Η διεθνής βιβλιογραφία έχει αναδείξει τη σημαντική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο διαβήτη τύπου 1 στους άνδρες και την εμφάνιση στυτικής δυσλειτουργίας. Πιο σίγουρες απαντήσεις επιχείρησε να δώσει μια νέα προοπτική μελέτη η οποία επί 30 χρόνια συλλέγει σε ετήσια βάση δεδομένα από 600 διαβητικούς ασθενείς αναφορικά με τη στυτική τους λειτουργία, τα δημογραφικά τους στοιχεία και άλλα κλινικά χαρακτηριστικά. Πιο συγκεκριμένα όλοι οι συμμετέχοντες στη μελέτη θα έπρεπε κάθε χρόνο να απαντούν με ναι ή όχι στην ερώτηση αν είχαν εμφανίσει στυτική δυσλειτουργία (ΣΔ) μέσα στον περασμένο χρόνο καθώς κι εάν είχαν λάβει αγωγή για την αντιμετώπισή της.
Το 61% των ανδρών ανέφερε την εμφάνιση ΣΔ τουλάχιστον μια φορά κατά τη διάρκεια της μελέτης. Για κάποιους η πρώτη αναφορά παρέμεινε και στις επαναξιολογήσεις των επομένων χρόνων. Άλλοι κατάφερναν να ανακτήσουν για κάποια διαστήματα τη στυτική τους λειτουργία αλλά η ΣΔ τελικά επανερχόταν. Βρέθηκε ωστόσο κι ένα 38.7% των συμμετεχόντων που δεν ανέφεραν ποτέ την εμφάνιση ΣΔ. Παράλληλα ένα 6.7% ανέφερε την ύπαρξη ενός μεμονωμένου περιστατικού, ενώ το 41.8% ανέφερε στυτική δυσλειτουργία που υποχωρούσε και επανερχόταν και τέλος το 12.8% ανέφερε επίμονη ΣΔ. Οι άνδρες που δεν ανέφεραν ποτέ την εμφάνιση ΣΔ ή που ανέφεραν μόνο ένα μεμονωμένο περιστατικό σε νεότερη ηλικία είχαν μικρότερο δείκτη μάζας σώματος και καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο σε σύγκριση με τους άνδρες που εμφάνιζαν επίμονη ή διαλείπουσα ΣΔ.
Με τη βοήθεια ενός πολυπαραγοντικού λογιστικού μοντέλου που σύγκρινε τους άνδρες κατά τον πρώτο χρόνο που ανέφεραν την εμφάνιση ΣΔ, βρέθηκε ότι οι άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας είχαν μικρότερες πιθανότητες η ΣΔ να υποχωρήσει ενώ όσοι λάμβαναν τη συμβατική θεραπεία για το διαβήτη είχαν αυξημένες πιθανότητες υποχώρησης.

Εάν τα ευρήματα αυτά επαληθευτούν και σε άλλες προοπτικές μελέτες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την καθοδήγηση εξατομικευμένων παρεμβάσεων σε ασθενείς με ΣΔ.

Τα παρόντα ευρήματα έχουν μεγάλη αξία καθώς πρόκειται για την πρώτη προοπτική μελέτη τόσο μεγάλης διάρκειας που εξέτασε τη σχέση του διαβήτη τύπου 1 με την εμφάνιση ΣΔ. Ωστόσο ο βασικός περιορισμός της μελέτης είναι η ερώτηση τύπου ναι ή όχι αναφορικά με την εμφάνιση της ΣΔ, καθώς ο αληθινός φαινότυπος τη δυσλειτουργίας δεν αποδίδεται πάντα μέσω του δυαδικού αυτού συστήματος. Η ίδια η ερώτηση άλλωστε μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά ανάλογα με τον ασθενή.
Συμπερασματικά, η ηλικία, ο γλυκαιμικός έλεγχος και ο δείκτης μάζας σώματος βρέθηκε ότι είναι οι κυριότεροι παράγοντες κίνδυνου της ΣΔ. Παράλληλα οι ερευνητές περιέγραψαν ένα πιο πολύπλοκο φαινότυπο ΣΔ με αποκλίσεις στα μοτίβα υποχώρησης της δυσλειτουργίας που θα μπορούσε να διαφωτίσει τους διαφορετικούς μηχανισμούς που συνδέουν το διαβήτη με τη ΣΔ και να αναδείξει νέες δυνατότητες παρέμβασης. Εάν μάλιστα τα ευρήματα αυτά επαληθευτούν και σε άλλες μελέτες, θα μπορέσουν ίσως να διευκολύνουν την ακριβή πρόγνωση των ασθενών με ΣΔ και να καθοδηγήσουν πιο εύστοχα τις εξατομικευμένες θεραπείες.

Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ.Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης