Πριν λίγες μέρες μαζί με ένα φίλο συνταξιούχο φιλόλογο βρεθήκαμε σε μία καφετέρια των νοτίων προαστίων. Πολύς κόσμος… Νέοι άνθρωποι… Από 18 μέχρι 35 χρόνων. Κάτι μας έκανε όμως εντύπωση: Πολλές μεγάλες συντροφιές δεξιά και αριστερά μας, αλλά η κάθε μία αποτελείτο από άτομα του ιδίου φύλου… Αντρικές πολυθόρυβες συντροφιές εδώ, πιο ήσυχες και πιο συνωμοτικές συντροφιές γυναικών πιο πέρα. Πολλές φορές οι κόρες μου, μου είχαν μιλήσει για αυτό το φαινόμενο στα μπαράκια ή στα κλαμπ που σύχναζαν. Δεν είμαι κοινωνιολόγος. Και είμαι πολύ μακριά από αυτές τις ηλικίες και από αυτές τις λογικές, για να εξηγήσω το φαινόμενο. Το μόνο που μπορώ να καταθέσω, είναι ότι μου άφησε μια στυφή γεύση…  Κάτι αδιόρατο που δεν τολμώ να του δώσω το μεγαλόπρεπο όνομα της θλίψης, αλλά θα το έλεγα «ήσυχη μελαγχολία».

Θυμήθηκα , λοιπόν, την περίφημη δεκαετία του ’60 που εγώ γυναικώθηκα και μπήκα στο πανηγύρι της ζωής. Πολυπρόσωπες συντροφιές και τότε, αλλά μικτές. Όσα τα αγόρια, τόσα και τα κορίτσια. Ήταν η εποχή του 114, των αριστεριστών, των κεντρώων και του αντιμοναρχισμού από τη μία μεριά και των συντηρητικών, των Καραμανλικών από την άλλη. Όμως, και στις δύο παρατάξεις επικρατούσε η συνύπαρξη των δύο φύλων. Λίμπιντο και ιδεαλισμός… Συντροφικότητα και εφήμερα ή μακράς διαρκείας ειδύλλια. Τα καλοκαίρια στο Σινέ –Παρί της Πλάκας, πιάναμε μια ολόκληρη σειρά καθισμάτων και σαν να είμαστε σε ένα είδος παρέλασης, «παρατασσόμεθα» κορίτσι-αγόρι και πάλι κορίτσι και πάλι αγόρι. Κι αν γινόταν κάποιο λάθος, άκουγες μέσα στη σκοτεινιά και την ησυχία: «Κάτω τα κουλά σου, ρε Μανώλη… Ο Θωμάς είμαι».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ήμασταν πιο αθώοι; Ήμασταν πιο πονηροί; Το σίγουρο είναι όμως ότι ήμασταν πιο ευτυχισμένοι. Εγώ θα σας μιλήσω για τις συντροφιές των αριστερών και των αριστεριστών Παπανδρεϊκών, όπου και άνηκα ιδεολογικά. Στέκια για καφέ στο Σύνταγμα: Στου Ζαβορίτη και στου Παπασπύρου. Δεν υπολειπόταν όμως και το Κολωνάκι… Στη «Λυκόβρυση»  οι δεξιοί… Στα «Νούφαρα» οι αριστεροί. Και κυρίως το περίφημο «Ελληνικόν». Ακριβούτσικο. Και σε αυτό σύχναζαν και οι μεν και οι δε… Καθώς και celebrities, όπως τους λένε τώρα… Ο Ωνάσης, ο Παναγιώτης ο Κανελλόπουλος, μερικές φορές και ο Σεφέρης. Και το «κλου» ο Μπάμπης , ένα γκαρσόνι που άφησε εποχή με το χιούμορ και τις επιτυχημένες ατάκες του.

Αλλά τα μεγάλα ραντεβού της αριστερής νεολαίας δινόντουσαν στην Πλάκα: Θεοδωράκης, Χατζηδάκις και Νέο Κύμα. Και οι μπουάτ στη σειρά με το υποβλητικό, σαγηνευτικό τους μισόφωτο. Να ακούς «δεμένη» στον ώμο του «δικού» σου τη Χωματά, την Αρλέτα και τη Δαλάκου, τον Σαββόπουλο, τον Γιάννη Αργύρη, τον Χατζή, τον Γιώργο Ζωγράφο, τον Γιάννη Πουλόπουλο, τον Τάσο Πέππα, τον Γιάννη Πάριο και τόσους άλλους που τους ξεχνάω γιατί περάσανε και τόσα – αχ τόσα – χρόνια από τότε.

Έχω φλερτάρει στην «Απανεμιά». Έχω φιληθεί στο μισοσκόταδο των «Εσπερίδων». Από το «Τιπούκιτο», εκείνος που έμελλε να γίνει ο πιο στενός μου συνεργάτης, ο Κώστας Χατζής, με πέταξε έξω γιατί μάλωνα με τον «δικό» μου και έκανα φασαρία και του χάλασα την κορώνα, «Γύφτοι, γύφτοι τα’ φτιάξαν τα καρφιά».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μετρημένα τα λεφτά μας… Φοιτητές οι περισσότεροι και αρκετοί οικοδόμοι που πιότερο συνδικαλιζόντουσαν και απεργούσαν παρά δούλευαν… Αν περίσσευε τριαντάρι μετά τη μπουάτ μοιραζόμαστε στα Μπακαλιαράκια του Δαμίγου και στην ταράτσα του «Βάλτερ». Μια χόρτα, μια μπακαλιαράκια ή μπιφτέκια με τηγανιτές πατάτες και χύμα ρετσίνα. Μια κιθάρα… Αγόρια και κορίτσια αγκαλιά… Τα κορίτσια πρώτη φωνή, τα αγόρια σεκόντο και Τρίτη.

«Στο περιγιάλι το κρυφό

κι άσπρο σαν περιστέρι

διψάσαμε το μεσημέρι

 μα, το νερό γλυφό»

Και μετά άρχιζε να «μιλά» η ρετσίνα και το αγριεύαμε:

«Αυτό το χώμα

Είναι δικό τους και δικό μας

Δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει»

Στο τέλος, πολλές φορές ο λογαριασμός έμενε απλήρωτος, γιατί μας προλάβαινε η ασφάλεια. Τυπικά, το αδίκημα λεγόταν διατάραξη της κοινής ησυχίας. Ακουγόμασταν φαίνεται μέχρι την Ηρώδου Αττικού, που ήταν τα ανάκτορα και ξυπνάγαμε την Φρειδερίκη, τον Κωνσταντίνο και την Άννα Μαρία… Φωνάρες, ε;

Και κοιμόμασταν στην Ασφάλεια ζευγαράκια! Αγκαλίτσα! Και αν ξεμέναμε από τσιγάρα, υπήρχαν τα κορίτσια του «Ηθών» που «ερχόντουσαν» οργανωμένες. Κερνάγανε τσιγάρο… Κερνάγαμε διαφώτιση… Μάταια όμως, Δεξιές όλες τους …Και κάποιες το τεκμηριώνανε με αλχημείες μεταφυσικές, όπως «ότι είναι ο Θεός στον ουρανό, είναι ο βασιλιάς στη γη». Τι να πεις  στη Φανίτσα από τη Γούβα; Ότι η «ελέω Θεού βασιλεία» είχε τελειώσει εδώ και 200 χρόνια;

Αξίζει να σας πω, πως πηγαίνανε οι νεολαίοι του 1960 στις μεγάλες συγκεντρώσεις της Ε.Δ.Α και της Ενώσεως Κέντρου, που τελείωναν συνήθως με άγριο κυνηγητό και ξυλοδαρμό από την Αστυνομία και τους παρακρατικούς. Οι μικτές μας παρέες πιάνανε κομβικές θέσεις. Και παρατασσόμαστε σαν στρατιώτες σε θέση άμυνας. Τρία-τέσσερα αγόρια μπροστά, τα κορίτσια στη μέση και τρία-τέσσερα αγόρια πίσω. Για να γίνουν «ασπίδα» και να μας προφυλάξουν όταν θα άρχιζε το «πάνω χέρι – κάτω χέρι». Ιπποτισμός με όλη τη σημασία της λέξης και πολλά παιδιά ήσαν οικοδόμοι, που δεν είχαν πάει γυμνάσιο και αν τους έβαζες να γράψουν τη λέξη θα την άρχιζαν με «υ» και ένα «π». Ήσαν ιππότες και ας το έγραφαν «υπότες».

Αυτά σκεφτόμουν και θυμόμουν, βλέποντας τούτες τις χωριστές παρέες στην καφετέρια… Και προσπαθούσα να στήσω αυτί, να ακούσω τι κουβεντιάζανε, αλλά από τα λίγα που μπόρεσα να καταλάβω είναι ότι μόνο στα σημεία των καιρών δεν αναφερόντουσαν. Γιατί και τώρα είναι δύσκολοι οι καιροί όπως τότε. Ανεργία και ακρίβεια, κι ένα Κεφάλαιο –Δράκουλας, διψασμένο για αίμα. Μας ξαναγυρνάνε βήμα – βήμα με  επιστημονική διαλεκτική σε έναν καινούργιο Μεσαίωνα.

Πώς θα αντισταθεί τούτη η νεολαία που δεν ξέρει από συντροφικότητα; Αν της πεις : «Οι γυναίκες εμπνέουν τους άνδρες και οι άνδρες πολεμούν για αυτές» θα σου πούνε: «Κουλάρισε, δικιά μου». Αυτό θα στο πουν οι ευγενικοί, γιατί οι πιο «προχωρημένοι» θα σου τα «χώσουν» με κάτι σαν «πες μου από ποιον έμπορα ψωνίζεις, για να παίρνουμε τα ίδια να συνεννοούμαστε».

Περιμένω εγγόνι,  μα δε χαίρομαι… Τι νανούρισμα θα του πω; Τι να του τάξω; Εκτός αν γίνει πάλι ένα καινούργιο ελληνικό «’60», ένας άλλος Παριζιάνικος Μάης του ’68…Εκτός αν οι μήτρες φυλάνε ζηλότυπα και περήφανα τα ωάρια, που θα γίνουν οι αυριανοί Τσε Γκεβάρα και Αλέξανδροι Παναγούληδες…

Έχω ένα φίλο που καλλιεργεί αυτή την αισιοδοξία. Τον λένε Γιώργο Παπαδάκη, αλλά μόνο συνωνυμία είναι με τον επιτυχημένο δημοσιογράφο και παρουσιαστή. Ο δικός μου Γιώργος δουλεύει 18ωρο για να τα φέρει βόλτα και να βρίσκει καιρό να διαβάζει τους αγαπημένους του αρχαίους κλασσικούς. Περιμένει και ελπίζει και μου θυμίζει τη φράση του Αισχύλου: «Φοβού τον λαό που μουρμουρίζει». Ας ελπίζουμε, λοιπόν.

 

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης