Ο μαγικός κόσμος του κινηματογράφου χθες, Σάββατο 11 Οκτωβρίου, έγινε όχι λίγο, αλλά αρκετά πιο φτωχός, καθώς έφυγε από τη ζωή η Νταϊάν Κίτον, σε ηλικία 79 ετών.
Η βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιός έγινε γνωστή τη δεκαετία του 1970 μέσα από τον ρόλο της στα «The Godfather» (Ο Νονός) και τις συνεργασίες της με τον σκηνοθέτη Γούντι Άλεν. Το 1978 τιμήθηκε με το Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της στο «Annie Hall», ενώ η καριέρα της περιλάμβανε επιτυχίες όπως «The First Wives Club», «Father of the Bride», «Something’s Gotta Give» και τη σειρά ταινιών «Book Club».
Γεννημένη στο Λος Άντζελες το 1946 ως Ντάιαν Χολ, ήταν το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειάς της. Την καριέρα της στο σινεμά θα τη ζήλευαν πολλοί, όπως και το ιδιαίτερο στυλ της, που δεν θα μπορούσε να μιμηθεί κάποιος εύκολα. Μια προσωπικότητα που έκανε το Χόλιγουντ πιο λαμπρό και τώρα, αφήνει πίσω της έργο πέντε δεκαετιών και δύο παιδιά.
Οι New York Times τιμούν την Κίτον με ένα μεγάλο φωτογραφικό αφιέρωμα, το οποίο καλύπτει τη ζωή της, το ντύσιμό της και την κινηματογραφική της πορεία.
Ο τρόπος ντυσίματος της Κίτον, κλειδί για την επιτυχία της
Όπως γράφουν οι New York Times, τα ρούχα της Νταϊάν Κίτον ήταν κινηματογράφος. Αυτό είναι η αδιαμφισβήτητη αλήθεια, ειδικά όταν εμφανίστηκε στην ταινία «Annie Hall», μετά από έναν αγώνα τένις, με ένα καπέλο με φαρδύ γείσο, χακί παντελόνι και ένα υπερμεγέθη γιλέκο, με μια γραβάτα να προεξέχει – ίσως το πιο αξιομνημόνευτο ντύσιμο στην ιστορία του σινεμά.
Αυτή είναι η στιγμή που η Άννι, της Κίτον, συναντά για πρώτη φορά τον Άλβι Σίνγκερ, τον οποίο υποδύεται ο σκηνοθέτης της ταινίας, Γούντι Άλεν, και το στυλ της είναι τόσο ιδιόμορφο, που σου λέει όλα όσα πρέπει να ξέρεις για τον χαρακτήρα της: είναι μοναδική και λίγο εκκεντρική στην τελειότητα της κομψότητάς της, μια αντίθεση απέναντι στον ντροπαλό Άλεν. Δεν μοιάζει με καμία άλλη. Μια αποκάλυψη, με τη γραβάτα που της έδωσε η «γιαγιά» της.
Ο τρόπος της φαίνεται να ταιριάζει με την ιδιαιτερότητα των ρούχων της, καθώς έχει μια σύντομη συζήτηση με τον Άλβι, επιπλήττοντας τον εαυτό της για το ότι είπε κάτι «ηλίθιο» όταν αυτός την επαινεί για το παιχνίδι της στο τένις. «Λα-ντι-ντα, λα-ντι-ντα, λα-λα», λέει, με το χέρι στο ισχίο της. Έχεις την αίσθηση ότι η Άννι φόρεσε τα ρούχα της με τον ίδιο τρόπο που προφέρει το «Λα-ντι-ντα»: χωρίς να το σκεφτεί πολύ, αλλά με απόλυτη σοβαρότητα. Τρομερά ενδιαφέρουσα.
Η Κίτον, της οποίας ο θάνατος σε ηλικία 79 ετών επιβεβαιώθηκε το Σάββατο, ήταν ήδη γνωστή για τις ταινίες «Ο Νονός», όταν εμφανίστηκε στο «Annie Hall» το 1977, αλλά ήταν η κωμωδία του Άλεν που θα καθόριζε όχι μόνο την καριέρα της, αλλά και την αδιαμφισβήτητη αισθητική της. Το στυλ της Νταϊάν Κίτον αποτελούταν από ψηλά ντεκολτέ και εκκεντρικές εκδοχές παραδοσιακά ανδρικών ενδυμάτων — καπέλα και σακάκια, ζιβάγκο και πουκάμισα με κουμπιά, κασκόλ και γραβάτες: ανδρικά ρούχα που είχε αναπροσαρμόσει. Άλλες γυναίκες προσπαθούσαν να τη μιμηθούν στα κόκκινα χαλιά ή ακόμα και στις ταινίες, όπως για παράδειγμα η Μεγκ Ράιαν στην ταινία «Όταν ο Χάρι γνώρισε τη Σάλι» (1989). Ωστόσο, τα δικά τους σύνολα έμοιαζαν με κοστούμια. Για την Κίτον, ήταν κάτι παραπάνω, ήταν ήθος.
Ως ηθοποιός, η Κίτον μπορούσε, όταν ήθελε, να εξαφανιστεί μέσα στους ρόλους της, όπως η ανυποψίαστη σύζυγος του μαφιόζου Κέι Κορλεόνε στις ταινίες «Ο Νονός» ή η δημοσιογράφος του πρώιμου 20ού αιώνα Λουίζ Μπράιαντ, στο δράμα του Γουόρεν Μπίτι «Reds» (1981). Αλλά, η «Κίτον-ικότητα» ήταν επίσης μια από τις σπουδαιότερες ικανότητες της.
Στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο «Then Again» (2011), έγραψε ότι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Annie Hall», ο Άλεν της είπε να «φορέσει ό,τι θέλει». Εξήγησε: «Έκανα λοιπόν ό,τι μου είπε ο Γούντι: Φόρεσα ό,τι ήθελα να φορέσω, ή μάλλον, έκλεψα ό,τι ήθελα να φορέσω από τις κομψές γυναίκες στους δρόμους της Νέας Υόρκης». Δανείστηκε το καπέλο μπολερό από τη Γαλλίδα ηθοποιό Aurore Clément, όταν εμφανίστηκε στο πλατό του «The Godfather Part II».
Η Κίτον υποβάθμισε τον ρόλο που η ίδια έπαιξε στη δημιουργία της χαρακτηριστικής εμφάνισης της Άννι. Σύμφωνα με τη γνώμη της, οι «street chic» γυναίκες του Σόχο θα έπρεπε να είχαν αναγνωριστεί ως οι πραγματικές ενδυματολόγοι της ταινίας, προτού προσθέσει ότι αυτό δεν ήταν «απόλυτα αληθές», καθώς ο Άλεν ήταν ο δημιουργός πίσω από κάθε σχετική απόφαση.
Αλλά αυτή η άποψη της στερεί τα «δικαιώματα» του χαρακτήρα που καθόρισε την καριέρα της και που τόσο ξεκάθαρα της αξίζει. Κάνει το στυλ της Άννι μέρος της ερμηνείας της. Αυτό φαίνεται στον τρόπο που το καπέλο της ενισχύει την ντροπαλότητά της, στη σκηνή όπου ο Άλβι της λέει ότι την αγαπά και στον τρόπο που κρύβεται μέσα στο σακάκι της για να θυμίζει μια αιθέρια τραγουδίστρια όταν τραγουδάει το «Seems Like Old Times». Μετατρέπει τις τσέπες του παντελονιού της σε αξεσουάρ, βάζοντας το χέρι της μέσα όταν προσπαθεί να φανεί αδιάφορη.
Η Άννι είναι μια γυναίκα γεμάτη αντιφάσεις. Είναι ταυτόχρονα η τέλεια γυναίκα για τον Άλβι και ένα χάος … ανασφάλειας. Είναι επιπόλαιη και αυτοκυρίαρχη. Όλα στο σώμα της αντανακλούν τις αντιφάσεις του χαρακτήρα. Αψήφησε τις συμβάσεις για το τι έπρεπε να φορούν οι γυναίκες, ντύνοντας τον εαυτό της με φαρδιά ρούχα, σχεδιασμένα για το ανδρικό σώμα, και όμως ήταν εξαιρετικά σέξι.
Τα ρούχα μπορεί να είχαν «εξαφανίσει» μια λιγότερο ταλαντούχα ηθοποιό, αλλά στην περίπτωση της Κίτον όλα δούλεψαν ρολόι και οι έξυπνοι σκηνοθέτες ήξεραν πώς να εκμεταλλευτούν τις τάσεις της στη μόδα προς όφελός τους. Πάνω από δύο δεκαετίες αργότερα, η ταινία της Νάνσι Μάγιερς «Something’s Gotta Give» (2003) σηματοδότησε μια νέα φάση στην καριέρα της Κίτον, με την οποία υποδύθηκε μια θεατρική συγγραφέα που καταλήγει να ερωτευτεί τον πολύ μεγαλύτερο σε ηλικία φίλο της κόρης της, τον οποίο υποδύθηκε ο Τζακ Νίκολσον. Είναι καλοκαίρι, αλλά η Κίτον φοράει ζιβάγκο κάτω από πουλόβερ και πουκάμισα.
Όταν ο χαρακτήρας του Νίκολσον βρίσκεται στο κρεβάτι μετά από καρδιακή προσβολή στο σπίτι της στα Χάμπτονς, τη ρωτά: «Τι παίζει με τα ζιβάγκο;» Εκείνη απαντά: «Μου αρέσουν. Πάντα μου άρεσαν, είμαι απλά μια κοπέλα που προτιμά τα ζιβάγκο». Εκείνος την προκαλεί, ρωτώντας την αν ζεσταίνεται ποτέ και η διπλή έννοια είναι σκόπιμη. Εκείνη απαντά απότομα: «Όχι», πριν προσθέσει: «Όχι τελευταία». Είναι απόλυτα σίγουρη για τις επιλογές της, τόσο στα ρούχα, όσο και στη ζωή.
Ναι, μέρος της απόλαυσης αυτής της ρομαντικής κωμωδίας είναι να βλέπεις πώς αυτοί οι δύο άνθρωποι ερωτεύονται, αλλά η ταινία δεν αφορά τόσο το ότι την κάνει να βγάλει το ζιβάγκο της, όσο το ότι αποδέχεται ότι μια κοπέλα που φοράει ζιβάγκο είναι αυτή που θέλει. Γιατί, τελικά, είναι η Νταϊάν Κίτον. Οι ενδυματολογικές της προτιμήσεις ήταν μέρος της αιώνιας γοητείας της, καταλήγουν οι NYT.
















