Τι επηρεάζει περισσότερο τη σεξουαλική λειτουργία των γυναικών σε εμμηνόπαυση;

Σύμφωνα με μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα σε έγκυρο επιστημονικό περιοδικό, οι προηγούμενες σχέσεις και η συναισθηματική υγεία είναι παράγοντες που επηρεάζουν τη σεξουαλική ζωή των γυναικών σε εμμηνόπαυση περισσότερο από ότι οι ορμόνες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Όταν μια γυναίκα μπαίνει στην εμμηνόπαυση τόσο η σεξουαλική της λειτουργία όσο και οι ορμόνες που σχετίζονται με την αναπαραγωγική της ικανότητα υπόκεινται σε αλλαγές.

Προηγούμενες μελέτες έχουν διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο οι ορμονικές αλλαγές στη φάση της εμμηνόπαυσης επηρεάζουν τη σεξουαλική λειτουργία των γυναικών και έχουν βρει πως οι επιπτώσεις σχετίζονται με διαταραχή της επιθυμίας , της διέγερσης και του οργασμού, καθώς και με επώδυνη συνουσία.

Κάποιες από τις μελέτες αυτές μάλιστα έχουν εντοπίσει πως στον πληθυσμό των εμμηνοπαυσιακών γυναικών οι ορμόνες τεστοστερόνη και εστραδιόλη παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη σεξουαλική τους λειτουργία. Η τεστοστερόνη είναι η κύρια ανδρική σεξουαλική ορμόνη, η οποία όμως παράγεται και από τις γυναίκες σε πολύ μικρές ποσότητες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι ερευνητές ανέλυσαν τη σεξουαλική λειτουργία και τα επίπεδα ορμονών περισσότερων από 3.300 γυναικών. Το ερώτημα ήταν εάν τα αρχικά επίπεδα των αναπαραγωγικών ορμονών που μετρήθηκαν ή οι αλλαγές σε αυτά σχετίζονται με τη σεξουαλική λειτουργία των γυναικών μέσης ηλικίας κατά τη μετάβαση τους στην εμμηνόπαυση. Για την απάντηση του λοιπόν ανέλυσαν τα δεδομένα 3.302 γυναικών 42-52 ετών, οι οποίες συμμετείχαν σε μια μεγάλη μελέτη για τη γυναικεία υγεία σε εθνικό επίπεδο.

Στην αρχή της μελέτης, η οποία είχε διάρκεια 10 έτη, και κατά τη διάρκεια των επαναξιολογήσεων οι γυναίκες συμπλήρωναν ερωτηματολόγια που ρωτούσαν σχετικά με τη συχνότητα της αυτοϊκανοποίησης, τη σεξουαλική επιθυμία, τον οργασμό, καθώς και το ενδεχόμενο πόνου κατά τη σεξουαλική πράξη. Επιπλέον, λαμβάνονταν δείγματα αίματος για τη μέτρηση των επιπέδων των ορμονών. Στις ορμόνες που μετρήθηκαν συμπεριλαμβάνονταν η τεστοστερόνη, η θειϊκήδεϋδροεπιανδροστερόνη(DHEAS), την οποία το σώμα μπορεί να μετατρέψει είτε σε τεστοστερόνη είτε σε εστραδιόλη, καθώς και η θυλακιοτρόπος ορμόνη(FSH), τα επίπεδα της οποία φυσιολογικά αυξάνονται κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης.

Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι οι γυναίκες που είχαν υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης ή DHEAS είχαν συχνότερη σεξουαλική επιθυμία κα αυτοϊκανοποιούνταν περισσότερο από τις γυναίκες που είχαν χαμηλά επίπεδα. Παράλληλα, οι γυναίκες που είχαν υψηλά επίπεδα FSH βρέθηκε ότι αυτοϊκανοποιούνταν λιγότερο συχνά από αυτές που είχαν χαμηλά.

Ίσως όμως, το πιο ενδιαφέρον εύρημα της μελέτης να είναι η αποκάλυψη μιας μικρής μόνο επίδρασης των επιπέδων των ορμονών στη γενική σεξουαλική λειτουργία των γυναικών. Στην πραγματικότητα οι ερευνητές βρήκαν ότι το λιγότερο συχνό συναίσθημα λύπης και τα υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από τη σχέση, σχετίζονταν σημαντικά με την καλύτερη σεξουαλική λειτουργία.

Οι συγγραφείς της μελέτης σχολιάζουν ότι ενώ τα επίπεδα της τεστοστερόνης και των άλλων αναπαραγωγικών ορμονών βρέθηκαν να συνδέονται με την σεξουαλική επιθυμία των γυναικών και τη συχνότητα αυτοϊκανοποίησης, το βασικό εύρημα της μελέτης είναι ότι οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες επηρεάζουν περισσότερες πτυχές της σεξουαλικής λειτουργίας.

Η συναισθηματική ευεξία μιας γυναίκας, λοιπόν, και η ποιότητα της συντροφικής της σχέσης επηρεάζουν καθοριστικά τη σεξουαλική της υγεία.

Η σημασία των ψυχοκοινωνικών παραγόντων στη σεξουαλική λειτουργία των γυναικών αναδείχτηκε και από μια μελέτη που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο, σύμφωνα με την οποία, οι γυναίκες που δεν έχουν μια σταθερή σχέση είναι λιγότερο πιθανό να φτάσουν σε οργασμό σε σύγκριση με τους άνδρες που επίσης δεν έχουν σχέση.

Οι ερευνητές μάλιστα, ισχυρίζονται ότι οι εμμηνοπαυσιακές γυναίκες θα πρέπει πρώτα να σκεφτούν την ψυχοσυναισθηματική τους υγεία και ευεξία, καθώς και το πόσο ικανοποιημένες είναι από τη σχέση τους, πριν αναζητήσουν κάποια ορμονική θεραπεία της οποία οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία δεν είναι ξεκάθαρες.

Πηγή : medicalnewstoday

Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ.Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης