Στο Ανώτατο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου προσέφυγε ο Αχιλλέας Μπέος, ο οποίος με επιχειρήματα τονίζει ότι η προσωρινή του κράτηση στις φυλακές Ναυπλίου είναι καταχρηστική και ζητεί την αποφυλάκισή του.

Ο πρώην ισχυρός άνδρας του Ολυμπιακού Βόλου προσέφυγε για τρίτη φορά σε ευρωπαϊκά δικαστήρια, αφού ήδη έχει απευθυνθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στην Ύπατη Αρμοστεία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενεύης!

Η προσφυγή του Αχιλλέα Μπέου:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«1.- ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚO

«Είμαι Έλληνας υπήκοος και κάτοικος Ελλάδας, είμαι δε προσωρινά κρατούμενος στις φυλακές Ναυπλίου. Διετέλεσα επί σειρά ετών Πρόεδρος του Πανιωνίου, ελληνικής ποδοσφαιρικής ομάδας με έδρα τη Νέα Σμύρνη, τα τελευταία δε χρόνια διετέλεσα Πρόεδρος της επίσης ελληνικής ποδοσφαιρικής ομάδας με την επωνυμία ΠΑΕ Ολυμπιακός Βόλου.

Μετά από διεξαχθείσα αυτεπάγγελτη προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση των φερομένων ως στημένων αγώνων τον Ιούνιο του 2011, ασκήθηκε σε βάρος μου ποινική δίωξη για δήθεν: α) από κοινού συγκρότηση, ένταξη και διεύθυνση εγκληματικής οργανώσεως, β) ηθική αυτουργία σε εξακολουθητική κακουργηματική απάτη κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολική ζημία, υπερβαίνουσα το ποσό των 15.000 ευρώ, γ) εξακολουθητική εκβίαση κατά συνήθεια και κατ’ επάγγελμα, δ) δωροδοκία για την αλλοίωση αποτελέσματος αγώνος από κοινού και κατ’ εξακολούθηση και ε) ηθική αυτουργία σε συμμετοχή σε παράνομο στοίχημα κατ’ εξακολούθηση.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στις 22.06.2011 συνελήφθην αιφνιδιαστικά και, στο πλαίσιο της διαταχθείσας τακτικής ανακρίσεως, οδηγήθηκα ενώπιον του κ. Ανακριτή του 9ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών και απολογήθηκα, αρνηθείς κατηγορηματικώς την, σε βάρος μου διατυπωθείσα, κατηγορία, κατόπιν της οποίας μου επιβλήθηκε προσωρινή κράτηση, με το υπ’ αριθμ. 27/2011 ένταλμα του ανωτέρω Ανακριτή.

Προς άρση ή επικουρικώς προς αντικατάσταση με τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφανίσεως στο αστυνομικό τμήμα της κατοικίας μου, της μη νομίμως αποφασισθείσας, προσωρινής μου κρατήσεως, υπέβαλα την από 18.07.11, αίτησή μου. Επί της εν λόγω αιτήσεώς μου εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 357/11 απορριπτική διάταξή του κ. Ανακριτή του 9ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών.

Κατά της εν λόγω απορριπτικής διατάξεως άσκησα, όπως δικαιούμην κατά νόμον, την από 04.08.11 προσφυγή μου, η οποία συνοδευόταν με το από 03.08.11 υπόμνημα προσφυγής. Προς περαιτέρω υποστήριξη δε και απόδειξη των ισχυρισμών μου, υπέβαλα, διαδοχικώς, προς το Συμβούλιο Πλημ/κων Αθηνών, τα από 10.08.11, 27.09.11 και 11.10.11, πλήρως τεκμηριωμένα, συμπληρωματικά, υπομνήματά μου. Στις 26.10.11, κατόπιν υποβολής της Εισαγγελικής πρότασης, εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 3547/11 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κων Αθηνών, το οποίο απέρριψε κατ’ ουσίαν την εν λόγω προσφυγή μου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Περαιτέρω με σειρά αιτήσεών μου προς τον κ. Ανακριτή του 9ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών και συγκεκριμένα την 18.10.2011, την 24.10.2011 και την 08.11.2011, έθεσα πλήθος ερωτημάτων και ζήτησα την διερεύνηση βασικότατων στοιχείων της κατηγορίας, η οποία μου αποδίδεται και η οποία, όπως ανέλυα λεπτομερέστατα στα ανωτέρω είναι παντελώς αόριστη και ελλιπής.

Επειδή την 22.12.2011 εσυμπληρούτο το χρονικό διάστημα των έξι (6) μηνών από την ημερομηνία ενάρξεως της προσωρινής μου κρατήσεως και επειδή σύμφωνα με το ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο, αν η προσωρινή κράτηση διαρκέσει έξι μήνες, ή στην εντελώς εξαιρετική περίπτωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή τους τρεις μήνες, το δικαστικό συμβούλιο αποφαίνεται με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμά του, αν πρέπει να απολυθεί ο κατηγορούμενος από τις φυλακές ή να εξακολουθήσει η προσωρινή κράτησή του (άρθρο 287 παρ.1 περ. α’ ΚΠΔ), την 21.12.2011 η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών εισήγαγε τη δικογραφία στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με την υπ’ αριθμ. ΕΓ 75-11/1Α έγγραφη πρότασή της, με την οποία πρότεινε την εξακολούθηση της προσωρινής μου κρατήσεως για έξι (6) ακόμη μήνες, μέχρι την συμπλήρωση του επιτρεπομένου ορίου του ενός (1) έτους από την έναρξή της, δηλαδή μέχρι και την 22.06.2012

Την 05.01.2012 εμφανίσθηκα ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, υποβάλλοντας το από την ίδια ημέρα πολυσέλιδο, εκτενέστατο και αναλυτικότατο υπόμνημά μου, το οποίο δυστυχώς ουδόλως ελήφθη υπόψη από το ανωτέρω Συμβούλιο, το οποίο εξέδωσε το τετρασέλιδο υπ’ αριθ. 113/2012 βούλευμά του, με το οποίο διετάχθη η εξακολούθηση της προσωρινής μου κρατήσεως για έξι (6) ακόμη μήνες, μέχρι την συμπλήρωση του επιτρεπομένου ορίου του ενός έτους από την έναρξή της, δηλαδή μέχρι και την 22.06.2012, χωρίς καμία περαιτέρω αιτιολογία, αφήνοντας αναπάντητα εκ νέου όλα τα ανωτέρω τεθέντα εκ μέρους μου ερωτήματα, υιοθετώντας την τυπική αιτιολογία της εισαγγελικής προτάσεως περί «υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων ενοχής» προκειμένου να κριθεί και να δικαιολογηθεί η παντελώς ασύνδετη με αυτή τη διαπίστωση εξακολούθηση της προσωρινής μου κρατήσεως.

Περαιτέρω, εκ νέου υπέβαλα ενώπιον των Ειδικών Εφετών-Ανακριτών Αθηνών την από 16.02.2012 αίτησή μου, προς άρση ή επικουρικώς προς αντικατάσταση με τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφανίσεως στο αστυνομικό τμήμα της κατοικίας μου, της μη νομίμως αποφασισθείσας, προσωρινής μου κρατήσεως. Επί της εν λόγω αιτήσεώς μου εκκρεμεί η έκδοση διατάξεως. Συνεπώς, τελώ υπό προσωρινή κράτηση από τις 22.06.2011 μέχρι και σήμερα.

2.- ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΜΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΣΗ

Α. Παραβίαση του άρθρου 5§3 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας (άρθρο 6§2 της ΕΣΔΑ).

Σύμφωνα με το άρθρο 5§3 της ΕΣΔΑ. «Παv πρόσωπov συλληφθέv ή κρατηθέv, υπό τας πρoβλεπoµέvας εv παραγράφω 1 γ) τoυ παρόvτoς άρθρoυ συvθήκας oφείλει vα παραπεµφθή συvτόµως εvώπιov δικαστoύ ή ετέρoυ δικαστικoύ λειτoυργoύ voµίµως εvτεταλµέvoυ όπως εκτελή δικαστικά καθήκovτα, έχει δε τo δικαίωµα vα δικασθή εvτός λoγικής πρoθεσµίας ή απoλυθή κατά τηv διαδικασίαv. Η απόλυσις δύvαται vα εξαρτηθή από εγγύησιv εξασφαλίζoυσαv τηv παράστασιv τoυ εvδιαφερoµέvoυ εις τηv δικάσιµov.»

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 6§2 της ΕΣΔΑ «Παv πρόσωπov κατηγoρoύµεvov επί αδικήµατι τεκµαίρεται ότι είvαι αθώov µέχρι της voµίµoυ απoδείξεως της εvoχής τoυ».

Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, το τεκμήριο της αθωότητας παραβιάζεται αν, χωρίς να έχει προηγουμένως αποδειχθεί η ενοχή του κατηγορουμένου σύμφωνα με το νόμο, και, κυρίως, χωρίς να του έχει δοθεί η ευκαιρία να ασκήσει τα δικαιώματα υπεράσπισής του, μία δικαστική απόφαση που τον αφορά αντανακλά την άποψη ότι είναι ένοχος. Το ίδιο ισχύει ακόμα και αν δεν υπάρχει επίσημη παραδοχή. Αρκεί να διαφαίνεται από το σκεπτικό του δικαστηρίου ότι θεωρεί τον κατηγορούμενο ένοχο (Minelli κατά Ελβετίας, 25 Μαρτίου 1983, § 37, Series A no.62).

Στην υπόθεση, Βαφειάδης κατά Ελλάδας, 24981/07, απόφαση της 2.07.2009, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι:

«50.Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 5 της Σύμβασης καθιερώνει ένα θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου: την προστασία του ατόμου κατά των αυθαίρετων παραβιάσεων της ελευθερίας του από το Κράτος (Bozano κατά Γαλλίας, 18 Δεκεμβρίου 1986, § 54, σειρά Α αρ. 111). Η πεμπτουσία μάλιστα της παραγράφου 3 της διάταξης αυτής είναι το δικαίωμα να παραμένει κάποιος ελεύθερος εν αναμονή της ποινικής δίκης. Η διάταξη αυτή δεν πρέπει να νοηθεί ότι δίνει στις δικαστικές αρχές μία επιλογή ανάμεσα στην επιβολή δικασίμου σε εύλογη προθεσμία και στην προσωρινή απόλυση, ακόμα και αν αυτή εξαρτάται από εγγυήσεις. Σκοπός του άρθρου 5 § 3 είναι να επιβάλει ουσιαστικά την προσωρινή απόλυση από τη στιγμή που η διατήρηση της κράτησης παύει να είναι εύλογη ( Neumeister κατά Αυστρίας, 27 Ιουνίου 1968, §4, σειρά Α, αρ. 8). Από την άποψη αυτή το Δικαστήριο θεωρεί ότι η προσωρινή κράτηση πρέπει να είναι η έσχατη λύση που δικαιολογείται μόνον όταν όλες οι άλλες διαθέσιμες επιλογές αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Ως προς το θέμα αυτό, το Δικαστήριο παραπέμπει στις τελευταίες λέξεις του άρθρου 5 § 3 της Σύμβασης απ’όπου προκύπτει ότι η προσωρινή απόλυση του κατηγορούμενου πρέπει να διαταχτεί αν συνοδεύεται από εγγύησιv εξασφαλίζoυσαv τηv παράστασιv τoυ εvδιαφερoμέvoυ εις τηv δικάσιμov όταν η προσωρινή κράτηση δεν δικαιολογείται πλέον εκτός από μόνον τον κίνδυνο να φυγοδικήσει ο κατηγορούμενος. Όταν καλούνται να αποφανθούν ως προς τον εύλογο χαρακτήρα της κράτησης σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 γ), οι αρμόδιες αρχές έχουν την υποχρέωση να αναζητήσουν αν δεν υπάρχουν εναλλακτικά μέτρα αντί της εξακολούθησης της κράτησης ( Khudoyorov κατά Γαλλίας, αρ. 6847/02, §183, CEDH 2005-X ; Sulaoja κατά Εστονίας, αρ. 55939/00, 15 Φεβρουαρίου 2005, § 64 in fine ; Jablonski κατά Πολωνίας , αρ. 33492/96, 21 Δεκεμβρίου 2000, §83 και Lelièvre κατά Βελγίου, αρ. 11287/03, 8 Νοεμβρίου 2007, § 97).»

Στην υπόθεση Nerattini κατά Ελλάδος, απόφαση της 18.12.2008 το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι:

«30. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του Άρθρου 5 § 3, έκαστο πρόσωπο στο οποίο έχουν απαγγελθεί κατηγορίες για κάποιο αδίκημα πρέπει πάντα να αποφυλακίζεται ενώ εκκρεμεί η δίκη του, εκτός αν το Κράτος μπορεί να αποδείξει ότι υφίστανται «σχετικοί και επαρκείς» λόγοι που δικαιολογούν την εξακολούθηση της κράτησής του (Yağcı and Sargın κατά Τουρκίας, 8 Ιουνίου 1995, § 52, Series A no. 319-A). Επιπλέον, τα εθνικά δικαστήρια «πρέπει να εξετάζουν όλα τα περιστατικά που συνηγορούν υπέρ ή κατά της ύπαρξης μίας πραγματικής ανάγκης δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί, όσον αφορά την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας, μία παρέκκλιση από τον κανόνα του σεβασμού της προσωπικής ελευθερίας και να τα εκθέτουν στις αποφάσεις τους επί των αιτήσεων απόλυσης» (Letellier κατά Γαλλίας, 26 Ιουνίου 1991, § 35, Series A no. 207).

31. Επιπλέον, αν και το άρθρο 5 § 3 δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι υποχρεώνει τις εθνικές αρχές να απολύουν έναν κρατούμενο λόγω της κατάστασης της υγείας του, ωστόσο όταν οι αρχές αποφασίζουν αν ένα άτομο πρέπει να απολυθεί ή να εξακολουθήσει η κράτησή του, υποχρεούνται να εξετάζουν εναλλακτικά μέτρα για τη διασφάλιση της παρουσίας του στη δίκη (βλέπε Jablonski κατά Πολωνίας, αριθ. 33492/96, §§ 82-83, 21 Δεκεμβρίου 2000, (Khudoyorov c. Russie, no 6847/02, § 183, CEDH 2005–X ; Sulaoja c. Estonie, no 55939/00, 15 février 2005, § 64 in fine ; Jabłoński c. Pologne, no 33492/96, 21 décembre 2000, § 83, et Lelièvre c. Belgique, no 11287/03, 8 novembre 2007, § 97).

35. Ως προς την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η εύλογη υποψία ότι ο συλληφθείς έχει διαπράξει ένα αδίκημα αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη νομιμότητα της συνεχιζόμενης κράτησης, αλλά μετά από κάποιο χρονικό διάστημα δεν επαρκεί. Μία δικαστική απόφαση τέτοιου είδους θα απαιτούσε μία πιο στέρεα βάση προκειμένου να καταδείξει όχι μόνο ότι υπήρχε πράγματι «εύλογη υποψία», αλλά ότι υπήρχαν και άλλα σοβαρά στοιχεία δημοσίου συμφέροντος τα οποία, κατά παρέκκλιση του τεκμηρίου της αθωότητας, υπερτερούσαν του δικαιώματος στην ελευθερία (βλέπε, μεταξύ άλλων, Ι.Α. κατά Γαλλίας, 23 Σεπτεμβρίου1998, § 102, Reports 1998-VII) δεδομένου ότι πρωταρχικός σκοπός του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 5 § 3 είναι να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους ο κατηγορούμενος έως τη δίκη (βλέπε Garycki κατά Πολωνίας, αριθ. 14348/02, § 39, 6 Φεβρουαρίου 2007, και McKay κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC], no. 543/03, § 41, ECHR 2006-X).

36. Όσον αφορά τον κίνδυνο φυγής, το Δικαστήριο σημειώνει ότι αν και ο κίνδυνος αποτελεί σχετικό στοιχείο κατά την αξιολόγηση της λογικότητας της στέρησης της ελευθερίας, δεν μπορεί να διαπιστωθεί στη βάση ασαφών δηλώσεων που δε στηρίζονται από επιχειρήματα (βλέπε Smirnova κατά Ρωσίας, αριθ. 46133/99 και 48183/99, § 63, ECHR 2003-IX).

38. Το Δικαστήριο τονίζει επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5 § 3, οι αρχές, όταν αποφασίζουν αν ένα άτομο πρέπει να απολυθεί ή να εξακολουθήσει η κράτησή του, υποχρεούνται να εξετάζουν εναλλακτικά μέτρα για τη διασφάλιση της παρουσίας του στη δίκη. Τούτο είναι ακόμα πιο αναγκαίο όταν (…) υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της απόλυσης του προσφεύγοντος, ήτοι η ηλικία του προσφεύγοντος και η κακή κατάσταση της υγείας του.».

ΤΟ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙO

Α. Το Σύνταγμα

17. Το άρθρο 6 του ελληνικού Συντάγματος έχει ως εξής:

«1. Κανένας δεν συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται χωρίς αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα, που πρέπει να επιδοθεί τη στιγμή που γίνεται η σύλληψη ή η προφυλάκιση. Εξαιρούνται τα αυτόφωρα εγκλήματα.

4. Νόμος ορίζει το ανώτατο όριο διάρκειας της προφυλάκισης, που δεν μπορεί να υπερβεί το ένα έτος στα κακουργήματα και τους έξι μήνες στα πλημμελήματα. Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις τα ανώτατα αυτά όρια μπορούν να παραταθούν για έξι μήνες και τρεις μήνες, αντίστοιχα, με απόφαση του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου.»

Β. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας

18. Οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας έχουν ως εξής:

Άρθρο 282

«1. Όσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, είναι δυνατό να διαταχθούν περιοριστικοί όροι, εφόσον αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη των αναφερόμενων στο άρθρο 296 σκοπών.

2. Περιοριστικοί όροι είναι ιδίως η παροχή εγγύησης, η υποχρέωση του κατηγορουμένου να εμφανίζεται κατά διαστήματα στον ανακριτή ή σε άλλη αρχή, η απαγόρευση να μεταβαίνει ή να διαμένει σε ορισμένο τόπο ή στο εξωτερικό, η απαγόρευση να συναναστρέφεται ή να συναντάται με ορισμένα πρόσωπα. «Για τους ανηλίκους ως περιοριστικοί όροι είναι δυνατόν να διατάσσονται και ένα ή περισσότερα από τα αναμορφωτικά μέτρα που ορίζονται στο άρθρο 122 του Ποινικού Κώδικα.»

«3. Προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί για περιοριστικούς όρους – εάν αιτιολογημένα κριθεί ότι οι τελευταίοι δεν επαρκούν – εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, μόνο αν ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Εάν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη απειλείται στο νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη, προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί και όταν με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Μόνο η κατά το νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης. Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον αιτιολογημένα κρίνεται ότι δεν επαρκούν οι περιοριστικοί όροι, μπορεί να επιβληθεί προσωρινή κράτηση και για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, αν προκύπτει σκοπός φυγής του κατηγορουμένου, με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Στην περίπτωση αυτή, το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης είναι διάρκειας έως έξι μηνών.»

Στην παρούσα λοιπόν υπόθεση, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η προσωρινή μου κράτηση υπήρξε περιττή και καταχρηστική και σε καμία περίπτωση οι εθνικές ανακριτικές αρχές δεν υπέδειξαν «σχετικούς και επαρκείς» λόγους που δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησής μου, η οποία ξεκίνησε στις 22.06.2012 και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Εν προκειμένω, την 22.06.2011 συνελήφθηκα και κρατήθηκα δυνάμει του υπ’ αριθμ. 27/2009 εντάλματος προσωρινής κράτησης με την αόριστη αιτιολογία ότι :

«Περαιτέρω, από την μέχρι τώρα πορεία της ανακρίσεως, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για τις πιο πάνω πράξεις της Διευθύνσεως Εγκληματικής Οργάνωσης, της εκβίασης με απειλή βλάβης του επαγγέλματος του εξαναγκαζόμενου και της απάτης κατ’ επάγγελμα κατά συνήθεια και κατ’ εξακολούθηση. Ενόψει των ανωτέρω και ειδικότερα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ως άνω πράξεων του, όπως αυτές αναφέρονται στο κατηγορητήριο, υπάρχει βάσιμος φόβος επανάληψης στο μέλλον ομοίων πράξεων, κρίνεται δε απολύτως αναγκαίο να διαταχθεί η προσωρινή μου κράτηση δεδομένου και του ότι εάν αυτός αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανόν να διαπράξει στο μέλλον και άλλα εγκλήματα, είναι δε και ύποπτος φυγής, όπως προκύπτει από τη συνομιλία Κόντη και Οικονομίδη που αναφέρεται στη σελίδα 52 του Εισαγγελικού Πορίσματος».

Στη συνέχεια, δε απορρίφθηκε η αίτησή μου άρσης ή αντικατάστασης με περιοριστικούς όρους της προσωρινής μου κράτησης, όπως επίσης και η προσφυγή μου επί της απορριπτικής διατάξεως του Ανακριτή του 9ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών. Τέλος δε, κατόπιν συμπλήρωσης του χρονικού διαστήματος των έξι (6) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της προσωρινής μου κρατήσεως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ’ αριθμ. 113/2012 εκδοθέν βούλευμά του, αναφερόμενο αποκλειστικά στην εισαγγελική πρόταση, διέταξε την εξακολούθηση της προσωρινής μου κράτησης για έξι (6) μήνες, ήτοι μέχρι και την 22.06.2012, χωρίς οιαδήποτε περαιτέρω αιτιολογία υιοθετώντας την τυπική αιτιολογία της εισαγγελικής προτάσεως περί «υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων ενοχής» προκειμένου να κριθεί και να δικαιολογηθεί η παντελώς ασύνδετη με αυτή τη διαπίστωση εξακολούθηση της προσωρινής μου κρατήσεως. Επιπλέον δε, σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση την οποία υιοθέτησε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών « (…) Περαιτέρω, από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των πράξεών του και συγκεκριμένα την επί μακρό χρονικό διάστημα λειτουργία της δομημένης και με διαρκή δράση ομάδας από περισσότερα από τρία πρόσωπα, με διακριτούς ρόλους, την οποία ο ίδιος συγκρότησε και διηύθυνε, που προσφέροντας δώρα, ωφελήματα και οποιεσδήποτε άλλες παροχές στα ανωτέρω πρόσωπα, παρενέβαινε για να αλλοιωθεί υπέρ ή κατά αθλητικού σωματείου το αποτέλεσμα ποδοσφαιρικών αγώνων, έτσι ώστε αυτός και τρίτοι να κερδίζουν τεράστια χρηματικά ποσά σε στοιχηματικά παιχνίδια, τα οποία προδήλως φανερώνουν την επαγγελματική υποδομή του και τη μεθοδική και συντονισμένη δράση του, με σκοπό τον παράνομο πλουτισμό, αιτιολογημένα κρίνεται ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να τελέσει παρόμοιες πράξεις. Τέλος από τις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες των Κόντη και Οικονομίδη, οι οποίοι σχολιάζοντας την ειδησεογραφική επικαιρότητα, στις 20-3-2011, αναφέρουν ότι ο ανωτέρω κατηγορούμενος είναι ιδιαίτερα αγχωμένος με τη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης των «στημένων αγώνων» και εκφράζουν την πεποίθηση ότι μπορεί να φύγει στην Αμερική, ενόψει και του γεγονότος ότι είναι κάτοχος αμερικανικού διαβατηρίου, διότι «είναι ανακατεμένος» αιτιολογημένα κρίνεται και ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαφύγει στο εξωτερικό.»

Στην παρούσα λοιπόν υπόθεση διετάχθη η συνέχιση της προσωρινής μου κράτησης με την αιτιολογία ότι α) υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής, β) υπήρχε πιθανότητα να διαπράξω νέα αδικήματα και β) ήμουν ύποπτος φυγής.

Σύμφωνα δε, με τα ισχύοντα στην εθνική νομοθεσία και κυρίως σύμφωνα με το άρθρο 282 ΚΠΔ, για να διαταχθεί η προσωρινή κράτηση πρέπει σωρευτικώς με την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής, να προκύπτουν α) ο κίνδυνος φυγής, ο οποίος προκύπτει μόνο αν ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής και β) ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων, ήτοι όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Η απουσία δε των ανωτέρω ουσιαστικών προϋποθέσεων οδηγεί στη συνακόλουθη αδυναμία διατηρήσεως της προσωρινής κρατήσεως, η οποία επιβάλλεται μόνο αν είναι απολύτως επιβεβλημένη, προηγούνται δε αναμφίβολα στην προτίμηση του Νομοθέτη οι περιοριστικοί όροι. Ωστόσο, ως ετέθη εξ αρχής εν γνώσει των εθνικών ανακριτικών αρχών, σε καμία των περιπτώσεων δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπό μου, οι προϋποθέσεις που τάσσει ο νομοθέτης, αφού ούτε τίθετο ζήτημα τέλεσης νέων αδικημάτων ούτε βεβαίως ήμουν ύποπτος φυγής.

Πιο συγκεκριμένα, με το σύνολο των αιτήσεων μου για άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής μου κράτησης με περιοριστικούς όρους αλλά και με τις προσφυγές μου και των επ’ αυτών υπομνημάτων ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών επικαλέστηκα, εκτενέστατα και εμπεριστατωμένα, την αοριστία των εις βάρος μου αποδιδόμενων κατηγοριών, στο δε διαρρεύσαν διάστημα της εννεάμηνης κρατήσεώς μου και ενώ συνεχίζετο η ανάκριση ουδέν επιβαρυντικό στοιχείο προστέθηκε εις βάρος μου, ούτε επιβεβαιώθηκε στο ελάχιστο η εναντίον μου κατηγορία. Άλλως, δεν συνέτρεξαν ούτε κατ’ ελάχιστον σοβαρές ενδείξεις ενοχής μου, για την ακρίβεια δε δεν προέκυψαν καθόλου ενδείξεις ενοχής.

Περαιτέρω δε, εξ αρχής έθεσα εν γνώσει των ανακριτικών αρχών ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπό μου και οι ουσιαστικοί όροι που θέτει η εθνική διάταξη, εν απουσία δε των οποίων είναι αδύνατο να διατηρηθεί η κράτησή μου ακόμη και στην υποθετική περίπτωση όπου συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής. Υπενθυμίζεται ότι είναι ρητή η νομολογία του Δικαστηρίου, όπως αναφέρεται και ανωτέρω, ότι η εύλογη υποψία (reasonable suspicion) ότι ο συλληφθείς έχει διαπράξει ένα αδίκημα αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη νομιμότητα της κράτησης, αλλά μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα δεν επαρκεί. (βλ.ανωτέρω Nerattini κατά Ελλάδας, 18.12.2008 43529/07, παρ.35)

Πιο συγκεκριμένα επικαλέστηκα ενώπιον των εθνικών ανακριτικών αρχών ότι:

1. Έχω γνωστή μόνιμη κατοικία και διαμονή, την αναφερομένη στην έκθεση απολογίας μου και σ’ όλες τις σχετικές αιτήσεις μου προς τις εθνικές ανακριτικές αρχές. Η ανωτέρω δε διεύθυνση μόνιμης κατοικίας εμού και της οικογενείας μου είναι γνωστή, γνωστοτάτη, σε όλους και, ιδίως, στις εθνικές ανακριτικές ρχές.

2. Δεν έχω κάνει οποιεσδήποτε προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνω τη φυγή μου, αλλά, αντιθέτως, εμφανίζομαι όπου και όποτε μου ζητηθεί. Τούτο, εξάλλου, συνάγεται και από το γεγονός ότι συνελήφθην εντός της οικίας μου.

3. Ουδέποτε υπήρξα, φυγόποινος ή φυγόδικος κατά το παρελθόν.

4. Ουδέποτε διέθετα αμερικανικό διαβατήριο, όπως επικαλέστηκαν οι εθνικές δικαιοδοτικές αρχές. Δεν είμαι και δεν υπήρξα, ποτέ, Αμερικανός πολίτης. Να σημειωθεί δε στη δικογραφία δεν υπάρχει κάποια σχετική βεβαίωση περί δήθεν υπάρξεως του δήθεν αμερικανικού διαβατηρίου μου. Εντούτοις, οι εθνικές ανακριτικές επικαλούνται ένα ανύπαρκτο αμερικανικό διαβατήριό, προκειμένου να στηρίξουν την κρίση τους περί συνέχισης της κράτησής μου.

5. Βεβαίως, ουδέποτε κρίθηκα ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή για παραβίαση περιορισμών διαμονής. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τη σχετική, υπ’ αριθμ. πρωτ. 11377/15.07.11, υπηρεσιακή βεβαίωση της Δικαστικής Φυλακής Ναυπλίου, όπου και κρατούμαι καθ’ όλο το διάστημα παραμονής μου στη φυλακή, δεν τιμωρήθηκα πειθαρχικά, έχω επιδείξει πολύ καλή διαγωγή, άψογη συμπεριφορά προς τους υπαλλήλους και τους συγκρατουμένους μου, καθώς και προσαρμογή στους κανονισμούς λειτουργίας του Καταστήματος.

6. Δεν υπάρχει οποιοδήποτε συγκεκριμένο περιστατικό της προηγουμένης ζωής μου ή κάποιο συγκεκριμένο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πράξεως, για την οποία κατηγορούμαι, από τα οποίο να είναι δυνατό να κριθεί αιτιολογημένως, ότι, αν αφεθώ ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξω και άλλα εγκλήματα.

7. Επίσης, δεν υφίσταται, καμία αντικειμενική δυνατότητα να «τελέσω νέα ομοειδή εγκλήματα», δοθέντος ότι, στις 28.07.2011 η Πρωτοβάθμια Πειθαρχική Επιτροπή της Super League, επί των αναφερόμενων στην από 12.07.2011 πειθαρχική δίωξη του Ποδοσφαιρικού Εισαγγελέα της Ε.Π.Ο εναντίον εμένα και της ΠΑΕ Ολυμπιακού Βόλου, εξέδωσε την υπ’ αριθ. 204/2011 απόφαση της, η οποία δέχτηκε μεταξύ άλλων ότι τέλεσα τις αποδιδόμενες σ’ εμένα πράξεις και μου επιβλήθηκε χρηματική ποινή 90.000 ευρώ, ποινή απαγορεύσεως εκτελέσεως οποιασδήποτε δραστηριότητας που σχετίζεται με το ποδόσφαιρο εφ’ όρου ζωής και ποινή απαγορεύσεως εισόδου στους αγωνιστικού χώρους εφ όρου ζωής. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε και με την υπ’ αριθ. 179/2011 απόφασή της Επιτροπής Εφέσεων της ΕΠΟ με την οποία απερρίφθη η έφεσή μου.

8. Τέλος δε, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ενώπιον των εθνικών δικαιοδοτικών αρχών επικαλέστηκα και προσκόμισα έγγραφα από τα οποία προέκυπτε ότι διανύω το 53ο έτος της ηλικίας μου και αντιμετωπίζω σοβαρότατα προβλήματα υγείας (σακχαρώδη διαβήτη), διαπιστωθέντα κατά το διάστημα της κρατήσεώς μου στην Ασφάλεια Αθηνών, αλλά και στη Φυλακή Ναυπλίου και η παραμονή μου στις φυλακές χειροτερεύει την κατάστασή μου αυτή. Τούτο, άλλωστε, είναι πασίδηλον, καθώς, κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς μου στη ΓΑΔΑ (προ της απολογίας μου) παρουσιάστηκε η ανάγκη να διακομισθώ τρεις (3) φορές σε Νοσοκομεία των Αθηνών (ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ & ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ) για την αντιμετώπιση της καταστάσεως της υγείας μου. Η παράτασης δε της κρατήσεώς μου είναι άκρως επιβλαβής για την υγεία μου με κίνδυνο να προκληθεί σε αυτήν μη αναστρέψιμη βλάβη, καθόσον πάσχω από σακχαρώδη διαβήτη. Επιπρόσθετα, εξ αρχής τέθηκε εις γνώση των εθνικών ανακριτικών αρχών ότι είμαι οικογενειάρχης και πρέπει να φροντίζω την άνεργη σύζυγό μου και τα πέντε (5) παιδιά μου (ιδίως το μόλις 15 μηνών βρέφος μας).

Παρόλα αυτά, οι ελληνικές ανακριτικές αρχές αγνοώντας πλήρως όλα τα ανωτέρω στοιχεία, προβαίνοντας σε ασαφείς διαπιστώσεις που δε στηρίζονται από επιχειρήματα, και χωρίς να εξετάσουν και να εξηγήσουν γιατί τυχόν εναλλακτικά μέτρα δε θα διασφάλιζαν την παρουσία μου ενώπιον του δικαστηρίου, ως είχαν νόμιμη υποχρέωση με βάση το άρθρο 5 παρ.3 της ΕΣΔΑ, όταν δε μάλιστα ένας τέτοιος έλεγχος ήταν επιβεβλημένος ενόψει της κακής κατάστασης της υγείας μου.

Από την συμπεριφορά λοιπόν των ελληνικών ανακριτικών αρχών καθίσταται σαφές ότι η προσωρινή μου κράτηση υπήρξε καταχρηστική, εξαρχής αναπόφευκτη και καταφανώς προειλημμένη. Οι Ελληνικές Ανακριτικές Αρχές παραβλέποντας πλήρως ότι η επιβολή της προσωρινής κράτησης -σύμφωνα με τις αρχές του ποινικού δικονομικού δικαίου αλλά και τις εγγυήσεις της ΕΣΔΑ- αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα, προέβησαν σε μία παρέκκλιση από τον κανόνα του σεβασμού της προσωπικής ελευθερίας, χωρίς την συνδρομή περιστατικών που συνηγορούσαν υπέρ μιας πραγματικής ανάγκης δημοσίου συμφέροντος που θα τη δικαιολογούσε.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως οι ελληνικές αρχές χωρίς να έχει προηγουμένως αποδειχθεί η ενοχή μου σύμφωνα με το νόμο, και, κυρίως, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιβολής της προσωρινής κράτησης στο πρόσωπό μου σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις, παρέτειναν την κράτηση μου, συμπεριφορά από την οποία διαφαίνεται ότι με αντιμετώπισαν εξαρχής ως ένοχο και όχι ως ύποπτο διάπραξης αδικημάτων και μου στέρησαν την προσωπική μου ελευθερία θεωρώντας ως προεξοφλημένη την τιμωρία μου.

Επομένως, η συνέχιση της προσωρινής μου κράτησης –ασύμβατη με το τεκμήριο αθωότητας- δεν ήταν και ούτε είναι εύλογη ούτε αιτιολογημένη και ως εκ τούτου υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5§3 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 6§2 της ΕΣΔΑ.

3.- ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΜΟΥ

Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής μου ενώπιον του Δικαστηρίου Σας αποτελεί η αναγνώριση της παραβίασης των δικαιωμάτων μου, όπως αναλυτικά αναπτύχθηκαν ανωτέρω, και πιο συγκεκριμένα του δικαιώματός μου απόλυσης (άρσης της προσωρινής κράτησης) κατά την προδικασία (άρθρο 5§3 της ΕΣΔΑ) σε συνδυασμό με το τεκμήριο αθωότητάς μου (άρθρο 6§2 της ΕΣΔΑ).

Επειδή ως εκ τούτου παραβιάσθηκαν και συνεχίζουν να παραβιάζονται μέχρι και σήμερα, -καθώς τελώ υπό προσωρινή κράτηση από τις 22.06.2011, έχει δε διαταχθεί με το υπ’ αριθμ. 113/2012 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, η διατήρηση αυτής μέχρι και τις 22.06.2012-, τα ανωτέρω αναφερόμενα δικαιώματά μου, που προστατεύονται από την Σύμβαση, για τους λόγους αυτούς ζητώ να αναγνωρίσει το Δικαστήριό σας την παραβίαση των ανωτέρω δικαιωμάτων μου από την Ελληνική Δημοκρατία και επιφυλάσσομαι να καθορίσω νομότυπα και εμπρόθεσμα το αίτημά μου για αποκατάσταση της υλικής ζημίας και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστην από την παραβίαση των ανωτέρω δικαιωμάτων μου, καθώς και τη δικαστική μου δαπάνη ενώπιον των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Με την παρούσα διορίζω αντίκλητο και νόμιμο εκπρόσωπό μου το Δικηγόρο Αθηνών Βασίλη Χειρδάρη».

Επιμέλεια: Ανδρέας Αθανασούλης

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης