Ο Γάλλος συγγραφέας και ακαδημαϊκός Ζαν ντ’ Ορμεσόν (Jean d’ Ormesson), που πέθανε εχθές το βράδυ σε ηλικία 92 ετών στο Παρίσι, ήταν ένας γοητευτικός αριστοκράτης, μία από τις αγαπημένες προσωπικότητες της γαλλικής πνευματικής ζωής.

Τον Ιανουάριο 2015 τιμήθηκε με τη μεγαλύτερη διάκριση για έναν συγγραφέα, την έκδοση του έργου του από τη συλλογή La Pleiade των εκδόσεων Gallimard. «Είναι μεγάλη συγκίνηση η La Pleiade. Μπαίνεις στη συλλογή των Chateaubriand, Aragon, Proust…», είχε δηλώσει τότε στο AFP.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στον οίκο Gallimard εκδόθηκε το 1974 το εμβληματικό του έργο «Au Plaisir de Dieu» και εκεί πρόκειται να εκδοθεί το τελευταίο από τα σαράντα βιβλία του με τίτλο «Et moi, je vis toujours»…

Το γαλάζιo του έξυπνο και πονηρό βλέμμα, ο ηδονισμός του και το έργο του, δοκίμια για το πέρασμα του χρόνου και τη συνθήκη της ζωής, εξασφάλισαν στον γάλλο ακαδημαϊκό την αγάπη και την εκτίμηση των Γάλλων.

Το 2013, ο καρκίνος του κόστισε οκτώ βασανιστικούς μήνες νοσηλείας. Εξαντλημένος, έγραψε μετά το επώδυνο αυτό επεισόδιο της ζωής του ένα μυθιστόρημα, «Comme un Chant d’ Esperance», που εκδόθηκε το 2014 στις Editions Heloise d’ Ormesson, που διευθύνονται από την κόρη του Ελοΐζ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στα 87 του χρόνια, ο «Jean d’ O» έκανε το ντεμπούτο του στο σινεμά με την κωμωδία του Κριστιάν Βενσέν «Les Saveurs du Palais», στον ρόλο του Φρανσουά Μιτεράν, συχνός προσκεκλημένος του οποίου ήταν στο Μέγαρο των Ηλυσίων, αλλά και στο θέατρο, με την μεταφορά του βιβλίου του «La Conversation», ενός απολαυστικού διαλόγου ανάμεσα στον Ναπολέοντα και τον Καμπασερές.

«Το γράψιμο, μία χαρά και μία οδύνη»

Ο Ζαν ντ’ Ορμεσόν, απόγονος μεγάλης αριστοκρατικής οικογένειας ακολούθησε τον πρεσβευτή και φίλο του Λεόν Μπλουμ πατέρα του στη Γερμανία και τη Ρουμανία στη δεκαετία του ’30, όπου έζησε την άνοδο του ναζισμού και την διολίσθηση της Ευρώπης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Απόφοιτος της Ecole Normale, με agregation στη Φιλοσοφία, καταλαμβάνει υπουργικούς θώκους στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις της Γαλλίας, γίνεται στέλεχος της Unesco και συνεργάζεται με εφημερίδες. Μόνο η λογοτεχνία αντιστέκεται μέχρι στιγμής σε αυτόν τον λαμπρό διανοούμενο.

Γιατί θέλησε να γράψει; «Ντρέπομαι λιγάκι: για να αρέσω σε ένα κορίτσι!», έλεγε. Ήταν να μην ξεκινήσει…έγραψε περί τα σαράντα βιβλία: «Το γράψιμο, μία χαρά και μία οδύνη».

Η λογοτεχνική του καριέρα απογειώθηκε το 1971 με το έργο «La Gloire de l’ Empire». Το 1973 εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, το μικρότερο σε ηλικία. Στην συνέχεια αναλαμβάνει τη διεύθυνση της εφημερίδας Le Figaro (1974-1977).

O Ζαν ντ’ Ο κάνει εκστρατεία για την είσοδο της πρώτης γυναίκας στην Γαλλική Ακαδημία: Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, το 1980.

Το 1982 γράφει μία αισθηματική βιογραφία του Σατομπριάν, «Mon dernier reve sera pour vous» και συνεχίζει: «Histoire du Juif errant» το 1991, «La Douane de mer», το 1994.

«Ανθρωπος της δεξιάς με ιδέες της αριστεράς» μεταφέρει τους φιλοσοφικούς στοχασμούς του προς τη νέα γενιά «Rapport Gabriel» ή «Presque rien sur presque tout», όπου καλλιεργεί την ελαφρότητα: « Η ανθρώπινη συνθήκη είναι σκοτεινή, πρέπει να την παίρνουμε με όσο περισσότερη χαρά γίνεται».

Το 2003, διηγείται τη ζωή του στο βιβλίο «C’ etait bien» και μιλά για τον θάνατό του: «Το καλό ήταν η ζωή. Όχι η δική μου, φυσικά. Η ζωή καθαυτή. Μού άρεσε πολύ αυτό το σύντομο πέρασμα από τον κόσμο μας».

Ο τίτλος ενός από τα τελευταία του βιβλία: «Μια μέρα θα φύγω χωρίς να σας τα έχω πει όλα»: η πίστη στη λογοτεχνία, η δύναμη των συναισθημάτων, η διαύγεια, η αναζήτηση της ευτυχίας, η αναζήτηση της αλήθειας.

Ο Ζαν ντ’ Ο έγραφε ότι ο αναγνώστης έπρεπε στο τέλος ενός βιβλίου να λέει «τι κρίμα που τελείωσε!»…

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης