Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος προλογίζει τον ποιητή Κώστα Μαρδά

Μια άγνωστη, μέχρι τώρα, πτυχή του αποκαλύπτει ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας Κώστας Μαρδάς: Aυτήν του ποιητή.

Μετά από 7 βιβλία ιστορικο- πολιτικού περιεχομένου, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Αθήνα με Θολό-Ποτάμι».

Πρόκειται για ποιήματα μιας τριακονταετίας, «από τα φοιτητικά χρόνια της Μεταπολίτευσης, έως τα ύστερα δημοσιογραφικά του χρόνια».

Την έκδοση – με εξώφυλλο ένα γυναικείο κεφάλι δια χειρός του κορυφαίου ζωγράφου Αλέκου Φασιανού – προλογίζει ως εξής ο μεγάλος στιχουργός της ποίησης Λευτέρης Παπαδόπουλος:

«Ο Μαρδάς, είναι μια βρύση, που στάζει αργά αργά για να σε βασανίσει. Ελάχιστοι στίχοι. Δουλεμένοι μέσα σε ποικίλα εργαστήρια, ώσπου να πάρουν την τελική μορφή τους. Σʼ αυτήν όμως, την τελική μορφή, δεν χωράει τίποτα άλλο. Και ούτε κάτι περισσεύει. Τα πάντα, είναι ζυγιασμένα, με τη ζυγαριά του χρυσικού, που δεν κάνει λάθη, δεν χαρίζει, δεν κλέβει. Μεγάλη δύναμη θέλει αυτό το πράγμα. Και μεγάλη πειθαρχία.

«Η ποίηση του Μαρδά πηγάζει από τα έγκατα ενός ανθρώπου, που θα τον έλεγα κυνικό, αν δεν έβλεπα, από τους στίχους του πάντοτε, ότι είναι απελπισμένος. Απελπισμένος απʼ αυτό τον κόσμο με τις προτομές των προδοτών, με το στοιχειωμένο χιόνι που μοιάζει με λίπος, με τα διάφανα, μα δολοφονικά χέρια. Κάπου κάπου σε μια στροφή του δρόμου παραμονεύει ένα λουλούδι, απροσδόκητα. Και ο απελπισμένος , ο κυνικός Μαρδάς, γίνεται ξαφνικά λυρικός, τρυφερός, έτοιμος να σπάσει, σαν μια λεπτή μεμβράνη. Φοβάται, ωστόσο, που αποκαλύπτει την ευαισθησία του, το πόσο είναι ευάλωτος και άοπλος. Και σπεύδει να ρίξει στον δίσκο, μπρος από τη λατέρνα της κεντρικής λεωφόρου, μια διάταξη νόμου! Αλλά και πάλι, σα να μετανιώνει, στον τελευταίο στίχο του ποιήματός του («Οφειλή») προχωράει στην ανατροπή. Ρίχνει στον δίσκο το μάτι του. Το χρωστάει αυτό το μάτι, αφού τίποτα άλλο δεν έχει, για να προσφέρει ως αντίδωρο στην έκπληξη, στη χαρά, στις παιδικές μνήμες, που φέρνει η μουσική της λατέρνας».

Και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος καταλήγει :

«Ελπίζω ότι ο Μαρδάς, μπλεγμένος, τώρα και με την αδυσώπητη τηλεόραση, κατάκοπος, τα βράδια, θα βρίσκει έμπνευση και χρόνο για να γράφει ποιήματα. Θα είναι μια λύτρωση για τον ίδιο. Και μια μεγάλη χαρά, για όσους εκτιμούν τον ίδιο και το ταλέντο του».

ΟΦΕΙΛΗ

Μια λατέρνα ακούστηκε

στην κεντρική λεωφόρο.

Οι διαβάτες σκορπίστηκαν φοβισμένοι.

Κατέβηκαν τα ρολά των εργοστασίων

κι οι μηχανές έσβησαν μόνες τους.

Ένα λεωφορείο από μακριά.

Δεν είχε οδηγό και αριθμό.

Βγήκαν οι διαβάτες.

Μπήκαν στη σειρά

και κλαίγοντας

περνούσαν μπροστά από τη λατέρνα

ρίχνοντας στο δίσκο

άλλος το δαχτυλίδι του

άλλος το κουμπί του

άλλος μια διάταξη νόμου

και ο τελευταίος το μάτι του.

 

ΕΓΚΑΙΝΙΑ

Με σεντόνια πάλλευκα

οι προτομές των προδοτών

αναμένουν εναγωνίως

τους κυρίους υπουργούς.

Με τα ίδια σεντόνια

που σκέπασαν τους νεκρούς.

 

ΝΑΥΤΙΑ

-Έλα να δεις το χιονισμένο τοπίο,

είπες.

Μα εγώ είδα ένα χιόνι νεκρό.

Στοιχειωμένο.

Κίτρινο λίπος.

 

ΧΕΡΙΑ

Βρήκα μια στέρνα

γεμάτη χέρια

κομμένα

από το μπράτσο,

απʼ τον καρπό.

Χέρια λεπτά.

Με δαχτυλίδια.

Ερωτικά.

Δεσποτικά

που κράτησαν τα Άγια.

Χέρια χοντρά.

Σκληρά, μουτζουρωμένα.

Εργατικά.

Διάφανα χέρια.

Δήθεν αθώα

μα δολοφονικά.

 

ΤΡΙΑΔΙΚΟΣ

Πάντα μια Λύση Τελική

δίνει ο ουρανός.

Είναι εκεί που κατοικεί

Τριαδικός, μα άδικος Θεός.

 

Το σύστημα το θεϊκό

θέλει τροποποιήσεις

θέλει ένα δίκαιο άνθρωπο

στον ουρανό να στήσεις.

 

Ανθρώπους θέλω δυνατούς

να διορθώνουν τους Θεούς.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης