Δυόμισι μήνες μετά τις ιταλικές εκλογές στις 4 Μαρτίου δεν έχει καταστεί εφικτός ο σχηματισμός κυβέρνησης. Η οικονομία, ωστόσο, φαίνεται να τα πηγαίνει καλά μέχρι τώρα. Όμως, για πόσο ακόμη;

Στην Ιταλία λένε «Piove, governo ladro», δηλαδή «βρέχει, φταίει η κυβέρνηση». Πιο απλά, για όλα φταίει η κυβέρνηση. Αλλά τι συμβαίνει όταν δεν υπάρχει κυβέρνηση; Μάλλον, τίποτα. Ακόμη οι διεργασίες των πολιτικών κομμάτων δεν έχουν επίσημα ολοκληρωθεί, ωστόσο την προηγούμενη εβδομάδα ο πρόεδρος της χώρας Σέρτζιο Ματαρέλα είχε χαρακτηριστικά δηλώσει ότι «αυτή η νομοθετική περίοδος έληξε πριν καν ξεκινήσει». Τυπικά βέβαια μέχρι στιγμής τις τύχες της χώρας διαχειρίζεται ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός Πάολο Τζεντιλόνι. Και υπάρχουν πράγματι αρκετά θέματα που πρέπει να διευθετήσει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τουλάχιστον όμως ο κλάδος της οικονομίας δεν δείχνει να επηρεάζεται σοβαρά από όλες αυτές τις πολιτικές περιπέτειες. Η οικονομική ανάπτυξη στη χώρα το 2017 ανήλθε στο 1,5%, ένα διόλου άσχημο ποσοστό, μιας και είναι το υψηλότερο της τελευταίας επταετίας στην Ιταλία και ενώ την ίδια στιγμή ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη κυμαίνεται στο 2,4%. Οι εξαγωγές επίσης αυξήθηκαν κατά 7,5%, ενώ θετική είναι και η εικόνα που καταγράφει το χρηματιστήριο του Μιλάνου, όπου πέρυσι σημειώθηκαν 40 δημόσιες εγγραφές και εφέτος ήδη 50. Ακόμη και το περίφημο υψηλό δημόσιο χρέος της Ιταλίας υποχώρησε λίγο, για πρώτη φορά εδώ και 10 χρόνια (αλλά εξακολουθεί να ανέρχεται στο 132% του ΑΕΠ). Eπίσης, και το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας ήταν χαμηλότερο από το προβλεπόμενο κατά 1,9%.

Δομικές αδυναμίες

Αλλά τα φαινόμενα ίσως απατούν. Κάτω από την επιφάνεια εγκυμονούν κίνδυνοι στην πραγματική «economia italiana», κίνδυνοι που αφορούν και την Ευρώπη. Αυτό τουλάχιστον διαφαίνεται από την τελευταία ετήσια έκθεση του ΔΝΤ για την ιταλική οικονομία. Μολονότι το Ταμείο αναγνωρίζει ότι η ιταλική οικονομία ανακάμπτει και ότι τα ποσοστά ανεργίας και χρέους έχουν μειωθεί, παρατηρεί στη συνέχεια ότι η ιταλική ανάπτυξη παραμένει σε συγκρατημένα επίπεδα, αν λάβει κάποιος υπ’ όψιν τις εξαιρετικά ευνοϊκές νομισματικές και δημοσιονομικές συνθήκες στην Ευρωζώνη. Επίσης, όπως σημειώνει το ΔΝΤ, η Ιταλία εξακολουθεί να υστερεί έναντι των ανταγωνιστών της στη ζώνη του ευρώ εξαιτίας δομικών και δημοσιονομικών αδυναμιών. Σύμφωνα με τον Αλεσάντρο Ρονκάλια, καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, εάν δεν αλλάξουν οι συνθήκες μέχρι το 2031, δεν ενδέχεται να επιστρέψει η χώρα στα επίπεδα που βρισκόταν η οικονομία της πριν από τη μεγάλη κρίση του 2008. Αυτές οι συνθήκες αφορούν σε τρία βασικά πεδία: το δημόσιο χρέος, την παραγωγικότητα και τη μείωση του χάσματος μεταξύ Βορρά και Νότου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Βορράς και Νότος, δύο κόσμοι

Το χάσμα μεταξύ εκβιομηχανισμένου ιταλικού Βορρά και ασθενούς οικονομικά Νότου συνεχίζει να υφίσταται. Όπως έγραψε πρόσφατα το γερμανικό περιοδικό «Wirtschaftswoche», υπάρχουν περιοχές στη βόρεια Ιταλία, όπως το Μιλάνο, η Βενετία ή η Μπολόνια, που με το επιχειρηματικό τοπίο που διαθέτουν μπορούν να συμβαδίσουν με την υπόλοιπη Ευρώπη. Από την άλλη, η «Süddeutsche Zeitung» του Μονάχου σε ειδική έκθεση είχε κατατάξει τη Σικελία στην 237η θέση από πλευράς ανταγωνιστικότητας σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές περιφέρειες. Επίσης, οι περιοχές της νότιας Ιταλίας, του λεγόμενου «mezzogiorno», έχουν πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας. Μάλιστα, στις τέσσερις ευρωπαϊκές περιοχές με το υψηλότερο ποσοστό νεανικής ανεργίας οι τρεις είναι ιταλικές: η Καλαβρία με περίπου 58%, η Σικελία με σχεδόν 57% και η Σαρδηνία με πάνω από 56%. Αυτά τα ποσοστά σχετικοποιούν το χαμηλό ποσοστό ανεργίας που καταγράφει η Ιταλία, το οποίο ανέρχεται μόλις στο 10,2%. Ωστόσο, νέες θέσεις εργασίας δεν δημιουργούνται όσο η παραγωγικότητα δεν αυξάνεται, ενώ ταυτόχρονα σε πολλές περιοχές η υπάρχουσα βιομηχανική παραγωγή εξασθενεί. Ειδικά στη νότια Ιταλία η τοπική οικονομία συρρικνώθηκε μεταξύ 2001 και 2016 κατά 7,2%.

Αυτό ίσως εξηγεί και γιατί στον ιταλικό Νότο έχουν τόση επιτυχία οι λαϊκιστές των Πέντε Αστέρων. Ο επικεφαλής τους Λουίτζι ντι Μάιο κατάγεται από το Πομιλιάνο ντ΄ Άκρο, κοντά στη Νάπολη. Η περιοχή αυτή ανέδειξε πρώτον σε ψήφους τον Ντι Μάιο, ο οποίος προεκλογικά έταξε να πατάξει τη διαφθορά αλλά και να διασφαλίσει για όλους τους πολίτες ένα βασικό, ελάχιστο εισόδημα αξιοπρεπούς διαβίωσης –σε μια χώρα όπου τα επιδόματα ανεργίας αλλά και το κοινωνικό κράτος δεν λειτουργούν στην πράξη αποτελεσματικά. Ωστόσο και η λύση που προτείνει ο Ντι Μάιο, κρίνεται από ειδικούς ως ακατάλληλη δεδομένου ότι η Ιταλία υπό την παρούσα οικονομική της κατάσταση δεν μπορεί να στηρίξει το επιπρόσθετο οικονομικό βάρος της διασφάλισης ενός τέτοιου εισοδήματος. Αυτό θα προστίθετο απλά στα ήδη υπάρχοντα χρέη της χώρας.

Πηγή: Deutsche Welle

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης