Του Νίκου Ξένιου

Το ταξίδι στην Ελλάδα του Δημήτρη Νόλλα είναι το πρώτο μέρος της μυθιστορηματικής τριλογίας «Δύσκολοι καιροί», που καλύπτει εβδομήντα χρόνια νεοελληνικής ιστορίας. Η τριλογία συνεχίζεται με το Μάρμαρα στη μέση στα τέλη του περασμένου αιώνα, ενώ το τρίτο μέρος Ο κήπος στις φλόγες, φτάνει ως σήμερα. «Μερικοί από τους χαρακτήρες πηγαινοέρχονται από το ένα βιβλίο στο άλλο, όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι ενόσω είναι ακόμη ζωντανοί», λέει ο συγγραφέας χαρακτηριστικά. Τα τρία βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Ίκαρος», με πολύ φροντισμένα συμβολικά εξώφυλλα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μια ιδιοπρόσωπη, ηττημένη Ελλάδα

Ο Αρίστος θα κάνει μια πρώτη, οδυνηρή αποτίμηση της νεοελληνικής κρίσης αξιών στο στάδιο της γένεσής της: η αφήγηση εκτυλίσσεται μετά από τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963, λίγο μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, με τους παρακρατικούς, τους χαφιέδες και τους ασφαλίτες να δρουν ακόμη.

Μια αποσπασματική, θραυσματική και, κατά σημεία, ιδεοληπτική αντίληψη περί ελληνικότητας κινεί τους κεντρικούς ήρωες στο Ταξίδι στην Ελλάδα. Ο εικοσιπεντάχρονος Αρίστος Καμπάνης, «γενικών καθηκόντων και βοηθός κάποιου Καραμάνογλου στη λαχαναγορά του Μονάχου», είναι ένας ρέμπελος σπουδαστής που επιστρέφει από τη Γερμανία, συνταξιδεύοντας με την πενηντάχρονη Χρυσάνθη από την Πτολεμαϊδα, μετανάστρια στη Γερμανία από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Αρίστος θα κάνει μια πρώτη, οδυνηρή αποτίμηση της νεοελληνικής κρίσης αξιών στο στάδιο της γένεσής της: η αφήγηση εκτυλίσσεται μετά από τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963, λίγο μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, με τους παρακρατικούς, τους χαφιέδες και τους ασφαλίτες να δρουν ακόμη. Ο αφηγητής του 1963 μπορεί, επειδή έτσι επιθυμεί ο δημιουργός, να έχει ευρύ έλεγχο των μελλούμενων, και όχι μόνον των τεκταινομένων στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στη Θεσσαλονίκη ο Αρίστος θα συναντήσει τον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερο αδερφό του Βάιο, ο οποίος του έστελνε τα εμβάσματα που του επέτρεψαν να ζήσει περίπου ως ρέμπελος στο εξωτερικό για τρία χρόνια. Στην εξασφάλιση των χρημάτων της διαβίωσής του εμπλέκεται το «σκουλήκι» ενεχυροδανειστής Πίζας από την Τραπεζούντα του Πόντου. Το ζήτημα μετατίθεται στην «τακτοποίηση» των κληρονομικών και συναισθηματικών εκκρεμοτήτων ανάμεσα στον Αρίστο και τον αδερφό του, αυτούς τους σύγχρονους Ετεοκλή και Πολυνείκη με τους γκρίζους κροτάφους που διαπιστώνουν το αδιέξοδο στην απόπειρά τους να επικοινωνήσουν και αφήνουν ανυπεράσπιστο το έδαφος στις κερδοφόρες ορέξεις του άπληστου ενεχυροδανειστή. Σε ένα ύποπτο χαμαιτυπείο μεγάλων διαστάσεων, όπου συχνάζει και συναλλάσσεται ο ανδρικός πληθυσμός της πόλης, κινεί την κεκαλυμμένη ομοφυλοφιλία του ο χωροφύλακας Τρύφων, που εντέλλεται να του εκδώσει νέο διαβατήριο με ανταλλάγματα και εκβιασμούς.

Η εξαφάνιση της Χρυσάνθης θα γίνει έμμονη ιδέα στον Αρίστο, που θα την υποκαταστήσει εμπλεκόμενος ερωτικά με την αδερφή της. Η διαρκώς απούσα και αδικαιολογήτως εξαφανισθείσα Χρυσάνθη θα είναι το πρόσχημα, λεκτικό και ιστορικό, αφηγηματικό και πραγματολογικό, για την κινητοποίηση της αυτοσυνειδησίας του Αρίστου (βλ. απόσπασμα στο τέλος). Τέλος, σε μια παρέμβλητη αφήγηση, θα αναζητήσει τον Αποστόλη, πρώην αρραβωνιαστικό της Χρυσάνθης: η αυτομόληση του Αποστόλη στα Δεκεμβριανά και η ανάκρισή του από τον αμοραλιστή λοχαγό του Εθνικού Στρατού εντάσσονται στην προσπάθεια φιλοτέχνησης μιας ιδιότυπης εκδοχής της «αέναης επιστροφής» (éternel rétour) στα γενέθλια χώματα, μοτίβου που διατρέχει όλη τη μυθιστορηματική τριλογία.

Σε πρώτη ανάγνωση, η συνεχής επικαιροποίηση και αναφορά στην αθλιότητα των «παπανδρεϊκών» χρόνων (οι μεταπράτες, οι αεριτζήδες, οι λαοπλάνοι, οι πήξε, οι δείξε…) μοιάζει περιττή πολιτικολογία, όμως γρήγορα εντάσσεται στη χορεία των εξωκειμενικών σχολίων του Νόλλα.

Το δεύτερο μέρος του ταξιδιού

Ο παροντικός αφηγητής Νόλλας του 2015 δεν καταβάλλει την παραμικρή προσπάθεια να καλυφθεί πίσω από τους επινοημένους χαρακτήρες του, αλλά «μπαινοβγαίνει» στο κείμενο, διευκρινίζοντας κάθε τόσο με εξωκειμενικά σχόλια πως τα πρόσωπά του δεν είναι παρά προσωπεία.

Το δεύτερο βιβλίο (Μάρμαρα στη μέση) διαδραματίζεται στο Μύνστερ της Γερμανίας. Εδώ οι «εταίροι» Ελληνες διαπραγματεύονται τα μάρμαρά τους επί ίσοις όροις με τους Ευρωπαίους του τέλους του εικοστού αιώνα. Το «μοιραίο, το τυχαίο, το όπως-θέλεις-πέστο», το παρέμβλητο στοιχείο που αποδίδει μυθιστορηματικά την έννοια της νόθευσης, της καταδολίευσης, της φενάκης των υποσχέσεων χωρίς αντίκρισμα, της κιβδηλοποίησης της ελληνικότητας, είναι το προς εξόρυξιν και εκμετάλλευσιν μάρμαρο, που παραπέμπει απευθείας στον Μακρυγιάννη. Η ποταπή χρηματική συναλλαγή αντιπαρατίθεται, σε chiarroschurro, στη λάμψη και την καθαρότητα του υλικού της γλυπτικής των σπουδαίων κλασικών έργων, ενός υλικού οικοδόμησης του πολιτισμού που τώρα γίνεται απλώς απείκασμα μιας ασαφούς πολιτιστικής ρίζας και αντικείμενο αγοραπωλησίας.

Το βιβλίο ξεκινά με μια σαρκαστική απολογία του Δημήτρη Νόλλα σχετικά με τις αιτιάσεις για έλλειψη αληθοφάνειας και ρεαλισμού από το πρώτο βιβλίο. Σαν άλλος Θεόφιλος, ο Νόλλας φιλοτεχνεί ένα λαϊκής τεχνοτροπίας φρέσκο στον τοίχο του κελλαριού «Αερόστατο» (βλ. αποσπάσματα στο τέλος).

Ο παροντικός αφηγητής Νόλλας του 2015 δεν καταβάλλει την παραμικρή προσπάθεια να καλυφθεί πίσω από τους επινοημένους χαρακτήρες του, αλλά «μπαινοβγαίνει» στο κείμενο, διευκρινίζοντας κάθε τόσο με εξωκειμενικά σχόλια πως τα πρόσωπά του δεν είναι παρά προσωπεία. Πως οι χαρακτήρες των ηρώων του συνθέτουν έναν αγγελοπουλικό θίασο αλληλοεξόντωσης. Και, ενώ η μικρή φόρμα αναδύεται πίσω από τη στρουκτούρα της γραφής του, το συγκεκριμένο θέμα επιβάλλει το εκτενές της σύνθεσης ενός μυθιστορήματος, γιατί όλο και κάποιες υπόγειες «διασυνδέσεις» αποκαλύπτονται, ανάμεσα σε κινήματα άλλων εποχών ή ενάντια σε αυταρχικές πολιτικές δομές άλλων εποχών, και στο σήμερα, με φυσική έκβαση την αποκάλυψη μιας μοναδικής, ιδιοσυγκρασιακής «σφραγίδας» του Έλληνα: της ζωτικής, ιερής ανάγκης για προσωπική ελευθερία, που συχνά συγχέεται με την προσωπική ασυδοσία και την τάση για εμφύλια σύρραξη.

Είναι χαρακτηριστική η επίκληση του βιβλίου 999 που έχει συγγράψει ένας άλλος Αρίστος, επίσης είναι χαρακτηριστικός ο επίμεικτος πολιτιστικός ορίζοντας της Ουρανίας, μιας άλλης εκδοχής της Χρυσάνθης του πρώτου μέρους. Η φράση της Ουρανίας «εμένα δικιά μου πατρίδα είναι ο Χριστός» εδώ αντικαθίσταται από τη θεοποίηση του χρήματος, του Μαμμωνά που κυριαρχεί στις ανθρώπινες συνειδήσεις. Η επιστροφή του ασώτου στα πατρογονικά κτήματα γίνεται πάλι άξονας της εξιστόρησης, με τη διαφορά ότι εδώ ο συγγραφέας απευθύνεται στον αναγνώστη του με μεγαλύτερη οικειότητα και λιγότερο διδακτισμό.

Ανάλωση στη φωτιά

Ο μόνιμος υπαινιγμός του δημιουργού είναι το πυρ είναι η αναντικατάστατη έκβαση και μοναδική λυτρωτική συνθήκη εξόδου από τα σύγχρονα Σόδομα και Γόμορρα της ολοκληρωτικής εκποίησης του αξιακού συστήματος των Νεοελλήνων.

Το τρίτο μέρος της τριλογίας ανοίγει και κλείνει με μια εικόνα πυρκαγιάς. Ο Μιχάλης συνοδοιπορεί, στην περιοχή Άνω Γλυφάδας, με μια χορεία θυμάτων της οικονομικής κρίσης, Έλληνες και αλλοδαπούς, δικαιώνοντας την πεποίθηση του Νόλλα πως Nummus vincat, Nummus imperat universis , σε ένα αττικό τοπίο με φόντο τον Σαρωνικό όπου κάποτε έλαμψαν τα ανθρωπιστικά ιδεώδη εν τη γενέσει τους. Είναι χαρακτηριστικό το πώς η οραματική σύλληψη του τέλους απαρτιώνεται με ένα πυρ λυτρωτικό, απ’ όπου, ως άλλος Λωτ με τη γυναίκα του, διασώζονται ένας αρχετυπικός άνδρας, μια αρχετυπική γυναίκα και ένα παιδί. Ο μόνιμος υπαινιγμός του δημιουργού είναι ότι το πυρ είναι η αναντικατάστατη έκβαση και μοναδική λυτρωτική συνθήκη εξόδου από τα σύγχρονα Σόδομα και Γόμορρα της ολοκληρωτικής εκποίησης του αξιακού συστήματος των Νεοελλήνων. Ο αναγνώστης μένει κοκκαλωμένος, πραγματική «στήλη άλατος».

Φίλοι φιλόλογοι, κριτικοί και αναλυτές βρίσκουν συγγένειες του Νόλλα προς τον Δημήτρη Χατζή.

Ωστόσο, υφολογικά, και ως προς την περίπλοκη σύνταξη των προτάσεών του, θεωρώ ότι το κείμενο προσιδιάζει προς το πρότυπο του Θράσου Καστανάκη, που παρουσίασε τις δύο ανθρώπινες φυλές, αυτή που οδηγείται από τα συμφέροντα και τις φιλοδοξίες της και εκείνη που σέρνεται από τα ένστικτα της. Επιπλέον, κοινό του σημείο με τον Καστανάκη είναι η ικανότητά του να πλάθει λαϊκά πρόσωπα, που έχουν ενσωματώσει κάποιαν «γνήσια εκδοχή» ελληνικότητας [3]. Πατερικά κείμενα, μυθολογία λαϊκή και αστική, μνήμες από τον Παπαδιαμάντη και τον Κοραή, δημοτικά τραγούδια όπως το «Πέντε Έλληνες στον Άδη», μνήμες συγγραφέων (Πεντζίκης, Χειμωνάς, Σκαμπαρδώνης, Κοροβίνης, Ιωάννου κ.ά.), εικόνες ανάκατες που έχει ο μετανάστης από τον χρόνο της απουσίας που «είχε τεντωθεί εντός του», αποκαλύπτοντας αγεφύρωτα χάσματα, ζητήματα που λειτουργούν ως παράγοντες αφύπνισης του Αρίστου στο Ταξίδι στην Ελλάδα, που έως το αφηγηματικό παρόν κινούσε τη ζωή του με ορόσημο την καιροσκοπική ηθική του «όπου με βγάλει» (δοσμένη ειρωνικά σε λατινικούς χαρακτήρες).
Δεν είναι τυχαίο πως ο κύριος Νόλλας εσκεμμένα εγκαταλείπει πλείστες όσες προτάσεις στο έλεος της ρηματικής βαρύτητας που φέρουν οι μετοχές, κλείνοντάς τες με μια πρόωρη τελεία. Πώς εναλλάσσει τον ιστορικό αφηγηματικό χρόνο με αιφνίδιους ενεστώτες, συμβάλλοντας στην ενάργεια της εικονοπλασίας. Πώς επιστρατεύει, συχνά, την ακραιφνή ποίηση. Έτσι, είναι περιττό και άστοχο να αιτιάται κανείς τους ήρωές του για «συναισθηματική αστάθεια», για τον απλούστατο λόγο ότι ο συγγραφέας σεμνύνεται να υποκαθιστά σε πολλαπλές στρωματώσεις την παντοδύναμη συνείδηση και προσωπική του ηθική με τις χαοτικές σκέψεις, τα αντιφατικά σχέδια, τις απονενοημένες κινήσεις, πυρετώδεις εμφανίσεις και φλογερές εξαφανίσεις των προσώπων του.

* Η κεντρική φωτογραφία είναι του Κωνσταντίνου Πίττα.

Αποσπάσματα από την τριλογία

«…Ίδια μοίρα μ’ εκείνη της Χρυσάνθης είχαν εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες άλλοι άνθρωποι, που βρέθηκαν εκείνη τη φονική δεκαετία στη λάθος πλευρά, όταν ηττήθηκαν οι εξεγερμένοι αντάρτες, καθώς τους ήταν αδύνατον να επιστρέψουν για να προστατέψουν το βιός τους, χωρίς να κινδυνέψουν να συλληφθούν και ίσως να εκτελεστούν, έχοντας τελεσίδικες καταδίκες στην πλάτη τους. Και μ΄ αυτόν τον τρόπο οι συγγενείς τους, τ΄αδέλφια τους και τα ξαδέλφια, ακόμη και οι γείτονες και μακρινά τους σόγια, οδηγημένοι από το πάθος της ζήλιας, του μίσους και της αρπαγής, έσπευδαν να τους κηρύξουν εξαφανισμένους για να μπορέσουν στη συνέχεια να βάλουν στο χέρι λίγα μέτρα γης ή πολλά, (…), για να περάσουν στην κυριότητα αυτών που είχαν επιλέξει να μείνουν στον τόπο τους και στην πλευρά των νικητών». («Tαξίδι στην Ελλάδα», σελ. 131)

Γ. «Παρ’ όλη την πυκνή βλάστηση που φόρτιζε τη μαύρη διάθεση ουρανού και γης, ο ζωγράφος κατά τόπους είχε βάλει χρώματα ζεστά να σκάνε εδώ κι εκεί, μικρά σημάδια κίτρινα και πορτοκαλιά. Στη βάση αυτού του τμήματος, το οποίο έμοιαζε να σηρίζει το παράθυρο, ήταν ζωγραφισμένο ένα πλήθος ανθρώπων κάθε λογής, για τα επαγγέλματα των οποίων μαρτυρούσαν τα εργαλεία που κράδαιναν (…)

Ένα θορυβώδες μελίσσι θεατών, χειροτέχνες και χειρώνακτες, κλέφτες, πόρνες και ζητιάνοι, ανάμεσα σε μίμους αλλά και κρανοφόρους στρατιώτες που ύψωναν τα ξίφη τους (…) Ξίφη, δόρατα και πιρούνες αναδύονταν μέσα απ’αυτόν τον όχλο και σείονταν πάνω απ’τα κεφάλια τους, όπως ένα σμάρι αρπακτικά πάνω από τον μαύρο κάμπο (…) Η εξεγερμένη μάζα έχει ανοίξει στα δύο και στο κέντρο της προβάλλουν μια λαμπροφορεμένη γυναικεία μορφή με το αυτοκρατορικό διάδημα στο κεφάλι, που κρατάει το παιδί της απ’το χέρι, και ένας πάνοπλος λεβέντης στρατηλάτης (…) Η μάζα διχάζεται αναποφάσιστη ανάμεσα στην Άννα Παλαιολογίνα και στον στασιαστή Ιωάννη Καντακουζηνό…» («Μάρμαρα στη μέση», σελ. 10-14)

«Απορούν και εξίστανται μόνον οι αδαείς, εκείνοι που αγνοούν πως πίσω από όλους αυτούς τους χαρακτήρες και τα χρώματα των εικόνων στέκει ένας δημιουργός, υπεύθυνος για όλους και για όλα, για ό,τι είναι και ό,τι δεν είναι. (…) πως τα πάντα έχουν ιστορηθεί κατ’ εικόνα του δημιουργού τους. Όλα τους είναι κατ’ εικόνα και ομοίωσίν του, συμπεριλαμβανομένων και των αναγνωστών, αλλά και των φιλοτέχνων. Έτσι, είναι δυνατόν και απολύτως νόμιμο, ανάλογα με το σχέδιο του δημιουργού τους, ένας μερακλωμένος βαρκάρης σαν τον Αντώνη τον Σερέτη, όπως και μια ενθουσιώδης κομμώτρια σαν τη Σούλα ή ένας αγροίκος βουνίσιος που τονε λένε Γύγη, αναδυόμενοι κάτω από ένα βουνό σκουπίδια, να μπορούν ενίοτε να εκφράζονται και σαν εκλεπτυσμένοι διανοούμενοι, αδιαφορώντας για την αληθοφάνεια και τον ανθρωποφάγο ρεαλισμό». («Ο κήπος στις φλόγες»)

Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης