Ο Μίλτος Γ. Λιδωρίκης υπήρξε μια εξέχουσα μορφή του ελληνικού θεάτρου. Ήταν το πρόσωπο που όχι μόνο συνέβαλε στον εκσυγχρονισμό του, αλλά και σφράγισε την ανάπτυξή του με τη θερμή του συμμετοχή του σε θεσμούς, οι οποίοι θεμελίωσαν ποικιλοτρόπως τη δράση και την παρουσία του.
 
Ο Μίλτος Α. Λιδωρίκης είναι ο εγγονός του – πολυσυζητημένου στην εποχή του – θεατρικού συγγραφέα και ο γιος του Αλέκου Λιδωρίκη, που υπήρξε επίσης πολύ γνωστός θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Το βιβλίο του «Μίλτος Γ. Λιδωρίκης. Ο εύζωνας, ο Ρουμελιώτης, ο Αθηναίος, ο θεατράνθρωπος» (κυκλοφορεί με επιμέλεια του Αλέκου Μ. Λιδωρίκη) είναι ένα αφιέρωμα μνήμης στον παππού του, ο οποίος μεσουράνησε επί πολλές δεκαετίες στο αθηναϊκό θέατρο, αποσπώντας μόνο θαυμασμό και επαίνους: από δημοσιογράφους, κριτικούς, σκηνοθέτες και ηθοποιούς.

Για τον Μίλτο Γ. Λιδωρίκη κυκλοφορεί κι ένα άλλο βιβλίο: το «Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ» (εκδόσεις Polaris), ένα χρονικό που είναι αντλημένο από τα αρχεία της οικογένειας Λιδωρίκη και έχει εικονογραφηθεί με φωτογραφίες και σκίτσα της εποχής (τον πρόλογο έχει γράψει ο Γιώργος Χατζηδάκης).

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αν σε αυτό το βιβλίο κυριαρχούν οι αναμνήσεις του Μίλτου Γ. Λιδωρίκη για την Αθήνα, στην αφήγηση του εγγονού του το βάρος πέφτει στην πολυετή θεατρική του διαδρομή: από την παράσταση του πρώτου έργου του, του τρίπρακτου «Ιουλία», στο θέατρο «Ομόνοια», το καλοκαίρι του 1898, μέχρι τον εορτασμό για τα σαραντάχρονα της θεατρικής του δραστηριότητας στα τέλη της δεκαετίας του 1930.
Όταν το 1901 ανοίγει το «Βασιλικόν Θέατρον», ο Λιδωρίκης αρχίζει να μεταφράζει Γάλλους θεατρικούς συγγραφείς, για να συνεχίσει αργότερα με διασκευές ταινιών, λιμπρέτα της όπερας και επιθεωρήσεις (ανάμεσά τους το αλησμόνητο «Ξιφίρ Φαλέρ»).

Στις 15 Δεκεμβρίου 1918 εγκρίνεται το καταστατικό της Εταιρείας Ελληνικού Θεάτρου (ΕΕΘ) το οποίο υπογράφουν ο βασιλιάς Αλέξανδρος και ο Εμμανουήλ Ρέπουλης, υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Βενιζέλου. Η ΕΕΘ ίδρυσε και Θεατρική Σχολή ενώ η εναρκτήρια παράστασή της ήταν ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, ένας θρίαμβος για τον Φώτο Πολίτη που ήταν ο μεταφραστής και ο σκηνοθέτης, αλλά και για τον Αιμίλιο Βεάκη, που ενσάρκωσε τον ρόλο του Οιδίποδα.

Τον Οκτώβριο του 1919 η ΕΕΘ ανέλαβε την πρωτοβουλία για μια μεγάλη περιοδεία πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και μετά στην Αίγυπτο (Κάιρο και Πορτ Σάιντ). Ο Εθνικός Διχασμός είχε ξεσπάσει και ήταν ολοφάνερος και στη θεατρική σκηνή, όπου πρωταγωνιστούσαν η φιλοβενιζελική Κυβέλη και η φιλοβασιλική Μαρία Κοτοπούλη. Οι οικονομικές δυσκολίες για την ΕΕΘ έρχονται μετά τη λήξη της περιοδείας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο Λιδωρίκης κατάφερε να αποσπάσει κρατική επιχορήγηση, αλλά το γεγονός δεν απέτρεψε την οικονομική συρρίκνωση με αποτέλεσμα η τελευταία παράσταση να δοθεί τον Σεπτέμβριο του 1920 στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού με τους «Πέρσες» του Αισχύλου, που παρακολούθησαν ο βασιλιάς και ο Βενιζέλος σε σκηνοθεσία του Λιδωρίκη.

Ο Λιδωρίκης θα διοριστεί εν συνεχεία, εν έτει 1932, προσωπάρχης του Εθνικού Θεάτρου με γενικό διευθυντή τον Γιάννη Μπαστιά και με την αγαστή τους συνεργασία να φτάνει μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή. Η συνεισφορά του Εθνικού επί Κατοχής είναι το ανέβασμα πέντε αρχαίων τραγωδιών που στέλνουν το μήνυμα ότι η Αθήνα αντιστέκεται και προσδοκά την απελευθέρωση. Κάτι εξόχως σημαντικό για τη βαριά και εξαιρετικά αποκαρδιωτική ατμόσφαιρα της περιόδου.

Αυτός ήταν ο θεατρικός του θρίαμβος και κατ’ αυτόν τον τρόπο χάραξε τη γραμμή του ο Μίλτος Γ. Λιδωρίκης, που ανάμεσα σε άλλα καθιέρωσε το σαλόν φερμέ, την κλειστή θεατρική σκηνή, η οποία δεν είχε πια ανάγκη τη στενόχωρη σκηνογραφία της παλαιότερης εποχής, ανοίγοντας τον δρόμο για μια εντελώς καινούργια όχι μόνο σκηνογραφική, αλλά και σκηνοθετική αντίληψη. Κι όταν έφτασε το βιολογικό τέλος, ο Λιδωρίκης έφυγε πλήρης ημερών, έχοντας ολοκληρώσει την πορεία του στη ζωή και την τέχνη. Πορεία που ανακινεί τώρα με ολοζώντανα χρώματα η αφήγηση του εγγονού του.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης