Η Ελλάδα παραμένει ένας από τους αδύναμους κρίκους στην ευρωζώνη, αλλά έχει κάνει πολλή πρόοδο από τα έτη της κρίσης, σημειώνει η Barclays σε νέα της έκθεση για τις πιθανές επιπτώσεις της επιδείνωσης της κατάστασης στην Ιταλία τη στιγμή που το ελληνικό μνημόνιο τελειώνει.

Όπως επισημαίνει, η Ελλάδα εμφάνισε θετική ανάπτυξη το 2017 μετά από χρόνια ύφεσης ή στασιμότητας, όπου το πραγματικό ΑΕΠ μεταξύ του 2008 και του 2017 είχε συρρικνωθεί κατά 25%.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Υπάρχει επίσης ανάκαμψη της εμπιστοσύνης ενώ το οικονομικό κλίμα βελτιώθηκε περαιτέρω τους πρώτους τέσσερις μήνες του έτους του 2018 με την προσδοκία της λήξης του ελληνικού προγράμματος και της επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές, ενώ οι κεφαλαιακοί έλεγχοι έχουν χαλαρώσει σταδιακά.

Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,8% σε τριμηνιαία βάση στο α’ τρίμηνο του 2018, σημειώνοντας αύξηση για πέμπτο συνεχόμενο τρίμηνο, κάτι που έχει να συμβεί από το 2006.

Επιπλέον, η δημοσιονομική επίδοση ήταν ισχυρότερη από τους στόχους του προγράμματος. Με την πραγματική ανάπτυξη κοντά στο 2%, ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος του 3,5% του ΑΕΠ για το τρέχον έτος φαίνεται εφικτός.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον λιγότερο από τρεις μήνες πριν την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος διάσωσης.

Εάν το ολοκληρώσει επιτυχώς, είναι πιθανό οι Ευρωπαίοι να συζητήσουν για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, φέρνοντάς το σε βιώσιμα επίπεδα.

Ωστόσο, όπως σημειώνει η Barclays, οποιαδήποτε ελάφρυνση του χρέους θα εξαρτάται από την εφαρμογή πολιτικών και θα γίνεται σταδιακά στο πλαίσιο της επιτήρησης μετά το πρόγραμμα.

Αλλά ακόμα και αν είναι σταδιακή και μόνο σε όρους καθαρής τρέχουσας αξίας, θα μπορούσε να αποτελέσει μεγάλη νίκη για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τις γενικές εκλογές να έχουν προγραμματιστεί για τον Σεπτέμβριο του 2019, αν και οι πρόωρες εκλογές δεν μπορούν να αποκλειστούν.

Η Τράπεζα της Ελλάδος πάντως εκτιμά ότι η επέκταση των ωριμάνσεων, η εξομάλυνση των πληρωμών τόκων και η μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% του ΑΕΠ (αντί του 3,5% του ΑΕΠ) μετά το 2020 θα έβαζε το χρέος σε βιώσιμη πορεία.

Στα αρνητικά για την Ελλάδα η Barclays τοποθετεί, πρώτον, τα πολύ υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών, παρά την ύπαρξη στρατηγικής εντός του προγράμματος για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) και του εξωδικαστικού μηχανισμού. Όπως τονίζει, τα NPEs παραμένουν στο 43% των συνολικών ανοιγμάτων.

Δεύτερον, μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο και χωρίς ένα νέο πρόγραμμα (π.χ προληπτική γραμμής στήριξης), το waiver της ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα δεν θα επεκταθεί, αυξάνοντας έτσι το κούρεμα που τους επιβάλλεται, ενώ θα μειώσει τη ρευστότητα και την κερδοφορία των τραπεζών.

Τρίτον, οι βελτιώσεις στα θεσμικά ζητήματα και τα θέματα διακυβέρνησης έχουν σταματήσει τα τελευταία δύο χρόνια.

Η Barclays αναρωτιέται, δεδομένων των παραπάνω, αν θα μπορέσει η Ελλάδα να επιβιώσει από πιθανές αναταραχές όταν θα έχει βγει από το πρόγραμμα. Μέχρι το τέλος του (που αναμένεται τον Αύγουστο), το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει να έχει συσσωρεύσει ρευστότητα ύψους 20 δισ. ευρώ, η οποία θα καλύψει τις ανάγκες χρηματοδότησης κατά τη διάρκεια του 2018-2019.

Επομένως, η ελληνική κυβέρνηση δεν αναμένεται να χρειαστεί ένα νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης μετά τον Αύγουστο του 2018.

Ωστόσο, η Ελλάδα θα παραμείνει υπό στενή παρακολούθηση και ενδεχομένως υπό ορούς και προϋποθέσεις, ενώ η μη προσφυγή σε προληπτική γραμμή, θα κρατήσει τα ελληνικά ομόλογα εκτός του προγράμματος αγορών της ΕΚΤ.

Με πληροφορίες Capital

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης