Η λοίμωξη από χλαμύδια είναι το πιο κοινό σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που επηρεάζει πάνω από 100 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο. Αποτελεί την κύρια αιτία της προλαμβανόμενης τύφλωσης στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ενώ στον αναπτυγμένο συνιστά το νούμερο ένα λόγο υπογονιμότητας και έκτοπης κύησης.

Η λοίμωξη από χλαμύδια δημιουργεί μια χρόνια φλεγμονή που εκδηλώνεται με το σχηματισμό ουλών στις μεμβρανώδεις επιφάνειες, όπως είναι αυτή των βλεφάρων, των ωοθηκών ή των σαλπιγγών. Οι περισσότεροι άνθρωποι που φέρουν το βακτήριο δεν το γνωρίζουν. Έχει βρεθεί ότι οι γυναίκες με χλαμύδια είναι πιο ευάλωτες στην προσβολή από άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα όπως είναι η λοίμωξη από τον ίο του AIDS, τον HIV.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η ανάγκη του εμβολιασμού ήταν ανέκαθεν γνωστή, άλλα οι κλινικές δοκιμές για τη χρήση του εμβολίου ξεκίνησαν μετά το 1960. Στην αρχή μάλιστα επιχειρήθηκε η προστασία των ατόμων μέσω της δημιουργίας ανοσίας με τη χρήση νεκρών βακτηρίων , απόπειρα όμως που παραδόξως είχε σαν αποτέλεσμα να κάνει τα εμβολιασμένα άτομα περισσότερο ευάλωτα.

Σήμερα επιστήμονες από την ιατρική σχολή του Harvard δίνουν τα πρώτα αισιόδοξα αποτελέσματα αναφορικά με αυτή την πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η δημοσιά υγεία.

Χρησιμοποιώντας ένα πειραματικό μοντέλο σε ποντίκια το οποίο μιμείται την ανθρώπινη λοίμωξη από χλαμύδια, κατάφεραν να αποκωδικοποιήσουν τι δεν πήγε καλά 50 χρόνια πριν. Σαν αποτέλεσμα οι ερευνητές δημιούργησαν ένα εμβόλιο που παράγει δύο κύματα προστατευτικών ανοσοκυττάρων απαραίτητων για την εξάλειψη των χλαμυδίων. Τα ευρήματα τους δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό Science.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι ερευνητές εξηγούν ότι χρησιμοποίησαν το εμβόλιο για να κατανοήσουν τι δεν πήγε καλά την προηγούμενη φορά και τονίζουν ότι η παρατήρηση τους ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και έδειξε ότι το εμβόλιο τους προσφέρει πολύ καλή προστασία ακόμα και απέναντι σε διαφορετικά στελέχη χλαμυδίων.

Το κλειδί της επιτυχίας φαίνεται ότι ήταν η σύσταση και ο τρόπος χορήγησης του εμβολίου. Όλα τα εμβόλια περιέχουν το αντιγόνο, τμήματα δηλαδή του παθογόνου μικροοργανισμού συνήθως συνδυασμένα με έναν προσθετικό παράγοντα. Το μίγμα αυτό εγχέεται στο δέρμα ή στους μυς. Η οδός χορήγησης όμως φαίνεται ότι κάνει την διαφορά.

Το εμβόλιο περνά μέσα από το λεμφικό σύστημα στους τοπικούς λεμφαδένες που λειτουργούν σαν σχολείο του ανοσοποιητικού συστήματος και μαθαίνουν στα Τ λεμφοκύτταρα να αναγνωρίζουν και να θυμούνται σαν απειλή το αντιγόνο που περιέχεται στο εμβόλιο. Ο συνδυασμός λοιπόν του αντιγόνου με τον προσθετικό παράγοντα έχει σκοπό να πυροδοτήσει μια ανοσοαπόκριση, αλλά όχι μια λοίμωξη.

Τα Τ λεμφοκύτταρα μεταναστεύουν από το αίμα στους λεμφαδένες με σκοπό να προσλάβουν τις πληροφορίες από τον τοπικό ιστό, ο οποίος στη συνέχεια εκκρίνει λέμφο στο λεμφαδένα. Κάποιοι λεμφαδένες, για παράδειγμα, συλλέγουν αντιγόνα που μπορεί να έχουν κολλήσει σε ένα κομμάτι γυαλιού που τραυματίζει το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, ενώ κάποιοι άλλοι που σχετίζονται με το γαστρεντερικό σύστημα θέτουν σε εγρήγορση τον οργανισμό όταν καταναλωθεί χαλασμένο γάλα. Αν ένα Τ λεμφοκύτταρο ενεργοποιηθεί από ένα αντιγόνο θα διαιρεθεί και θα διαφοροποιηθεί σε κύτταρα που μετακινούνται μέχρι την πηγή του αντιγόνου και σχηματίζουν μια φλεγμονώδης άμυνα με σκοπό την εξουδετέρωση του λοιμογόνου παράγοντα.

Τα εμβόλια εκμεταλλεύονται τη μνήμη που αποκτούν αυτά τα ανοσοκύτταρα μετά την επαφή τους με τα αντιγόνα, αλλά εάν θυμούνται μόνο το δέρμα ή τους μυς όπου χορηγήθηκε το εμβόλιο, θα μπορέσουν να προσφέρουν πολύ μικρή προστασία εάν ο λοιμογόνος παράγοντας προσβάλει άλλα μέρη του σώματος όπως είναι οι βλεννογόνοι. Στη περίπτωση των χλαμυδίων, για παράδειγμα, δε θα μπορέσουν να προστατέψουν το βλεννογόνο του ματιού ή των ωοθηκών. Από την άλλη, η χορήγηση των εμβολίων μέσω των επιφανειών των βλεννογόνων, όπως είναι κάτω από τη γλώσσα ή στη μύτη θα μπορούσε να προστατέψει αυτές τις περιοχές. Η προσέγγιση όμως αυτή δεν έχει λειτουργήσει καλά στο παρελθόν. Τα αντιγόνα των εμβολίων που είναι πολύ αδύναμα ώστε να προκαλέσουν λοίμωξη μπορούν επίσης να αποτύχουν στην πυροδότηση της απάντησης του ανοσοποιητικού όταν εφαρμόζονται απευθείας σε επιφάνειες βλεννογόνων. Εάν πάλι καταφέρουν να προκαλέσουν μια αντίδραση του ανοσοποιητικού, αυτή θα είναι η αντίδραση της ανοχής, το οποίο σημαίνει ότι δίνεται εντολή στα κύτταρα του ανοσοποιητικού να μην καταπολεμήσουν τον παθογόνο παράγοντα.

Στις μελέτες που διεξήχθησαν το 1960 στους συμμετέχοντες χορηγήθηκαν ενέσιμα ανενεργά στελέχη χλαμυδίων στο δέρμα ή στους μυς. Αργότερα βρέθηκε ότι κάποια από αυτά τα άτομα έγιναν πιο ευάλωτα στη λοίμωξη από χλαμύδια. Αυτό σύμφωνα με τη νέα μελέτη μπορεί να οφείλεται στην ανάπτυξη ανοχής.
Μια λύση είναι ο συνδυασμός του αντιγόνου με έναν προσθετικό παράγοντα. Αυτό βοηθά, άλλα όταν ο προσθετικός παράγοντας που είναι αποτελεσματικός εγχύεται μέσω του δέρματος, συνήθως είναι πολύ αδύναμος για να δημιουργήσει ανοσία στις μεμβρανώδεις επιφάνειες, ενώ οι πιο ισχυροί προσθετικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν στους βλεννογόνους είναι τοξικοί.

Η ερευνητική ομάδα σε πρώτη φάση φρόντισε ώστε τα ποντίκια της μελέτης να αναπτύξουν ανοσία σε νεκρά χλαμύδια και στη συνέχεια αναζήτησε τρόπο ώστε τα νεκρά χλαμύδια να τροποποιηθούν ώστε το ανοσοποιητικό σύστημα να απαντήσει προστατευτικά και όχι μέσω της ανοχής και χωρίς να χρησιμοποιηθεί βλαπτικός προσθετικός παράγοντας. Τα πειράματα έδειξαν ότι το αντιγόνο και ο προσθετικός παράγοντας είναι σημαντικό να είναι πολύ καλά δεμένοι μεταξύ τους, ώστε να φτάσουν μαζί στον ιστό-στόχο.

Αυτό επιτυγχάνεται με την εισαγωγή συνθετικών νανοσωματιδίων(cSAP) που περιέχουν τον προσθετικό παράγοντα σε μια βιοδιασπώμενη σφαίρα η οποία συνδέεται στο Chlamydiatrachomatis. Τα βακτήριο Chlamydiatrachomatis φυσιολογικά φέρει αρνητικό φορτίο όποτε για να γίνει η σύνδεση του με τα cSAPs πρέπει τα νανοσωματίδια να αλλάξουν το φορτίο τους από αρνητικό σε θετικό. Για το λόγο αυτό πρέπει να προστεθεί στην ανάμιξή τους και ένα ήπιο οξύ.

Οι ενώσεις αντιγόνου-προσθετικού παράγοντα είναι μικρές σε μέγεθος ώστε να μπορούν να μετακινούνται από το βλεννογόνο στο λεμφαδένα όπου εγκολπώνονται από τα ανοσοκύτταρα. Ο προσθετικός παράγοντας μέσα στα νανοσωματίδια ενεργοποιείται μόνο όταν προσλαμβάνετα από τα ανοσοκύταρα, τα οποία στη συνέχεια εκπαιδεύουν τα Τ λεμφοκύτταρα να παρέχουν προστασία απέναντι στα χλαμύδια σε δύο κύματα.

Βρέθηκε ότι τα ποντίκια στα οποία χορηγήθηκε το εμβόλιο η λοίμωξη αντιμετωπίστηκε εξολοκλήρου πιο γρήγορα από ότι στα ποντίκια που είχαν αναπτύξει φυσική ανοσία λόγω προηγούμενης λοίμωξης.

Η ανάπτυξη ανοσίας μέσω των βλεννογόνων φαίνεται να ενεργοποιεί τα Τ λεμφοκύτταρα με τέτοιο τρόπο ώστε να εγείρονται δυο πληθυσμοί κυττάρων μνήμης. Τα κύτταρα του πρώτου κύματος μεταναστεύουν από τους λεμφαδένες στη μήτρα και γίνονται κύτταρα μνήμης του τοπικού ιστού και το δεύτερο κύμα, το οποίο εξαρτάται από το πρώτο εάν θα προσφέρει προστασία, αποτελείται από κύτταρα μνήμης που μεταναστεύουν και κυκλοφορούν στο αίμα.

Στην περίπτωση μιας λοίμωξης στη μήτρα τα κύτταρα μνήμης του τοπικού ιστού των εμβολιασμένων ποντικών αντιλήφτηκαν άμεσα το βακτήριο. Μόλις ενεργοποιήθηκαν ξεκίνησαν μια τοπική φλεγμονώδης απάντηση και ενεργοποίησαν το δεύτερο κύμα κυττάρων που κυκλοφορούν στο αίμα. Από κοινού, τα δύο κύματα κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τη λοίμωξη.

Για να γίνει αποδεκτό το εμβόλιο, είναι σημαντικό οι κίνδυνοι του να είναι πολύ περιορισμένοι, από τη στιγμή που χορηγούνται σε υγιείς ανθρώπους. Ιδιαίτερα μετά την προηγούμενη αποτυχία του εμβολιασμού για τα χλαμύδια που είχε παραδόξως αντίθετα αποτελέσματα είναι αρκετά δύσκολο να πειστεί κάποιος να το δοκιμάσει. Οι ερευνητές, όμως, τονίζουν ότι έχουν τις απαντήσεις τόσο στο ερώτημα του γιατί το προηγούμενο εμβόλιο απέτυχε όσο και στο γιατί είναι βέβαιοι ότι το ίδιο παράδοξο αποτέλεσμα δε θα παρατηρηθεί με τη νέα φόρμουλα.

Στη νέα μελέτη βασικό ρολό παίζει η σύγχρονη τεχνολογία των cSAPs. Η ιδέα της χρήσης της PH- εξαρτώμενης αλλαγής φορτίου για την ένωση των ανασομεταφορέων με τα βακτήρια αναπτύχτηκε πρόσφατα από έναν από τους συγγραφείς και ήταν καθοριστική για την υιοθέτηση της τεχνολογίας των cSAPs, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στα ανοσολογικά πειράματα της μελέτης.
Η επιτυχία της μελέτης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο συνδυασμό καταρτισμένων επιστημόνων με εξειδικευμένες γνώσεις. Συμμετείχαν, για παράδειγμα, ερευνητές που εργάζονταν για χρόνια πάνω στην ανοσολογία των χλαμυδίων και είχαν όλα τα κατάλληλα εργαλεία, τις γνώσεις και τις μεθόδους που χρειάστηκαν στην παρούσα μελέτη.

Οι ερευνητές τώρα επιθυμούν την εξέταση της αποτελεσματικότητας του εμβολίου σε κλινικές δοκιμές.

Πηγή: medicalnewstoday

Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ.Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης