Ως μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές στη ζωή ενός ατόμου θεωρείται η γέννηση του παιδιού του. Μια νέα μελέτη όμως βρήκε ότι πολλοί γονείς ένιωθαν δυστυχισμένοι μετά τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού, γεγονός που τους απέτρεψε από το να κάνουν δεύτερο.

Η μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε σε έγκυρο επιστημονικό περιοδικό, είχε σκοπό την καλύτερη κατανόηση του γιατί οι γονείς σήμερα συχνά σταματούν στο ένα παιδί.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δημογραφικά δεδομένα, ο αριθμός ων οικογενειών με ένα μόνο παιδί αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ. Σήμερα, πάνω από 15 εκατομμύρια οικογένειες στην Αμερική έχουν μόνο ένα παιδί.

Οι ερευνητές σημειώνουν ότι υπάρχουν σημαντικοί κοινωνικοί και δημογραφικοί παράγοντες που μπορεί να παίξουν ρόλο στην απόφαση των γονέων να μην κάνουν περισσότερα από ένα παιδιά. Προηγούμενες μελέτες, για παράδειγμα, έχουν δείξει ότι οι γυναίκες επικεντρώνονται περισσότερο στην καριέρα τους παρά στην τεκνοποίηση. Καμία όμως μελέτη μέχρι σήμερα δεν είχε εξετάσει το πώς η εμπειρία του πρώτου παιδιού επηρεάζει την επιθυμία γα δεύτερο.

Η υπόθεση των ερευνητών, λοιπόν, ήταν πως η εμπειρία της μετάβασης στη γονεϊκότητα επηρεάζει την απόφαση των γονέων για το εάν θα κάνουν και δεύτερο παιδί. Μια θετική εμπειρία ή πιο θετική από ό,τι αναμενόταν θα αύξανε την πιθανότητα να επιθυμούν και δεύτερο παιδί. Εάν όμως η μετάβαση στη γονεϊκότητα ήταν δύσκολη ή δυσκολότερη από την αναμενόμενη, τότε ίσως οι γονείς να επέλεγαν να μην κάνουν άλλο παιδί.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Για να εξετάσουν την υπόθεσή τους χρησιμοποίησαν δεδομένα από 2.301 Γερμανούς γονείς, οι οποίοι συμμετείχαν σε μια μεγάλη γερμανική κοινωνικοοικονομική έρευνα που διήρκεσε από το 1984 έως το 2010. Κάθε χρόνο και οι δύο γονείς συμπλήρωναν ένα ερωτηματολόγιο στο οποίο αξιολογούσαν τα επίπεδα ευτυχίας τους με τη βοήθεια μιας δεκαβάθμιας κλίμακας, όπου η τιμή 10 αντιστοιχούσε στη μέγιστη ευημερία. Επίσης, απάντησαν σε ερωτήσεις σχετικά με άλλους σημαντικούς παράγοντες, όπως είναι ο τοκετός, οι σχέσεις και η εργασία.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τις πληροφορίες αυτές για να αξιολογήσουν τα επίπεδα ευτυχίας 2 χρόνια πριν από τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού και κατά τη διάρκεια της μετάβασής τους στη γονεϊκότητα μέχρι και έναν χρόνο μετά τον τοκετό.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, πάνω από το 70% των γονέων έγιναν πιο δυστυχισμένοι μετά τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού. Πιο συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι κατά τη διάρκεια της μετάβασης στη γονεϊκότητα οι γονείς ανέφεραν μια μέση μείωση της τάξεως του 1.4 στην κλίμακα αξιολόγησης της ευτυχίας, σε σύγκριση με την τιμή που είχαν αναφέρει 2 χρόνια πριν από τη γέννηση του παιδιού τους. Σε γενικές γραμμές λοιπόν, πάνω από το 70% βίωσε μια μείωση των επιπέδων της ευημερίας του μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού, ενώ στο 1/3 των περιπτώσεων η μείωση αυτή αντιστοιχούσε το λιγότερο σε 2 μονάδες της δεκαβάθμιας κλίμακας. Επιπλέον, η μείωση των επιπέδων ευτυχίας βρέθηκε να επηρεάζει την απόφαση των γονέων για δεύτερο παιδί. Το ποσοστό των γονέων που ανέφεραν μείωση των επιπέδων ευτυχίας μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού και προχώρησαν στην απόκτηση δεύτερου ήταν 58%, ενώ το αντίστοιχο στους γονείς που τα επίπεδα ευτυχίας δεν μειώθηκαν έφτανε το 66%.

Οι γονείς που ήταν πάνω από 30, καθώς και αυτοί που είχαν λάβει τουλάχιστον δωδεκαετή εκπαίδευση, ήταν πιο πιθανό να επηρεαστούν από τα επίπεδα ευτυχίας τους στην απόφαση για δεύτερο παιδί. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί τόσο από την ικανότητά τους να χρησιμοποιούν τις πρόσφατες εμπειρίες τους στη λήψη αποφάσεων όσο και από τη δυσκολία να συνδυάσουν οικογένεια και εργασία, δεδομένου ότι το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης αυξάνει την πιθανότητα να εργάζονται σε πιο ανταγωνιστικά και απαιτητικά περιβάλλοντα.

Τα ευρήματα της μελέτης ίσχυαν και μετά τον έλεγχο των παραγόντων που θα μπορούσαν να τα επηρεάσουν, όπως είναι το εισόδημα των γονέων, η οικογενειακή τους κατάσταση και ο τόπος γέννησης.
Βρέθηκε λοιπόν ότι η μείωση των επιπέδων της ευτυχίας κατά τη μετάβαση στη γονεϊκότητα επηρεάζει σημαντικά την απόφαση για δεύτερο παιδί, ενδεχομένως περισσότερο από άλλες σημαντικές αλλαγές στη σχέση, την εργασία και την υγεία του ζευγαριού.

Η μελέτη είχε, ωστόσο, περιορισμούς, όπως, για παράδειγμα, την αδυναμία καθορισμού των υποκείμενων μηχανισμών που οδηγούν στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γονείς κατά τη διάρκεια της γονεϊκότητας.

Οι ερευνητές σημειώνουν ότι παράγοντες όπως είναι η εμπειρία του τοκετού, η εξάντληση κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους μετά τη γέννηση του παιδιού και το στρες που βιώνει το ζευγάρι δεν εξετάστηκαν στην παρούσα μελέτη, καθώς δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου ποιοτικά δεδομένα.

Επισημαίνουν, ωστόσο, ότι τα ευρήματά τους αναδεικνύουν πόσο σημαντικό είναι στις αναπτυγμένες χώρες που έχουν πρόβλημα υπογεννητικότητας, η πολιτεία να βρει τρόπους ενίσχυσης της ευημερίας των ζευγαριών που γίνονται για πρώτη φορά γονείς.

Πηγή: medicalnewstoday

 Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ. Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης