Οι άνδρες των οποίων η σύλληψη έγινε με τη βοήθεια ενδοκυτταροπλασματικής σπερματέγχυσης, μπορεί να έχουν χειρότερη ποιότητα και ποσότητα σπέρματος από αυτούς των οποίων η σύλληψη έγινε χωρίς τη βοήθεια κάποια θεραπείας υπογονιμότητας. Αυτό είναι το πρώτο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η μοναδική ανάλυση που έχει γίνει μέχρι σήμερα με την αξιοποίηση των δεδομένων των νέων ανδρών που γεννήθηκαν με τη βοήθεια της συγκεκριμένης παρέμβασης, η οποία άρχισε να διεξάγεται από τους ειδικούς της υπογονιμότητας στις αρχές της δεκαετίας του 90. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι άνδρες που γεννήθηκαν με τη βοήθεια της ενδοκυτταροπλασματικής σπερματέγχυσης( ICSI )ενδέχεται να κληρονομήσουν τα προβλήματα υπογονιμότητας του πατέρα τους. Τα ευρήματά τους δημοσιευτήκαν στο Human Reproduction.

Η ICSI είναι ένας τύπος υποβοηθουμένης αναπαραγωγής που χρησιμοποιείται κυρίως για την αντιμετώπιση της ανδρικής υπογονιμότητας, όταν δηλαδή ο άνδρας έχει χαμηλό αριθμό σπερματοζωαρίων ή όταν η λειτουργία των σπερματοζωαρίων του είναι διαταραγμένη. Η τεχνική επιτρέπει στους ιατρούς να επιλέξουν τα καλυτέρα σε ποιότητα σπερματοζωάρια και να τα εγχύσουν απευθείας μέσα στο ωάριο, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες γονιμοποίησης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η τεχνική πρωτοχρησιμοποιήθηκε 20 χρονιά πριν από τον καθηγητή Van Steirteghemat και την ομάδα του. Στις 14 Ιανουαρίου του 1992 γεννήθηκε το πρώτο παιδί με τη βοήθεια της ICSI.

Από τη στιγμή που πολλές από τις αίτιες της ανδρικής υπογονιμότητας προκαλούνται από γενετικά ελλείματα, ο Van Steirteghemat και η ομάδα του πάντα υπέθεταν ότι οι άνδρες που γεννιούνταν με τη βοήθεια της ICSI θα μπορούσαν να κληρονομήσουν τα γενετικά ελλείματα των πατέρων τους. Η υπόθεση τους αυτή έχει έρθει πιο κοντά στην επαλήθευση μετρά την ανάλυση των δεδομένων 54 ανδρών που γεννήθηκαν μέσα στο διάστημα 1992-1996 με τη βοήθεια της ICSI.

Οι 54 άνδρες που συμμετείχαν στη μελέτη είχαν ηλικία 18-22 και εντοπίστηκαν από τα αρχεία νοσοκομείο των Βρυξελλών. Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκε ομάδα ελέγχου από άνδρες παρομοίων χαρακτηριστικών που γεννήθηκαν χωρίς τη βοήθεια της υποβοηθουμένης αναπαραγωγής. Από τους άνδρες που γεννήθηκαν με τη βοήθεια της ICSI, οι 50 είχαν πατέρες με έναν εντοπισμένο παράγοντας ανδρικής υπογονιμότητας. Πιο συγκεκριμένα, σε 48 περίπτωσης το αίτιο της υπογονιμότητας εντοπιζόταν στον άνδρα, σε δυο στο ζευγάρι και στις υπόλοιπες 4 το αίτιο παρέμενε άγνωστο. Σε όλους ζητήθηκε να παρέχουν δείγματα σπέρματος τα οποία αξιολογήθηκαν με κριτήρια ποιότητα και ποσότητας. Συλλέχθηκαν επίσης δείγματα αίματος και διεξήχθησαν επιπλέον έλεγχοι.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η ανάλυση αποκάλυψε ότι οι άνδρες των οποίων η σύλληψη έγινε μέσω της ICSI είχαν σχεδόν τη μισή συγκέντρωση σπερματοζωαρίων σε σύγκριση με τους άλλους, ενώ παράλληλα είχαν τη διπλάσια μείωση στο συνολικό αριθμό σπερματοζωάριων καθώς και στον αριθμό των σπερματοζωαρίων με κινητικότητα τέτοια που τους επιτρέπει να φτάσουν στο ωάριο.

Επιπλέον οι άνδρες που γεννήθηκαν με τη βοήθεια της ICSI ήταν τρεις φορές πιο πιθανό να έχουν συγκέντρωση σπερματοζωαρίων κάτω από 15 εκατομμύρια ανά ml και 4 φορές πιο πιθανό να έχουν συγκέντρωση πιο χαμηλή από 39 εκατομμύρια σπερματοζωάρια ανά ml, τη στιγμή που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας θεωρεί φυσιολογική τη συγκέντρωση των σπερματοζωαρίων από 15 εκατομμύρια αν ml και πάνω.
Τα ερευνητικά ευρήματα παρέμειναν σημαντικά ακόμα και μετά τον έλεγχο της επίδρασης παραγόντων που μπορεί να επηρεάσουν την ποιότητα του σπέρματος όπως είναι η ηλικία, ο δείκτης μάζας σώματος και οι ανωμαλίες των γεννητικών οργάνων.

Οι συγγράφεις της μελέτης τονίζουν ότι πριν τη διεξαγωγή της ICSI οι γονείς ενημερώνονταν ότι ο γιος τους ενδεχομένως να είχε προβλήματα γονιμότητας. Για όλους όμως τους γονείς αυτό δεν αποτέλεσε λόγο να μην προχωρήσουν με τη διαδικασία, αφού όπως υποστήριξαν η ICSI θα μπορούσε να αποτελέσει λύση και για τους γιους.

Τα πρώτα αυτά ευρήματα δείχνουν ότι μέσω της ICSI, η υπογονιμότητα μπορεί σε ένα βαθμό να είναι κληρονομουμένη. Δεν υπάρχει όμως καμία ένδειξη για το ότι συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των σπερματοζωαρίων μπορούν να μεταφερθούν από γενιά σε γενιά μέσω της ICSI. Για παράδειγμα, η χαμηλή συγκέντρωση σπερματοζωαρίων και η κινητικότητα των ανδρών της μελέτης δε συσχετίζονταν με αυτές των πατέρων τους. Τα χαρακτηριστικά λοιπόν των σπερματοζωαρίων των πατέρων δεν μπορούν να προβλέψουν τα χαρακτηριστικά των σπερματοζωαρίων των γιων. Οι γενετικοί παράγοντες παίζουν κάποιο ρόλο στη γονιμότητα αλλά υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που επίσης εμπλέκονται. Μπορεί λοιπόν κάνεις να μιλήσει για συσχέτιση και όχι για αιτιώδη σχέση.

Οι ερευνητές τονίζουν ότι τα ευρήματα τους δεν μπορούν να γενικευτούν σε όλους τους άνδρες που γεννήθηκαν με τη βοήθεια της ICSI, καθώς ο τρόπος διεξαγωγής της τεχνικής έχει αλλάξει σημαντικά και σήμερα χρησιμοποιείται στις περισσότερες περιπτώσεις που το ζευγάρι ζητά θεραπεία υπογονιμότητας ακόμα και εάν το αίτιο της υπογονιμότητας δεν εντοπίζεται στο σπέρμα.

Ο καθηγητής Van Steirteghemat λέει ότι τα ευρήματά του δίνουν έμφαση στην ανάγκη διεξαγωγής μιας μελέτης που θα καταγράψει τη γονιμότητα και τη γενική υγειά των ατόμων που γεννηθήκαν με τη χρήση τεχνικών υποβοηθουμένης αναπαραγωγής. Είναι πολύ σημαντικό οι αρμόδιες αρχές να παρέχουν όλα τα μέσα που χρειάζονται ώστε να απαντηθούν καίρια ερωτήματα σχετικά με την επίδραση που έχουν οι γενετικοί παράγοντες, ο τρόπος σύλληψης, η εμβρυική ανάπτυξη και το βάρος γέννησης στη γονιμότητα των απογόνων

www.andrologia.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης