Τα πρώτα χρόνια έρχονταν γράμματα άφθονα, εκτενή, ζεστά, αυθόρμητα, αγαπητά, όσο απαίσια να ‘ταν κείνα που ιστορούσανε, γράμματα με πένα και μελάνι. Το μολύβι έγραφε και το χαρτί μιλούσε «Μ’ αγάπη πάντα». Υπάρχει περίπτωση κάποιος να καταλάβει … Κι όπως έγραφε ο Φώτος Πολίτης: «… για να είσαι πλέρια εξελιγμένος άνθρωπος πρέπει να θέλεις την γυναίκα δίπλα σου, χειραφετημένη, να βρίσκεις τους οικογενειακούς δεσμούς τυραννικούς, να αρνιέσαι τον Θεό και να καταφρονάς κάθε παράδοση• να δέχεσαι πως η ύλη κυβερνά το νου και να ‘χεις την ιδέα πως η ελληνική επανάσταση ήταν κίνημα αστικό. Με τέτοια καραγκιοζιλίκια παίρνει χρώμα η επανάσταση (… η όποια) εδώ και συγχρονίζεται».

Γράφω για όλα αυτά κι ίσως ο βεδουίνος της ερήμου να με καταλάβει. Στη ρίζα της τάδε φοινικιάς τρέχει νερό, δεν θα πεθάνει από δίψα. Τους λείπω ακόμα, ζω αλλά με τον καιρό οι επιστολές αραιώνουν. Με τον καιρό αδυνατίζει σιγά-σιγά ο σωρός των επιστολών. Ίσως με ξεχάσανε. Ίσως με έχουν θάψει ζωντανό. Partir c’ est mourir un peu. Μόνο που δεν πεθαίνεις λίγο, πεθαίνεις για καλά, οριστικά, μπορείς μάλιστα να δεις στο σημείο που πνίγηκες. Σήμερα τα πάθη του Οδυσσέα δεν έχουν ανάσταση. Όπως σ’ ένα δοκίμιο, ο κώδικας της αλληλογραφίας (συντομία, χάρις «αφού ένα γράμμα ακαλλώπιστο είναι άχαρο και «ηδονής εκτός», η φυσικότητα, το εγγυτάτω του κατά φύσιν». Κι εδώ γεννιέται η συντροφικότητα του τσιγάρου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Για το οποίο τσιγάρο υπάρχουν αναφορές και στον Καρούζο και στον Γιάννη Βαρβέρη στα ποιήματα «Το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία», «Ενυδρείο καπνού») ο «Καπνιστής» της Αγγελικής Ελευθερίου, το «Ζυγίζομαι μ’ ένα τσιγάρο αναμμένο» του Χριστόφορου Λιοντάκη. Το τσιγάρο λοιπόν.

Την ομορφιά του μετά το φαγητό, την συντροφιά του στην στενοχώρια, στο ξενύχτι, την καθαρότητα της σκέψης, την αχλή με την οποία τυλίγει πρόσωπα, σχέσεις και πράγματα, την γλυκιά «προκαταρκτική» εκείνη «πολιορκία» καθώς, κάποτε, το χτυπούσαμε άφιλτρο στο νύχι του μεγάλου δακτύλου, την ερωτική αίσθησή του στα φλεγόμενα χείλη, τι ομολογουμένως δεν μου χάρισε, έτσι που, προσωπικά, για πάντα να το θυμάμαι, και τώρα που για λίγο το έχω κόψει, με τρόπο πλησιάζω εκείνους που συνεχίζουν και κρυφά μυρίζω τον καπνό τους, όπως ο ξενιτεμένος σε μεγάλους σταθμούς όπου πατριωτάκια πλησιάζει για να μυρίσει, για να μυρίσει πατρίδα.

Κι εδώ ξαναδιαβάζω το βιβλίο «SANTE» με κείμενα του Αμπατζόγλου, Βιστωνίτη, Γκανά, Δούκα, Ζατέλη, Καλοκύρη, Μανιώτη, Σκαμπαρδώνη, Χουλιαρά και άλλων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τσιγάρο και λογοτεχνία. Αχώριστοι σύμμαχοι.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης