Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία δε θα έπρεπε πια να ταξινομούν τη διεμφυλική ταυτότητα ως ψυχική διαταραχή, σύμφωνα με μια νέα μελέτη η οποία αποκάλυψε ότι τα προβλήματα των διεμφυλικών ατόμων προκύπτουν κυρίως από το στιγματισμό που αντιμετωπίζουν και όχι από την ίδια τη διεμφυλική ταυτότητα. Τα ευρήματα δημοσιευτήκαν πρόσφατα στο TheLancetPsychiatry.

Η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία χρησιμοποιεί τον ευρύ όροδιεμφυλικός για να περιγράψει ένα άτομο του οποίου η ταυτότητα ή η έκφραση του φύλου ή η συμπεριφορά δε συνάδει με το φύλο που έχει καθοριστεί κατά τη γέννηση. Τόσο το διαγνωστικό εγχειρίδιο του ΠΟΥ, το ICD-10 όσο και το αντίστοιχο της Αμερικανικής Εταιρείας , το DSM-5 diagnosticmanual, ταξινομούν τη διεμφυλική ταυτότητα ως ψυχική διαταραχή.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ως ψυχική διαταραχή ωστόσο, ορίζεται η κατάσταση η οποία προκαλεί έντονη δυσφορία ή δυσλειτουργία. Από τη στιγμή που πολλά διεμφυλικά άτομα δεν βιώνουν αυτά τα προβλήματα η παραπάνω ταξινόμηση δέχεται τα τελευταία χρόνια έντονη κριτική. Ο ορισμός της διεμφυλικής ταυτότητας ως ψυχική διαταραχή έχει κακώς χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει την άρνηση παροχής υπηρεσιών υγείας στα άτομα αυτά και να ενισχύσει την πεποίθηση ότι χρειάζονται ψυχιατρική θεραπεία εμποδίζοντας έτσι την πρόσβαση σε άλλες υπηρεσίες υγείας. Με την ιδία λογική ο ορισμός έχει χρησιμοποιηθεί και από τις κυβερνήσεις έτσι ώστε να μπορέσουν να αποφύγουν τη λήψη αποφάσεων και την αλλαγή των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων . Με αφορμή την αναθεώρηση του διαγνωστικού εγχειριδίου του ΠΟΥ και την έκδοση του ICD-11 τον Μάιο του 2018, μια ομάδα ερευνητών αποφάσισε να διεξάγει για πρώτη φόρα μια μελέτη για να εξετάσει τη δυνατότητα επαναξιολόγησης της διεμφυλικής ταυτότητας.

Για τους σκοπούς της μελέτης τους, οι ερευνητές πήραν συνέντευξη από 250 διεμφυλικά άτομα, ηλικίας 18-65, η πλειοψηφία των οποίων ήταν διεμφυλικές γυναίκες οιοποίες κατά τη γέννηση είχαν καταγραφεί ως άρρενες. Οσκοπός των ερευνητών ήταν να καθορίσουν εάν η δυσφορία και η δυσλειτουργία, βασικά στοιχεία των ψυχικών διαταραχών, θα μπορούσαν να εξηγηθούν περισσότερο από την κοινωνική απόρριψη και την κακοποίηση παρά από τα χαρακτηριστικά της διεμφυλικής ταυτότητας, καθώς και να καθορίσουν το κατά πόσο είναι εφαρμόσιμα τα άλλα στοιχειά των νέων προτεινομένων κατευθυντήριων οδηγιών.

Οι συμμετέχοντες στη μελέτη ρωτήθηκαν εάν ποτέ ένιωσαν κάποια δυσφορία σχετικά με τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου, ή με τις αλλαγές στις οποίες υποβλήθηκαν προκειμένω να νιώσουν πιο κοντά στην επιθυμητή ταυτότητα φύλου ή όταν ζητούσαν από τους άλλους να τους απευθύνονται χρησιμοποιώντας την επιθυμητή ταυτότητα φύλου. Τους ζητήθηκε επίσης να αναφέρουν οποιαδήποτε εμπειρία ψυχολογικής δυσφορίας, έκπτωσης στη λειτουργικότητα, κοινωνικής απόρριψης ή κακοποίησης. Όλοι οι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι απέκτησαν επίγνωση των διεμφυλικών ταυτοτήτων τους στο διάστημα από 2 έως 17 ετών.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το 83% των συμμετεχόντων ανέφεραν ψυχολογική δυσφορία, κυρίως καταθλιπτικά συμπτώματα που σχετίζονταν με την ασυνέπεια ανάμεσα στην επιθυμητήταυτότητα φύλου και τηνκαταγεγραμμένη κατά τη διάρκεια της εφηβείας, ενώ το 90% ανέφερε προβλήματα στο περιβάλλον της οικογενείας, των κοινωνικών δεσμών, της εκπαίδευσης και της εργασίας που σχετίζονταν με την ταυτότητα του φύλου.

Η κοινωνική απόρριψη που σχετίζεται με τη διεμφυλική ταυτότητα αναφέρθηκε από 191 συμμετέχοντες (76 %). Η απόρριψη αυτή βρέθηκε ότι συνήθως βιωνόταν από άτομα του οικογενειακού περιβάλλοντος ενώ ακολουθούσανοι συμμαθητές, οι συνάδελφοι και οι φίλοι. Συνολικά 157 συμμετέχοντες(63%) ανέφεραν ότι είχαν πέσει θύματα σωματικής ψυχολογικής ή σεξουαλικής βίας εξαιτίας της ταυτότητας φύλου.

Στη συνέχεια, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τα στατιστικά τους μοντέλα για να εκτιμήσουν εάν η ψυχολογική δυσφορία ή η έκπτωση στη λειτουργικότητα σχετίζονταν με την ίδια τη διεμφυλική ταυτότητα ή με την εμπειρία της κοινωνικής απόρριψης και της κακοποίησης.

Ενώ η κοινωνική απόρριψη και η κακοποίηση βρέθηκε ότι ήταν ισχυροί προγνωστικοί παράγοντες τηςδυσφορίας και όλων των τύπων της δυσλειτουργίας, δε βρεθήκαν μεταβλητές που μετρούσαν την ασυνέπεια μεταξύ επιθυμητής και καταγεγραμμένης ταυτότητας φύλου που να μπορούν να προβλέψουν ψυχολογική δυσφορία ενώ μόνο μια μεταβλητή βρέθηκε να μπορεί να προβλέψει έναν μόνο τύπο δυσλειτουργίας. Πιο συγκεκριμένα το αίτημα των ατόμων να τους απευθύνονται με την επιθυμητή ταυτότητα φύλου μπόρεσε να προβλέψει τη δυσλειτουργία στο περιβάλλον του σχολείου και της εργασίας.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, τα ευρήματα τους υπογραμμίζουν το στίγμα που αντιμετωπίζουν πολλά διεμφυλικά άτομα. Τα ποσοστά των εμπειριών που σχετίζονται με την κοινωνική απόρριψη και τη βία βρεθήκαν πολύ υψηλά σε αυτή τη μελέτη, ενώ παράλληλα, η συχνότητα της απόρριψης μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον είναι σύμφωνα με την επικεφαλή της μελέτης, ενοχλητικά υψηλή. Δυστυχώς τα ποσοστά κακοποίησης στο δείγμα της μελέτης ήταν το ίδιο υψηλά με αυτά προηγούμενων μελετών που διεξήχθησαν σε διάφορα μέρη του κόσμου.

Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι τα χαρακτηριστικά των ψυχικών διαταραχών στα διεμφυλικά άτομα τροφοδοτούνται κυρίως από το στιγματισμό που αντιμετωπίζουν και όχι από τη διεμφυλική τους ταυτότητα ως τέτοια. Η ερευνητική ομάδα λοιπόνπροτείνει να μη ταξινομείται πλέον η διεμφυλική ταυτότητα ως ψυχική διαταραχή.Παράλληλα, υπογραμμίζει την ανάγκη ανάπτυξης πολιτικών και προγραμμάτων ικανών να μειώσουν το στιγματισμό και τη θυματοποίηση των ατόμων αυτών. Η απομάκρυνση της διάγνωσης της διαταραχής τηςδιεμφυλικήςταυτότητας από τα ψυχιατρικά εγχειρίδια είναι ένα σημαντικό βήμα στο πλαίσιο της ευρύτερης προσπάθειας.

Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ.Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης