χώρας, στη δεύτερη μεγαλύτερη ιδιωτική τράπεζα της Τουρκίας. Το άμεσο πρόβλημα για τις τουρκικές τράπεζες είναι ότι πολλά από τα περιουσιακά τους στοιχεία, σχετίζονται με δάνεια σε ξένο νόμισμα.

Η σταδιακή εξασθένιση της αγοραστικής δυνάμεως της τουρκικής λίρας, έχει ως αποτέλεσμα τα συγκεκριμένα δάνεια να γίνονται ακριβότερα για τους δανειολήπτες (κυρίως επιχειρήσεις) προκαλώντας άνοδο του πιστωτικού κινδύνου και συνεπώς των επισφαλών απαιτήσεων. Ο δανεισμός των επιχειρήσεων σε ξένο νόμισμα, ο οποίος εκτιμάται περί το 40% του ΑΕΠ, καθίσταται τροχοπέδη της αναπτυξιακής διαδικασίας, εφόσον συνεχισθεί η εξασθένιση της τουρκικής λίρας.

Η διολίσθηση της τουρκικής λίρας έναντι κυρίως του δολαρίου ΗΠΑ, όπως επισημαίνει σε σχετική έκθεση του, το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (Global Macro Views: Turkey’s Sudden Stop Αυγ.21), είναι η μεγαλύτερη, συγκριτικά με προηγούμενες κρίσεις που έπληξαν τις αναδυόμενες οικονομίες.

Συγκεκριμένα, η λίρα έχει απωλέσει πάνω από το 60% της αξίας της έναντι του δολαρίου από την αρχή του έτους (Bloomberg Αυγ.21).

Η υποτίμηση της λίρας εκτιμάται ότι θα συμπιέσει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, καθώς θα περιορίσει τις εισαγωγές και θα ενισχύσει τις εξαγωγές.

Ο περιορισμός του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα συμβάλει στη συγκράτηση των απαιτήσεων για εξωτερική χρηματοδότηση, ωστόσο οι ανάγκες χρηματοδοτήσεως θα παραμείνουν σημαντικές εξαιτίας του εξωτερικού χρέους των επιχειρήσεων. Επισημαίνεται, ότι οι ανάγκες χρηματοδοτήσεως από το εξωτερικό για το υπόλοιπο του έτους και για το 2019 είναι σημαντικά υψηλές κυρίως λόγω αποπληρωμών ιδιωτικού χρέους.

Η Τουρκία καλείται να αντιμετωπίσει μια συγκυρία η οποία αποτελεί προϊόν τόσο οικονομικών, όσο και πολιτικών χειρισμών (βλέπε Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων 17 Αυγούστου).

Τα οικονομικά ζητήματα που καλείται να επιλύσει είναι αποτέλεσμα μιας νοοτροπίας για δημιουργία οικονομικής αναπτύξεως με κάθε κόστος, χωρίς να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στα αυξανόμενα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, στο επίπεδο του χρέους και στην επιτάχυνση του πληθωρισμού.

Προκειμένου να αντιμετωπισθεί με αποτελεσματικό τρόπο η οικονομική κρίση, οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων, θα πρέπει να εστιάσουν την προσοχή τους στην υπερθέρμανση της οικονομίας και στην έλλειψη ανεξαρτησίας της Κεντρικής Τραπέζης.

Η Τουρκία αποτελεί εστία ανησυχίας, αλλά όχι πανικού.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης