Ελευθέριος Ανευλαβής
«Μήτε τώρα είσαι καλά μήτε δια τα μέλλοντά σου, με τους ανθρώπους όπου σε τριγυρίζουν, πολιτικούς, σπιγούνους…» (Μακρυγιάννης)
«Την γαρ χώραν… ελευθέραν δι αρετήν παρέδωσαν:
Τούτη τη χώρα με την παλικαριά τους (οι πρόγονοι) μας την παρέδωσαν ελεύθερη». Λέει ο Περικλής μπροστά στην κλίνη των αφανών πεσόντων στον Πόλεμο. «Μια δε κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών».
Τούτη τη Νεοελληνική Χώρα, οι πρόγονοι, οι Κλέφτες και Αρματολοί του 1821, μας την παρέδωσαν ελεύθερη με την παλικαριά τους.
Κι ας έκαναν το πάν οι κοτζαμπάσηδες να μείνει η χώρα όπως ήταν, κατατρέχοντας τους ραγιάδες και πριν την επανάσταση και μετά.
«Πρόσθες ακόμη τα ανυπόφορα κακά όπου καθημερινώς δοκιμάζουσιν από τους αχρείους επιστάτας του τυρράνου…όπου κραζονται προεστοί και άρχοντες, οίτινες από την βρωμερά συνήθειαν έχασαν σχεδόν την εντροπήν των ανθρώπων και τον φόβον του Θεού.» (Ελληνική Νομαρχία).
«Και σκότωναν οι τύραγνοι κι οι τουρκοκοτζαμπασήδες» (Μακρυγιάννης)
Κι’ έφερναν χίλια δυο προσκόμματα οι άρχοντες στους πολεμιστές της Πατρίδας.
«Η αιτία του κακού είναι οι άρχοντες όχι φιλότιμοι, ουδέ τόσο φιλόδοξοι, όσον φιλόπλουτοι. Κατακρατούν τα άρματα όχι δια να πολεμήσουν αλλά δια να υπερασπίσουν τα πλούτη των και κοντά εις τούτο σφετερίζονται και όλα της Πατρίδος τα δικαιώματα» (Θ. Κολοκοτρώνης)
Και συμβούλευε η Φαναριώτικη «πατρική διδασκαλία»:
«Κλείσατε τα αυτία (προσοχή δεν είναι λάθος. Αυτίον έγραφε το ιερόν Φανάριον) σας και μην δώσετε καμμίαν ακρόασιν εις ταύτας τας νεοφανείς ελπίδας της ελευθερίας εναντίον εις τα ρητά της θείας γραφής και των Αγίων Αποστόλων όπου μας προστάζουν να υποτασσώμεθα είς τας υπερεχούσας άρχας …»
Κι’ ας κωλυσιεργούσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στο κάλεσμα του Παπαφλέσσα να κηρύξει την επανάσταση.
«Πού πολεμοφόδια; Πού όπλα; Πού χρήματα πολυάριθμα; Αλλ’ εις εποχήν ταύτην οποία δείγματα θετικότητος έχομεν για να πιστεύσωμεν όσα λέγει ο Δικαίος και όσα γράφει ο Υψηλάντης;»
Κι’ ας κανοναρχούσε ο Προύχοντας Ανδρέας Ζαΐμης
« Όλα τα παρά του Δικαίου λεχθέντα είναι άστατα…στασιαστικά, ιδιοτελή, και σχεδόν μπιρμπάντικα.». (Αμβροσίου Φραντζή, «Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος».)
Κι ας έσπερναν τη διχόνοια οι Δεσποτάδες στον λαό.
«Τους άλλους τους έβαλλε εις διχόνοια ο Δεσπότης (σ.σ. της Αρκαδίας). Πιάστηκα με τον Άγιον.». (Μακρυγιάννης)
Η επανάσταση του 1821 άρχισε χωρίς τις ευλογίες του Παλαιών Πατρών και των προυχόντων.
Στις 21 Μαρτίου ο τσαγκάρης Παναγιώτης Κερτζάς ξεσηκώνει την Πάτρα.
Στις 23 του Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης κι ο Παπαφλέσσας μπαίνουν στην Καλαμάτα.
Κατόπιν, οι προύχοντες αναγκάστηκαν να προσχωρήσουν.
«Ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα ότι εν τη Μονή της Αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά πρώτον η σημαία της Ελληνικής Επαναστάσεως» (Σπ. Τρικούπη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως).
Τούτη την πατρίδα ΔΕΝ την ελευθέρωσαν οι Δεσποτάδες και οι Προύχοντες. Οι Κωλέτηδες και οι Μαυροκορδάτοι, πολιτικάντηδες. Αυτοί να την οικειοποιηθούν πάσχιζαν, για να’χουν το ελεύθερο να κάνουν τις βρωμιές τους.
«Ο Κωλέτης παρακινάει και τα άλλα μέλη της Διοικήσεως και τους στέλνουν πάλε εναντίον του Οδυσσέα (Ανδρούτσο). Μου λέγει ο Γκούρας « Η διοίκηση θέλει να με κάνει χιλίαρχον εις το ποδάρι του Δυσσέα φτάνει να σκοτώσω τον Δυσσέα. Η καϋμένη η πατρίδα αμαρτίες οπούχε και γύρευε να την λευτερώσουμε εμείς οι ανθρωποφάγοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί. Τι έκανε ο Δυσσέας; Ότι πήγε να σκοτώσει τους Τούρκους; Τώρα βαίνουν εσένα να σκοτώσης τον Δυσσέα. Αύριον θα βάνουν εμένα, σκοτώνω εσένα. Κι έτζι θα μας φάνε όλους. Θα μπούνε μονάχα οι Τούρκοι μέσα και θα κυργέψουν την Πατρίδα…Κι ο Κωλέτης σαν την φώκια όπου κλαίει τον πνιγμένον όσο που σαπίζει και κάθεται και τον τρώγει. Εμφύλιους πολέμους και φατρίες ‘πιτηδεύεται ο Αρχηγός (ο Κωλέτης) να κάνη, Τούρκους δεν έχει κώλο να πλησιάζει κοντά τους…. Το Έθνος μας το κομμάτιασαν εις την Συνέλεψη. Εμείς σκοτωνόμαστε κι οι πολιτικοί τήραγαν τους σκοπούς τους….Ότι σιδερώνουν την αρετή εκείνοι που σε κυβερνούσαν και σε κυβερνούν και τώρα κατατρέχουν το δίκαιον και την αλήθειαν και με ψέματα θέλουν και με σπιγούνους να σε λευτερώσουνε…. Μήτε τώρα είσαι καλά μήτε δια τα μέλλοντά σου, με τους ανθρώπους όπου σε τριγυρίζουν, πολιτικούς, σπιγούνους και τοιούτους αξιωματικούς.». (Μακρυγιάννης).
Τούτη την Πατρίδα την ελευθέρωσαν, διωκόμενοι, υβριζόμενοι, φυλακιζόμενοι, οι αθυρόστομοι Καραϊσκάκηδες, οι σεβαστοί και τολμηροί Κολοκοτρώνηδες, οι απροσκύνητοι Διάκοι και Παπαφλέσσες, οι Μακρυγιάννηδες. Οι δολοφονημένοι, από τους ρουφιάνους των Μαυροκορδάτων και Κωλέτηδων, Ανδρούτσοι.
Γιατί, αυτοί οι ταπεινοί χωριάτες και οι βουνήσιοι Κλέφτες και Αρματολοί, πίστευαν όχι στην «πατρική διδασκαλία» του Φαναρίου, αλλά πίστευαν και πάλευαν «για του Χριστού την πίστη την Αγία και της πατρίδος την Ελευθερία», του Μάρτυρα Ρήγα.
Γιατί, αυτοί οι Κλέφτες και Αρματολοί, έκαναν πόλεμο, έχοντας σπουδάσει στη Στρατιωτική Ακαδημία της κλεφτουριάς. Όπου ο αδύνατος, γνωρίζοντας τον τόπο του και τις ιδιομορφίες του, ξέρει και πώς θα πολεμήσει και πώς να νικήσει τον πιο δυνατό.
Ο Καραϊσκάκης «εστρατηλάτει κατά την κλέφτικην μέθοδον διεξήγαγε δε τον τοιούτον πόλεμον μεθ’ όσης δυνάμεως και ο Κολοκοτρώνης και μετά πλείονος ευφυΐας» (Julien de la Graviere στο Η Επανάσταση του 21, του Δημήτρη Φωτιάδη).
Γιατί αυτοί, οι πεινασμένοι και ξυπόλητοι, όταν είδαν πως κόντευε να χαθεί η Επανάσταση από τους ξενόφερτους Στρατηγούς και Στόλαρχους, κραύγασαν, μαζί με τον Κολοκοτρώνη,
«Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».
Αυτά, αυτοί, τότε.
Και σήμερα; Το 2021; 200 χρόνια μετά;
Να τοι, πάλι, οι Μαυροκορδάτοι, οι Κωλέτηδες, οι προύχοντες, βρικολακιασμένοι.
Οι σύγχρονοι χαλασοχώρηδες «Πολιτικατζήδες, ψιλικατζήδες, κολλυβιστάδες, μουνούχοι…» (Γ. Σεφέρης) Οι διανοούμενοι σαλτιμπάγκοι, μαϊμούδες που γέμισαν την πόλιν του Αριστοτέλη και την Πολιτεία του Πλάτωνος, με κενολογία και μπουρδολογία.
Οι κενόφρονες, που παπαγαλίζουν πολιτισμό της τηλεόρασης, των «λάιφ στάιλ» περιοδικών, της ημιμάθειας της περιαυτολογίας.
Οι δήθεν τεχνοκράτες, οι οποίοι εκσπερματώνουν στην θέα του μηχανοποιημένου πολιτισμού της ματαιόδοξης παγκοσμιοποίησης, που ερημώνει τον άνθρωπο.
Οι τραπεζιτοαγιογδύτες και τα χρυσοκάνθαρα κωλόπαιδα (golden boys), που λατρεύουν, ευλαβώς, τον θεό του χρήματος και, αδιάντροπα, εξευτελίζονται και εξευτελίζουν τον άνθρωπο. Γιατί:
«δεν φύτρωσε χειρότερο κανένα κακό στον κόσμο από το χρήμα. Αυτό γκρεμίζει πόλεις. Μαθαίνει τον άνθρωπο να γίνει κάλπης… και να κάνει κάθε βρομιά:
Ουδέν γαρ ανθρώποισιν οίο άργυρος κακόν νόμισμ’ έβλαστε. Τούτο και πόλεις πορθεί, … πανουργίας δ’ έδειξεν ανθρώποις έχειν… και παντός έργου δυσέβειαν ειδέναι.». (Πλάτων).
Οι ελληναράδες, οι νήπιοι του μαζοχυλού, που επιδεικνύουν τα ξενόφερτα φύκια, που τους πούλησαν οι κάθε λογής καπάτσοι, για μεταξωτές κορδέλες.
Ξενιτεμένοι, μέσα στην ίδια τους τη χώρα.
Ένοικοι του τουριστικού ξενοδοχείου, που κατήντησαν την Ελλάδα.
Αυτοί όλοι, οι σπουδαιογελοίοι, πολιτισμένοι βάρβαροι, του κόσμου της ερημιάς και της απόγνωσης, ανίκανοι, — αυνάνες γαρ που «εκχέουν επί την γην» (Γένεσις)]—, να γονιμοποιήσουν την ίδια τους τη χώρα, παθαίνουν οργασμούς με την Ευρώπη της εσπερίας.
Κομπλεξικοί, οι σαλονάτοι σαλτιμπάγκοι της απύθμενης ανοησίας, οι εύκολοι άνθρωποι, σουσουδίζουν, σαν την μαντάμ Σουσού, την πολιτισμένη Ευρώπη, ως πτωχαλαζόνες συγγενείς, χωρίς να την καταλαβαίνουν.
Ξεχνούν, αυτό που κάθε πολιτισμένος Ευρωπαίος γνωρίζει: ο ευρωπαϊκός πολιτισμός στα θεμέλιά του είναι ελληνικός πολιτισμός.
Ξενόμυαλοι. Δεν αντέχουν το λαμπερό φως της καθ’ ημάς Ανατολής. Αισθάνονται άνετα στο γκρίζο της παγκοσμιοποιημένης Δύσης, που δύει.
Έδωσαν αντιπαροχή την Ελλάδα, για ένα τριάρι στις Βρυξέλες.
Αυτοί όλοι οι χαλασμένοι, ολιγοφρενείς χάσκακες της δυτικόφερτης κουλτούρας «χαλούνε, προστυχεύουν» (Σεφέρης), τον λαό. Τον κάνουν, τον λαό, σαν τα μούτρα τους. «Το της πόλεως όλης ήθος ομοιούται τοις άρχουσιν» (Ισοκράτης).
Με τα δεκανίκια της εσπερίας,προσπαθούν να κάνουν τον λαό να ξεχάσει πως τα αληθινά του πόδια είναι οι κολώνες του Παρθενώνα.
Αυτοί οι χαλασμένοι, θέλουν τον λαό φτωχό και πτωχό το πνεύματι, χάσκακα, με γλώσσα δεμένη, για «να γνωρίζει ποιος είναι το αφεντικό: ίνα γιγνώσκει τον τιθασευτήν» (Αριστοφάνης).
Γιατί, «Τον που η φτώχεια τσάκισε δεν μπορεί να μιλήσει ούτε να κάνει τίποτα, του είναι δεμένη η γλώσσα:
ανήρ δεδμημένος ούτε τι ειπείν ούθ έρξαι δύναται, γλώσσα δε δέδεται» (Θέογνις).
.
Εσύ, φτενέ πολιτικατζή,
«ν’ αρπάζεις και να δωροδοκείσαι, ο δε λαός… σφιγμένος από την ανάγκη, τη μιζέρια και τον μισθό να κρέμεται από σένα με το στόμα ανοιχτό:
Συ μεν αρπάζης και δωροδοκείς… ο δε δήμος … υπ ανάγκης άμα και χρείας και μισθού προς σε κεχήνη» (Αριστοφάνης)
Κανακεύεις τον λαό, τον χαϊδολογάς, τον κολακεύεις και τον εξαπατάς. «Ήκαλλ’, εθώπευ’, εκολάκευ’, εξηπάτα» (Αριστοφάνης).
«Και έτσι, «χάνονται οι πόλεις όταν δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τους φαύλους από τους έντιμους: Τ
ας πόλεις απόλλυσθαι, όταν μη δύνωνται τους φαύλους από των σπουδαίων διακρίνειν». (Αντισθένης).
«Πολλά και αισχρά ένεκα κερδέων πεποιήκατε: πολλά και αισχρά για το κέρδος κάνατε» (Ξενοφών).
Ο καπάτσος, «και με τα δυο χέρια σουφρώνει τα δημόσια έσοδα: Καμφοίν χέροιν μυστιλάται των δημοσίων». (Αριστοφάνης).
Τις λοβιτούρες των χρυσοκανθάρων χρυσαγοριών (golden bοys) των τραπεζών, θα τις πληρώσει και πάλι ο λαός, ορίζουν οι μικροί τυφλοί ανίκανοι Κυβερνήτες, αντί να τα πιάσουν τα χρυσοκωλόπαιδα και να τα κάνουν να ξεράσουν όσα αχόρταγα και παράνομα έφαγαν.
Και οι καναλαυλιζόμενοι (αυλιζόμενοι στα κανάλια) πολιτικατζήδες, είναι πάντα πρόθυμοι να ανασκολοπίσουν πραγματικότητα και αλήθεια. Αυτοί πάσχουν από την αισχρή αρρώστια των ψεύτικων λόγων:
«Δεν είναι άλλη αισχρότερη αρρώστια από τα πλαστά λόγια:
Νόσημα γαρ αίσχιστον είναι συνθέτους λόγους» (Αισχύλος)
Όμως,
«Ο διασυρμός των ψευδολόγων είναι η πραγματικότητα:
Ψευδολόγων έλεγχος εστί τα πράγματα».
Εσύ, χαλασμένε πολιτικατζή,
«κανακεύεις τον λαό, τον χαϊδολογάς, τον κολακεύεις και τον εξαπατάς. Ήκαλλ’, εθώπευ’, εκολάκευ’, εξηπάτα» (Αριστοφάνης).
Μάζα χειραγωγούμενη από τους επιτηδείους, κατήντησε ο λαός, που του τάζουν προεκλογικά αδιάφθορους λαγούς, με πετραχήλια διαφάνειας, και μετεκλογικά γίνονται λαγοί, για να επανεμφανισθούν, σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή, στα κανάλια, προς άγραν ψήφων, οσμιζόμενοι εκλογές,
Η διατυμπανιζομένη σωφροσύνη και ψυχραιμία στην εξωτερική πολιτική αποθρασύνει τους «γειτόνους». Ίσως αυτοί να διάβασαν τον Θουκυδίδη: «Το δε σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα».
Ίσως και να εκλαμβάνουν την ψυχραιμία ως κωλοπροβολή των οπισθίων για εφαρμογή του οθωμανικού δικαίου.
Και παραβιάζουν εναέριο χώρο με πτήσεις και άνω από το Σούνιο. Και παραβιάζουν την υφαλοκρηπίδα, ενώ βορειότερα προβάλλουν τουρκικές μειονότητες στη Θράκη και μακεδονικές οι σκοπιανοί.
Και οι Κυβερνήτες μας, αντί να χτυπήσουν το χέρι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, στα διεθνή λεγόμενα «φόρα», (τα νοτιοανατολικά σύνορα της Ελλάδας είναι και σύνορα της Ευρώπης), μνημονεύοντας Καραϊσκάκη και Κολοκοτρώνη και Μακρυγιάννη και Κλέφτες και Αρματολούς, μπροστά στους κλέφτες και αμαρτωλούς ευρωπαίους, κάνουν κωλορεβερέντζες, τουτέστιν εδαφιαίες υποκλίσεις μετά προβολής των οπισθίων.
Η κοινότητα των Ελλήνων Ανθρώπων, όμως, το ξέρει καλά:
«Την φωτιά της δημιουργίας τη συντηρούν οι ανυπόταχτοι, οι ανικανοποίητοι, οι τυχοδιώκτες της ψυχής και του πνεύματος… Με την ψυχή γεμάτη κόσμους, χωρίς χαλινάρια ή παρωπίδες» (Γ. Θεοτοκάς).
Με όπλο τον Έλληνα Λόγο και μόνο, με καθαρό πρόσωπο και με σημαίες και με ταμπούρλα, η κοινότητα των Ελλήνων Ανθρώπων Αντιστέκεται και πολεμά:
Πολεμά, τους χαλασοχώρηδες και τους γλωσσοχαλαστήδες. Τους πατριδέμπορους, που κατηγορούν τους πατριώτες και υμνολογούν τον συμβιβασμό και την καλπουζανιά. Και αρνούνται την παράδοση και την ιστορία, στο όνομα του «πολιτικώς ορθού».
Πολεμά, τον αφανισμό των ανθρωπίνων αξιών, που επιχειρεί η παγκοσμιοποιημένη τιποτολογία με δέλεαρ το χρήμα και τη δύναμη -αποκλειστικό μέτρο, πλέον, με το οποίο μετριέται ο άνθρωπος.
Πολεμά, αυτούς που με τον ιδρώτα των ανθρώπων χτίζουν τις χρυσωμένες τράπεζες, με τα χρυσωμένα αγόρια (golden boys).
Αντιστέκεται, στην κλωνοποίηση της μετριότητας που κλονίζει την αξιοκρατία.
Πολεμα, τους άπληστους, νεόπλουτους δια της πολιτικής. Τους βουλιμικούς για εξουσία, χρήμα, και αναίσχυντη επίδειξη.
«Αυθάδεια, η αχορτασιά γεννά, όταν πολλά πλούτη πέσουν σε ανθρώπους, που σωστό μυαλό δεν έχουν: Τίκτει γαρ κόρος ύβριν όταν πολύς όλβος έπηται ανθρώποισοιν όσοις μη νόος άρτιος ή» (Σόλων)
Πολεμά, αυτούς που εχθρεύονται την ανιδιοτέλεια και την ελευθερία.
Λοιδορούν το φιλότιμο και την μπέσα. Περιθωριοποιούν την παράδοση και κολοβώνουν την Πατρίδα.
Πολεμά, τους κυνικούς παγκοσμιοποιημένους, που μας προσκαλούν να ζήσουμε κλεισμένοι στο γουρουνοστάσι της νέας Κίρκης, τρώγοντας βαλανίδια της παγκοσμιοποίησης, για να πρήζονται, από την απληστία, οι ακόρεστες σαπιοκοιλιές τους.
Βοήθειά μας, ελευθερόστομε Καραϊσκάκη.
Βοήθειά μας Γέρο του Μωριά.
Βοήθειά μας Κανάρη μπουρλοτιέρη
Βοήθειά μας αγωνίστρια, Μαντώ Μαυρογένους
ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΗΡΕΤΗΣΩ
(Non Serviam)
Δεν θα υπηρετήσω!
Το άδικο το κράτος σας,
Σφεντόνα με τον Λόγο μου,
Θέλω να το γκρεμίσω.
Κι αν έρθουν οι λογοκριτές,
Μια μέρ’ αν καταφτάσουν,
Θα απορούν πώς γίνεται,
Να μην μπορούν, με πιάσουν.
Τα έπεα πτερόεντα,
Θα ξεφωνίζω πάντα,
Τοις ένδον ρήμασι πιστός,
Και στον καιρό ενάντια.
Αέρας είν’ ο Λόγος μου,
Κι όπου θέλει πετάει.
Δημοπιθήκων την οργή,
Θεσπίσματ’ αψηφάει.
Έδοξε τω Δήμω μου,
Να σας αρχιδογράψει,
Μ’ αρχίδοδυναμοθέληση,
Το κράτος σας να θάψει.
Για να φυτρώσ’ απ’ την αρχή,
Πατρίδα ωραία, νέα,
Και με του δίκιου την οργή,
Να διώξει την παρέα.
Των κωλορεβερέντζηδων
Των άχρηστων γραικύλων
Που την Πατρίδα δώσανε
Βορά των ευρωσκύλων
Μας ρίχνουν σφαίρες
ευρώ-ντούμ-ντούμ!
Και μας σκοτώνουν
στα ευρώ-room!
Ξύπνα λαέ, σήκω ορθός.
Μeγάλος είσαι και τρανός
Διώξε τη βδέλλα. Σ απομυζά,.
Και οι κηφήνες χωρίς ντροπή,
Σου τρώνε σάρκα νου και ψυχή
(Ελευθέριος Ανευλαβής)