*** Όταν την Παρασκευή το πρωΐ ήρθε στη δημοσιότητα
το μαντάτο τού θανάτου τού Πάνου Ζάρλα,
οι περισσότεροι ξεστομίσαμε ακαριαία κάποιαν ύβρι·
ένας ακόμη νέος άνθρωπος έχασε άδοξα τη ζωή του στον δρόμο
και μάλιστα -οποία τραγική ειρωνεία- ανήμερα των 28ων γενεθλίων του.
Ο Πάνος Ζάρλας έγινε γνωστός μέσα από το «Power of Love»,
όπου μαζί με τη Στέλλα Μιζεράκη
ανεδείχθησαν ως το νικητήριο ζευγάρι τού ριάλιτι.
Προσηνής, συμπαθέστατος, δραστήριος,
έμοιαζε να είχε όλην τη ζωή μπροστά του,
αλλά δυστυχώς απεδείχθη ότι δεν ήταν έτσι.
Η πρώτη σκέψη που κάνεις σε περιπτώσεις σαν αυτήν,
συμπυκνώνεται στη λέξη «άδικο».
Είναι άδικο να φεύγει ο άνθρωπος στο άνθος τής ηλικίας του,
όποιος κι αν είναι ο τρόπος που επιφέρει τον θάνατο.
Όμως, μήπως η συγκεκριμένη αντίληψη δημιουργεί κι άλλους νεκρούς..;
*** Αρχικώς (και αντανακλαστικώς), ήθελα να έκανα λόγο για «άδικο θάνατο»,
αλλά συνειδητοποίησα πως έτσι θα εξέπεμπα λανθασμένο μήνυμα·
ένα μήνυμα που θα απετελούσε ασέβεια στη μνήμη
όσων έχουν χάσει τη ζωή τους στον δρόμο,
ασέβεια προς τις οικογένειές τους,
αλλά και υπόθαλψη μίας ιδιότυπης εγκληματικότητας
που χαρακτηρίζει τη Νεοελληνική Κοινωνία.
Ξέρω ότι τις ώρες και τις μέρες τού πόνου
είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρει η αντικειμενική προσέγγιση
τον δέοντα χώρο στη Συλλογική Συνείδηση,
αλλά η πραγματικότητα έχει αποδείξει
ότι με το Συναίσθημα δεν καταπολεμάται η Οδηγική Αυτοκτονικότητα.
Ο 28χρονος Πάνος έτρεχε με τη μηχανή του χωρίς καν να φοράει κράνος·
άλλοτε αυτό παίζει καταλυτικό ρόλο και άλλοτε όχι,
μα -σε επίπεδο σωστής νοοτροπίας-
είναι ολέθριο να επαφιέμεθα στην περιπτωσιολογία που έχει ευνοϊκό πρόσημο
και να αδιαφορούμε για τις αρνητικές πιθανότητες.
Ως εκ’ τούτου, όταν εμμένουμε ως Κοινωνία να μιλάμε για άδικους θανάτους,
δημιουργούμε «νεκρούς με άλλοθι»·
αθωώνουμε το -ενίοτε, μοιραίο- σφάλμα
και έτσι παράγουμε συνεχώς νεκρολογίες.
Η Ελλάδα κατέχει εδώ και πολλά χρόνια μία θλιβερή πρωτιά
ανάμεσα σε όλες τις χώρες τής «Ευρωπαϊκής Ένωσης»·
αυτή η θρασεία και απαίδευτη χώρα
έχει -με βάση τον πληθυσμό της-
το μεγαλύτερο ποσοστό θανάτων από τροχαία δυστυχήματα.
Η Ελλάδα έχει πολλές συνταγές για να τρώει τα παιδιά της·
μία από αυτές τις αιμομεικτικές-κανιβαλικές «συνταγές»
είναι ο τρόπος που η Ελλάδα διδάσκει τα παιδιά της να οδηγούν.
*** Ο Έλληνας είναι ο Αγαπημένος Φορολογούμενος τού Άδοξου Θανάτου.
Ο «φόρος αίματος»
που πληρώνει η πατρίδα μας στον «Μολώχ τής Ασφάλτου»
είναι βαρύς και -το χειρότερο- διαχρονικά συνεπής.
Ο Πάνος Ζάρλας έφυγε από τη ζωή άδοξα.
Έμοιαζε να είχε όλην τη ζωή μπροστά του,
έμοιαζε να είχε μπροστά του
όλην τη δόξα που εδύναντο να γεννούσαν τα όνειρά του.
Ήταν νέος. Αλλά δυστυχώς, έφυγε νέος.
Έφυγε βίαια, σκληρά·
είναι φορές που το Ανθρώπινο Λάθος έχει απάνθρωπο αποτέλεσμα.
*** Ο Πάνος Ζάρλας έφυγε ανήμερα των γενεθλίων του.
Μόλις μαθεύτηκε αυτή η συγκλονιστική σημειολογία,
αμέσως το μυαλό μου πήγε στον τεράστιο ποιητή μας, τον Κωνσταντίνο Καβάφη,
ο οποίος επίσης γεννήθηκε και έφυγε την ίδια ημερομηνία
(29 Απριλίου 1863-29 Απριλίου 1933).
Και θυμήθηκα την «Ιθάκη».
Και θυμήθηκα την αρχή και το τέλος τού μνημειώδους ποιήματος..:
Σὰ βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη,
νὰ εὔχεσαι νἆναι μακρὺς ὁ δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
…
Ἡ Ἰθάκη σ᾿ ἔδωσε τ᾿ ὡραῖο ταξίδι.
Χωρὶς αὐτὴν δὲν θἄβγαινες στὸν δρόμο.
Ἄλλα δὲν ἔχει νὰ σὲ δώσει πιά.
Κι ἂν πτωχικὴ τὴν βρῇς, ἡ Ἰθάκη δὲν σὲ γέλασε.
Ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες, μὲ τόση πείρα,
ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες ᾑ Ἰθάκες τί σημαίνουν.
*** Σε περιπτώσεις σαν αυτήν τού θανάτου τού Πάνου Ζάρλα,
ο εισαγωγικός στίχος
«Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος…»,
είναι ανατριχιαστικός, συγκλονιστικός, προφητικός και τραγικά ειρωνικός·
αλλά κι ο επίλογος είναι εξ’ ίσου συνταρακτικός.
Δυστυχώς,
ο επίλογος τής «Ιθάκης» έμελλε να βιωθεί από τη μητέρα τού αδοξοχαμένου Πάνου,
η οποία έφτασε στο σημείο όπου είχε ξεψυχήσει το παιδί της
και ήταν απεγνωσμένη σε βαθμό στωϊκότητας.
Ήταν εμφανές ότι αυτή η γυναίκα, αυτή η μάνα,
αρνούταν να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί
και η απόγνωσή της λειτουργούσε προσωρινά ως «ηρεμιστικό».
Μία μάνα εκτός τόπου και δρόμου, εκτός δρόμου και χρόνου,
δεν είχε καν τη δύναμη να αφεθεί στον Οδυρμό και στην Οιμωγή.
Περιφερόταν στον τόπο τού δυστυχήματος,
ως προσωποποίηση και ενσάρκωση τής απορίας «Τι γυρεύω εγώ εδώ;»·
σαν να έλεγε στο λατρεμένο της παιδί «Τι γυρεύεις εσύ στον Θάνατο;».
Μία γυναίκα χτυπημένη από τη Μοίρα τού παιδιού της,
η οποία (θα) εμπεριέχεται πια ισοβίως
στη φράση που χρησιμοποιεί σε τέτοιες περιπτώσεις η Ελληνίδα Μάνα·
μία χαμηλόφωνη και συγκλονιστικά ταπεινή θρηνητική φράση,
με την οποία η Ελληνίδα Μάνα εκφράζει τη συμπόνια και τη συμμετοχή της
στο μοιρολόϊ και στο πένθος κάθε χαροκαμένης γυναίκας που έχασε το σπλάχνο της..:
«Αχ, η μαύρη η μάνα…».
Ο Υπο-Κοσμικός
