(Μέρος πρώτο)
Από τότε που η Κύπρος κέρδισε την (υπό όρους) ανεξαρτησία της από την Βρετανία το 1960 –εκτός των ενενήντα εννέα τετραγωνικών μιλίων τα οποία μετετράπησαν σε κυρίαρχα εδάφη της Βρετανίας- η Ελλάς και η Τουρκία (αμφότερες μέλη του ΝΑΤΟ) παρ’ολίγον να φθάσουν σε πόλεμο για το νησί τρεις φορές. Το γεγονός αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει και τόσο, δεδομένου του ευθραύστου συντάγματος που έχει επιβληθεί στην νήσο: πάνω από το ήμισυ της 103σέλιδης Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως είναι αφιερωμένο στα συμφέροντα της Βρετανίας αναφορικά με τις στρατιωτικές της βάσεις και άλλες σχετικές δραστηριότητες, όπως τα δικαιώματα υπερπτήσεως. Αφού η βρετανική πολιτική είχε ως αποτέλεσμα την διχοτόμηση των ελληνοφώνων –και τουρκοφώνων- κοινοτήτων καθώς και την υποδαύλιση του εξτρεμισμού, δεν ήταν παρά θέμα χρόνου να καταρρεύσει ολόκληρη η «κρατοκτόνος»[1] αυτή διευθέτηση. Αυτό συνέβη το 1963, μετά την αμφιλεγόμενη βοήθεια του Φόρεϊν Όφις προς τον Πρόεδρο Μακάριο για την σύνταξη τροποποιήσεων του συντάγματος[2]. Με την διχοτόμηση των δύο κυρίων κοινοτήτων της Κύπρου και την αποτυχία των αγγλοαμερικανικών προσπαθειών να παγιώσουν την διαίρεση αυτή σε μία διπλή ένωση με την Ελλάδα και την Τουρκία, προκειμένου να διατηρηθούν οι βρετανικές βάσεις ιερές και απαραβίαστες, η πιθανότης τουρκικής εισβολής ήταν πλέον εμφανέστατη. Κατά τα φαινόμενα, υπήρχε μια ήδη στα χαρτιά το 1964, η οποία απετράπη μετά από σοβιετικές προειδοποιήσεις προς την Τουρκία, τις οποίες ακολούθησε αμερικανική πίεση επί της Ελλάδος και της Τουρκίας[3] προκειμένου να μην κλιμακωθεί η κατάσταση[4]. Δέκα χρόνια αργότερα, μετά από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα εναντίον του Προέδρου Μακαρίου, το οποίο οργάνωσαν αξιωματικοί (υποστηρικτές της Ενώσεως) της δικτατορίας των Αθηνών, η Τουρκία πραγματοποίησε εισβολή διατεινόμενη παραβίαση της Συνθήκης Εγγυήσεως. Αν και η συνταγματική τάξη αποκατεστάθη εντός ολίγων ημερών (με τον Κληρίδη να αναλαμβάνει την προεδρία, αντικαθιστώντας τον Νίκο Σαμψών –εκ των ηγετών του πραξικοπήματος- μέχρι την επιστροφή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου) και παρά την βεβιασμένη αποχώρηση περίπου 200.000 Ελληνοκυπρίων προς το ελεύθερο τμήμα της νήσου, η τουρκική κατοχή του 38% του νησιού συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, ενώ πάνω από το ήμισυ του τουρκοκυπριακού πληθυσμού έχει φύγει και έχει αντικατασταθεί από περίπου 100.000 εποίκους από την Τουρκία. Η πρόσφατη απόρριψη του επιλεγόμενου σχεδίου Αννάν –το οποίο θα είχε επαναβεβαιώσει τις «αποτυχημένες» συνθήκες του 1960 και θα είχε, ως εκ τούτου, επιχειρήσει να χτίσει μια αποτυχία πάνω σε μια άλλη- σημαίνει ότι η νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου προσπαθεί συνεχώς να υιοθετήσει μια λύση που θα βασίζεται στο κοινοτικό δίκαιο, αντί να υποχωρεί σε αυτό που κατά τη γνώμη της αποτελεί αγγλοαμερικανική προσπάθεια αποτυχίας εισδοχής της Κύπρου στην Ε.Ε. και συμμετοχής της σε κοινοτικές αμυντικές δομές (κάτι το οποίο θα μείωνε την στρατηγική αξία των Βρετανικών Εδαφών).
Το πρόσφατο πακέτο εγγράφων που απεδεσμεύθη από το επιφυλακτικό βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας (ΥΕΚ) στα Εθνικά Αρχεία για ελεύθερη πρόσβαση από το κοινό, ενισχύει έτι περισσότερο παλαιότερους ισχυρισμούς ότι στην τελική ανάλυση, οι κυβερνήσεις Βρετανίας και Ηνωμένων Πολιτειών συνήργησαν παρασκηνιακώς για να αποδεχθούν ή και να επιβραβεύσουν ακόμα τους στρατιωτικούς στόχους της τουρκικής κυβερνήσεως στην Κύπρο. Το ότι η Βρετανία ήταν προκατειλημμένη υπέρ της τουρκικής θέσεως τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 έχει, φυσικά, ήδη αποδειχθεί[5], όπως άλλωστε και η αγγλοαμερικανική συνεργασία από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκαθάρισαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να χρησιμοποιηθεί ο Έκτος Στόλος προκειμένου να αποτραπεί μια τουρκική εισβολή, ενώ οι Βρετανοί δεν θα επέτρεπαν στις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο να απωθήσουν μία εισβολή και θα απέσυραν τα μη ανήκοντα στα Ηνωμένα έθνη στρατεύματά τους στις βάσεις των[6]. Ο αμφιλεγόμενος Χένρυ Κίσινγκερ, ο οποίος συχνά περιγράφεται ως ο κύριος παρασκηνιακός διευκολυντής της τουρκικής εισβολής, είχε ήδη δηλώσει από το 1957 ότι οι ΗΠΑ θα έπρεπε να είναι σε θέση να βασίζονται στην Κύπρο ως ορμητήριο για τη Μέση Ανατολή[7]. Τα πρόσφατα έγγραφα, εκτός από κάποια ανησυχητικά κενά, έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική εξωτερική πολιτική σήμερα, ιδίως δεδομένου ότι υπάρχει μια επιτηδευμένη έλλειψη αντιδράσεως στις αυξανόμενες τουρκικές παραβιάσεις της ελληνικής επικρατείας. Όπως θα αποκαλυφθεί από αρκετά μέρη της παρακάτω περιγραφής, ο διάβολος συχνά κρύβεται στην λεπτομέρεια, που πολλές φορές αγνοείται από δημοσιογράφους οι οποίοι κυνηγούν τα πρωτοσέλιδα και τους οποίους κυνηγούν οι προθεσμίες. Τα κυριότερα σημεία που προκύπτουν από το κυριολεκτικό τέλμα εγγράφων είναι τα εξής: η έγκαιρη γνώση εκ μέρους της βρετανικής κυβερνήσεως των τουρκικών σχεδίων μέσω της Κοινής Επιτροπής Αντικατασκοπείας· η παραδοχή της ότι εκ του νόμου όφειλε να αναλάβει δράση από κοινού με τους Τούρκους προκειμένου να αποκατασταθεί η συνταγματική τάξη· η στρατιωτική της αναποφασιστικότητα· η περιφρόνησή της προς την τουρκική συμπεριφορά η οποία οδήγησε σε συγκατάβαση και εν τέλει «συμφωνία» με τους στόχους των ΗΠΑ· προσπάθειες να κρατηθεί ο Πρόεδρος Μακάριος εκτός παιχνιδιού· φόβος –ο οποίος χρησίμευσε συχνά ως δικαιολογία για παροχή βοηθείας προς την Τουρκία- για την Σοβιετική Ένωση· άσκηση πιέσεων –φθάνοντας στα όρια της διπλωματικής απειλής- τόσο προς τη χούντα όσο και προς την κυβέρνηση Καραμανλή προκειμένου να μην υπεραμυνθούν της Κύπρου και στραφούν εναντίον της Τουρκίας· εκνευρισμός σε υψηλά κλιμάκια της Γαλλίας με την προκλητική κωλυσιεργία της Βρετανίας έναντι των προσπαθειών της γαλλικής κυβερνήσεως να εμπλακεί διπλωματικώς· φόβος μιας μελλοντικώς πιο ανεξάρτητης ελληνικής κυβερνήσεως η οποία θα βασιζόταν σε γαλλικούς εξοπλισμούς· ο θυμός του Πρέσβεως ΗΠΑ Τάσκα προς την τουρκική κυβέρνηση· υποψίες ότι ο Έλλην πρωθυπουργός Καραμανλής δεν επιθυμούσε την επιστροφή του Μακαρίου στην Κύπρο· και βρετανικές αμφιβολίες για τις Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων.
Στρίβοντας α λα Γαλλικά
Μετά το προαναφερθέν «πραξικόπημα Σαμψών» της 15ης Ιουλίου, η βρετανική κυβέρνηση, προφανώς θορυβημένη από μια ξεκάθαρη παραβίαση της Συνθήκης Εγγυήσεως και αναφορών των υπηρεσιών αντικατασκοπείας περί τουρκικών στρατιωτικών κινήσεων, αναλογίσθηκε διάφορα είδη δράσεως. Ενώ ο Πρόεδρος Μακάριος συνοδευόταν προς ασφαλή τόπο από Βρετανούς, οι νομικοί σύμβουλοι του ΥΕΚ έγραφαν ότι το τουρκικό αίτημα για δράση από κοινού έμοιαζε δίκαιο και ότι η Συνθήκη εξουσιοδοτούσε «τους Τούρκους να αναλάβουν μονομερή δράση», σε περίπτωση αρνήσεως κοινής δράσεως[8]. Ως εγγυήτρια δύναμη, η Βρετανία υπεχρεούτο να εξακολουθεί να αναγνωρίζει τον Μακάριο, δεδομένου ότι δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το σύνηθες κριτήριό της «του συγκινησιακού ελέγχου επί κάποιας χώρας» προκειμένου να αναγνωρίσει ένα καθεστώς το οποίο είχε αναλάβει την εξουσία παραβιάζοντας συμφωνία για την οποία και η ίδια η Βρετανία είχε εγγυηθεί. Τέτοιου είδους νομικοί περιορισμοί φυσικά δεν είχαν εφαρμογή στις ΗΠΑ, η εξωτερική πολιτική των οποίων βρισκόταν στο τσεπάκι του Κίσινγκερ, ιδίως δεδομένου ότι το σκάνδαλο του Ουώτεργκεητ έφθανε τότε στην κορύφωσή του. Αφού οι βρετανικές υπηρεσίες αντικατασκοπείας γνώριζαν για μια πιθανή τουρκική εισβολή (και είχαν ενημερώσει το ΥΕΚ)[9], το ίδιο φυσικά συνέβαινε –τουλάχιστον- και με τους Αμερικανούς. Η επικοινωνία μεταξύ του Κίσινγκερ και του Βρετανού Υπουργού Εξωτερικών Κάλλαχαν ήταν ιδιαιτέρως έντονη. Ο Κίσινγκερ είπε στον τελευταίο στις 16 Ιουλίου ότι «τον ενδιέφερε η αποφυγή νομιμοποιήσεως του νέου καθεστώτος στην Κύπρο επί όσο το δυνατόν περισσότερο» αλλά ότι «τον ενδιέφερε η αποφυγή εμπλοκής άλλων δυνάμεων στην κατάσταση επί όσο το δυνατόν περισσότερο»[10]. Σε μια τυπική περίπτωση διπλωματικής μεταθέσεως ευθυνών, ο Κάλλαχαν ζήτησε από τον Κίσινγκερ να σκεφθεί σοβαρά «τι θα μπορούσε να γίνει με τον Πρόεδρο Μακάριο»[11]. Νωρίτερα την ίδια ημέρα, ο Κάλλαχαν είχε συμφωνήσει για την αεροπορική μεταφορά του Μακαρίου σε «Κυρίαρχη Περιοχή Βάσεως», προτείνοντας για τη συνέχεια να μεταφερθεί σε πολεμικό πλοίο, αντί να πετάξει για την Βρετανία[12]. Τελικώς, ο Μακάριος πήγε αεροπορικώς στη Μάλτα, φθάνοντας αργά το βράδυ της ίδιας ημέρας. Αν και ο Μακάριος επιθυμούσε να πετάξει απευθείας για Λονδίνο, «επείσθη» να διανυκτερεύσει, και να μη φύγει μέχρι το επόμενο πρωί. Ρόλο στον πειθαναγκασμό αυτό έπαιξε και η παραπειστική, ψευδής δικαιολογία ότι «το αεροσκάφος είχε κάνα-δυο προβλήματα»[13]. Αν και δεν έχει εισέτι αποδειχθεί, είναι πιθανόν ότι η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες (ή για την ακρίβεια ο Κίσινγκερ) «συντόνιζαν» μανιωδώς τις κινήσεις τους, και ότι χρειάζονταν να φύγει ο Μακάριος από τη μέση έστω και για λίγες ώρες. Φυσικά, εάν βρισκόταν σε απευθείας επαφή με τα Ηνωμένα Έθνη, θα τους έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση, δεδομένου ότι αμφότερες οι προαναφερθείσες χώρες έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου να αποφύγουν τυχόν ψήφισμα το οποίο θα καλούσε τη Βρετανία να ασκήσει το δικαίωμά της για στρατιωτική επέμβαση. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Βαλντχάϊμ, πιθανώς με δόλιο σκοπό για την βρετανική κυβέρνηση, είπε στον Βρετανό Πρέσβυ στα Ηνωμένα Έθνη ότι η ίδια η απειλή «υποσχέσεως αναπτύξεως βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων θα οδηγούσε σε μια τάχιστη ελληνική αποχώρηση και πιθανότατα σε κατάρρευση του καθεστώτος της Λευκωσίας»[14]. Ο Πρέσβυς ανέφερε σε τηλεγράφημα προς το ΥΕΚ ότι υπήρχαν κινήσεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας προς την κατεύθυνση επιτεύξεως συμφωνίας για την υιοθέτηση ψηφίσματος το οποίο «θα απείχε μακράν των επιθυμιών του Μακαρίου» πριν εκείνος (ο Μακάριος) ακόμα φθάσει στην Νέα Υόρκη [η πλαγιογράμμιση δική μου][15]. Ταυτοχρόνως, σε ένα «Άκρως Απόρρητο» μνημόνιο, ο Αναπληρωτής Υφυπουργός Εξωτερικών Κίλλικ είχε γράψει πως το Υπουργείο Αμύνης πίστευε ότι ενδεχομένως θα ήταν στρατιωτικώς εφικτή μια επαναφορά του Μακαρίου στην εξουσία, αλλά ότι το Υπουργείο Αμύνης θα ήθελε πιθανότατα να «ανεβάσει το στοίχημα» για ασφάλεια[16]. Ο Κίλλικ έγραψε επίσης, μάλλον προς εκφοβισμό, ότι «η συνεχιζόμενη στήριξη προς τον Μακάριο σε μια φάση που δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε την επιστροφή του στην εξουσία, δεν θα μας επέτρεπε να δημιουργήσουμε τις σχέσεις εκείνες με το εν ενεργεία καθεστώς που θα μας ήσαν απαραίτητες προκειμένου να διατηρήσουμε τις ΚΠΒ [Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων][17]. Συνέχισε γράφοντας ότι «ο Μακάριος, εάν βρεθεί εκτός Κύπρου, ενδέχεται να προσεγγίσει τη Σοβιετική Ένωση, η οποία θα είναι σε θέση να εκμεταλλευθεί την κατάσταση αυτή στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου»[18]. Αυτό είναι ενδεικτικό του ότι, σε αυτό το πρώιμο στάδιο, η βρετανική κυβέρνηση βρισκόταν σε αμηχανία ως προς το τι να κάνει, αν και χρησιμοποιούσε μια μάλλον πλασματική σοβιετική απειλή ως αιτία για να υποστηρίξει την επιστροφή του Μακαρίου, εάν κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο.
[1] Τον όρο δημιούργησε ο Μάριος Ευρυβιάδης, Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
[2] Mallinson, William, Cyprus: A Modern History, I. B. Tauris, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, 2005, σ. 35.
[3] Ο Μάρτιν Πάκαρντ, επικεφαλής της βρετανικής προσπαθείας προσεγγίσεως μεταξύ των κοινοτήτων μετά τις αναταραχές του 1963, απεπέμφθη αποτόμως από την Κύπρο όταν η Βρετανία και οι ΗΠΑ απεφάσισαν να επιδιώξουν την διχοτόμηση των κοινοτήτων. Συνέντευξη, Αθήναι, 6 Νοεμβρίου 2002.
[4] Mallinson, ό.π., σ. 37.
[5] Βλ. Mallinson, William, ‘Turkish Invasions, Britain, Cyprus and the Treaty of Guarantee,’ Synthesis: Review of Modern Greek Studies, Τόμος 3, No. 1, London School of Economics and Political Science, Λονδίνο, 1999.
[6] Mallinson, William, ‘A Partitioned Cyprus Forty Years After Qualified Sovereignty: Reality versus Morality,’ Defensor Pacis, Τεύχος 7, Ιανουάριος 2001.
[7] Kissinger, Henry, Nuclear Weapons and Foreign Policy, Harper Brothers, Νέα Υόρκη, 1957, σ. 165.
[8] Φαίρμπράδερ προς Κόρνις, 16 Ιουλίου 1974, PRO FCO 9/1953, φάκελος WSC 3/548/13, μνημόνιο.
[9] Τόμσον προς τον Ιδιαίτερο Γραμματέα, 19 Ιουλίου 1974, PRO FCO 9/1894, φάκελος WSC 1/10, μέρος E, πρακτικό συναντήσεως.
[10] ΓΕΚ προς Ουάσιγκτον, 16 Ιουλίου 1974, PRO FCO 9/1891, φάκελος WSC 1/10, μέρος B, τηλεγράφημα υπ’αρ. 1538.
[11] Ομοίως.
[12] Ομοίως, ΓΕΚ προς Λευκωσία, 16 Ιουλίου 1974, τηλεγράφημα υπ’αρ. 145.
[13] Ομοίως, Βαλέττα προς FCO, 16 Ιουλίου 1974, τηλεγράφημα υπ’αρ. 207. Την ιστορία αυτή μου επεβεβαίωσε ένα πρώην μέλος της Διπλωματικής Υπηρεσίας της Α.Μ., ο οποίος επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμος. Μου είπε ότι είχαν σταλεί οδηγίες από το Λονδίνο για καθυστέρηση του αεροσκάφους. Τότε βρήκαν την δικαιολογία των «τεχνικών προβλημάτων». Καθώς ο Πρόεδρος Μακάριος αποβιβαζόταν από το αεροπλάνο, τον άκουσαν να λέει: «Ένας ακόμη θρίαμβος για την βρετανική διπλωματία!»
[14] Ρίτσαρντ προς ΓΕΚ, 17 Ιουλίου 1974, PRO FCO 9/1892, φάκελος WSC 10, μέρος C, τηλεγράφημα υπ’αρ. 786.
[15] Ομοίως.
[16] Κίλλικ προς Γκούντισον, 17 Ιουλίου 1974, PRO FCO 9/1915, φάκελος WSC 1/10, μέρος C, μνημόνιο.
[17] Ομοίως.
[18] Ομοίως.