Τα παιδιά που έχουν γεννηθεί με εξωσωματική γονιμοποίηση έχουν εξαπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν υψηλή αρτηριακή πίεση αργότερα στη ζωή τους, σε σχέση με όσα γεννήθηκαν φυσιολογικά, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο εμφράγματος, εγκεφαλικού ή άλλου καρδιαγγειακού προβλήματος.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μια νέα μικρή ελβετική επιστημονική έρευνα, η πρώτη που κάνει αυτήν τη συσχέτιση, όμως άλλοι επιστήμονες δήλωσαν ότι είναι πρόωρο να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα. Είχαν προηγηθεί μελέτες σε πειραματόζωα, που είχαν δείξει συχνότερες καρδιαγγειακές ανωμαλίες στα «ζώα του σωλήνα».
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Εμρούς Ρεξάτζ του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Βέρνης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό του Αμερικανικού Κολεγίου Καρδιολογίας, σύμφωνα με τις βρετανικές «Independent» και «Telegraph», μελέτησαν 96 εφήβους, διαπιστώνοντας ότι οι οκτώ (ο ένας στους επτά) από τους 54 που είχαν γεννηθεί με εξωσωματική εμφάνισαν κλινικά υψηλή αρτηριακή πίεση έως τα 16 τους, έναντι ποσοστού μόνο 2,3% μεταξύ όσων είχαν γεννηθεί χωρίς εξωσωματική.
Τόσο η μέση συστολική όσο και η μέση διαστολική πίεση των παιδιών της εξωσωματικής ήταν υψηλότερη σε σχέση με την πίεση των υπόλοιπων παιδιών.
«Υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή επηρεάζει τα αιμοφόρα αγγεία των παιδιών, όμως οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις δεν είναι γνωστές. Τώρα πλέον γνωρίζουμε ότι εξαπλασιάζει τον κίνδυνο υπέρτασης» δήλωσε ο Ρεξάτζ.
Το πρώτο «μωρό του σωλήνα», η Λουίζ Μπράουν, είναι σήμερα 40 ετών (γιόρτασε τα 40ά γενέθλιά της τον Ιούλιο), συνεπώς οι επιπτώσεις της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής δεν έχουν ακόμη μελετηθεί σε μεγάλο βάθος χρόνου.
Σε περίπου έξι εκατομμύρια υπολογίζονται σήμερα οι εν ζωή άνθρωποι παγκοσμίως που έχουν γεννηθεί με κάποια μέθοδο υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να γίνουν μεγάλες κλινικές δοκιμές για να μελετηθούν καλύτερα οι πιθανοί κίνδυνοι για την υγεία τους σε βάθος χρόνου.