Η οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας καθορίζεται από τον ρυθμό της χρησιμότητας των παραγόντων παραγωγής – κεφάλαιο και εργασία – καθώς επίσης και από την αποτελεσματικότητα της χρησιμοποίησής τους. Παραδοσιακά η οικονομική ανάπτυξη της Ευρωπαϊκή Ένωσης χαρακτηριζόταν από την αυξημένη χρησιμοποίηση του κεφαλαίου έναντι της εργασίας και από την αυξημένη παραγωγική ανάπτυξη. Η Ε.Ε. αναγνωρίζοντας την επιτακτική ανάγκη να «προλάβει» σε πρώτη φάση και κατόπιν να «ξεπεράσει» την Αμερική, αλλά και να προετοιμαστεί για την «αντεπίθεση» της Κίνας και της Ινδίας, έχει προβεί σε δομικές αλλαγές των πολιτικών και των θεσμικών πλαισίων που υποστηρίζουν την ανταγωνιστικότητα και την οικονομία της γνώσης και των πληροφοριών.
«Ως ανταγωνιστικότητα η Ε.Ε. προσδιορίζει στην δυνατότητα μιας οικονομίας να παρέχει στον πληθυσμό της υψηλά και διαρκώς καλύτερα βιοτικά επίπεδα και υψηλούς ρυθμούς απασχόλησης σε διατηρούμενη βάση.»
Σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα 1, ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος των 27 χωρών μελών αποκαλύπτει πρώτον την τεράστια απόκλιση της Ε.Ε. από την Αμερική στο κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) και δεύτερον την ανομοιογένεια του ΑΕΠ στις διάφορες χώρες μέλη της Ε.Ε.

Σχεδιάγραμμα 1, Πηγή: European Commission, European Competitiveness Report, 2007
Όπως προβάλλει το σχεδιάγραμμα 1 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας βρίσκεται στο 88.5% της Ε.Ε. των 27 και περίπου στο 57% της Αμερικής. Εδώ χρειάζεται να τονισθεί ότι η Ελλάδα την πενταετία 1995-2000 είχε μια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της τάξης του 2.9% και την πενταετία 2000-2005 της τάξεως του 4.1%, όταν τα αντίστοιχα μεγέθη του μέσου όρου της Ε.Ε. ήταν 2.7% και 1.4%. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια διατήρησε αυξημένους ρυθμούς ανάπτυξης προσπαθώντας να «προλάβει» την Ε.Ε. που βρίσκεται ήδη πολύ μπροστά. Αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι τα τελευταία 20 σχεδόν χρόνια έχουν ενισχύσει στην Ελληνική οικονομία τέσσερα κοινοτικά πλαίσια στήριξης, προσφέροντας «φρέσκα κεφάλαια» στην αγορά και στις επιχειρήσεις, καθώς και το γεγονός ότι η πρώτη 5ετία του 21ου αιώνα σημαδεύτηκε από τα ολυμπιακά έργα, η ανάπτυξη της χώρας μας με τέτοιους ρυθμούς ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν τελικά δημιουργήθηκαν οι υποδομές και μορφοποιήθηκαν οι πολιτικές που είναι αναγκαίες για την στήριξη μιας μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης ή είχαμε απλά κάποια «λαμπερά βεγγαλικά» στο, κατά τα άλλα, σκοτεινό στερέωμα της ελληνικής οικονομίας;
Ένας δεύτερος σημαντικός παράγοντας που ορίζει την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας είναι η εργατική παραγωγικότητα. Όπως διαφαίνεται στο διάγραμμα 2, η Ε.Ε. των -27 βρίσκεται στο 72% της παραγωγικότητας της Αμερικής.

Σχεδιάγραμμα 2, Πηγή: European Commission, European Competitiveness Report, 2007
Σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία η χώρα μας τοποθετείται πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. των 27 με την εργατική παραγωγικότητα να ξεπερνάει το 103%. Η αύξηση της εργατικής παραγωγικότητας είναι συνέπεια δύο παραγόντων, της αύξησης της συσσώρευσης κεφαλαίου ανά εργαζόμενο και της τεχνολογικής προόδου. Αν αναλογιστεί κανείς, πέρα από τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης και τους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004 όπως προαναφέραμε, την ραγδαία διάδοση και ανάπτυξη των νέων πληροφοριακών και επικοινωνιακών τεχνολογιών, όπως το Διαδίκτυο, την κινητή τηλεφωνία, κτλ., σε μια προσπάθεια να γεφυρώσουμε το χάσμα με τους Ευρωπαίους Εταίρους μας τότε είναι εύλογο να μιλάμε για ρυθμό ανάπτυξης της παραγωγικότητάς πάνω από το μέσο όρο της Ε.Ε.
Η Ελλάδα παρουσιάζετε σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να είναι πρώτη στο χωριό και τελευταία στην πόλη. Η Ελληνική οικονομία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια υποανάπτυκτη και ταυτόχρονα αναπτυσσόμενη καπιταλιστική οικονομία αρκετά κάτω από τον μέσο όρο των δυτικό-ευρωπαίων εταίρων μας και αρκετά πάνω από τον μέσο όρο των πρώην κομουνιστικών οικονομιών των Βαλκανίων.
Οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών είχαν την ιστορική ευκαιρία και συνάμα την δυνατότητα να αξιοποιήσουν τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης χαράσσοντας μια οικονομική και κοινωνική πολιτική με όραμα και προοπτική για μια ανταγωνιστική Ελλάδα μέσα και έξω από τους κόλπους της Ε.Ε. Το αν αποδειχτούν σωστές οι εκάστοτε στρατηγικές των διαφόρων κυβερνήσεων μόνο ο χρόνος θα δείξει, αρκεί να σημειώσουμε βέβαια ότι η «βοήθεια» με την μορφή των κεφαλαίων στήριξης από την Ε.Ε. ελαττώνεται στο ελάχιστο πλέον, η επιχειρηματικότητα και η καινοτομία είναι δυο σχεδόν ανύπαρκτες έννοιες στην οικονομική στρατηγική της Ελλάδας, και οι περισσότερες μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις αδυνατούν να ακολουθήσουν σύγχρονες στρατηγικές, απασχολούν υπεράριθμο εργατικό δυναμικό και αποδεικνύονται ολοένα και περισσότερο ζημιογόνες για την ελληνική οικονομία.

