Πρόσφατα, σε μία ημερίδα σχετικά με τη διαιτησία, ο διευθυντής έργων μίας εταιρείας ανέφερε στο ακροατήριο ότι σε δύο διαφορετικές διαιτησίες που αναγκάστηκαν να φέρουν σε ελληνικό φορέα, η αντίπαλη πλευρά – λόγω των κατάλληλων προσβάσεων – εξασφάλισε την εύνοια του διαιτητή με αντίστοιχη επίπτωση στην απόφαση. Αντιθέτως, η ίδια εταιρεία, όταν έφερε μια άλλη διαιτησία στο Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC), όλα κύλησαν ομαλά, χωρίς τέτοιου είδους «εκπλήξεις».

Αποτελεί πραγματικότητα, ότι η χώρα μας τα τελευταία χρόνια έχει παραμείνει ουραγός στη προσέλκυση ξένων επενδύσεων, με αποτέλεσμα να την ξεπεράσουν πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και πολλές από τις νέες χώρες της Διεύρυνσης. Δυστυχώς, η θέση της Ελλάδας στον διεθνή χάρτη των επενδύσεων χειροτερεύει χρόνο με τον χρόνο. Το 2008, το συνολικό ύψος των άμεσων ξένων επενδύσεων ανήλθε σε 3,5 δισ. ευρώ έναντι 4,5 δισ. ευρώ το 2007. Περαιτέρω πτώση 15% – 20% σημειώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2009, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο του οργανισμού Invest in Greece, κ. Απ. Τσουκαλά, στο πλαίσιο του 5ου Business Forum της 74ης ΔΕΘ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ένας σημαντικός παράγοντας που αποτελεί εμπόδιο για την πραγματοποίηση ΑΞΕ στην Ελλάδα είναι η διαφθορά που επικρατεί στον δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τον δείκτη διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας (International Transparency – IT) για το 2009, η χώρα μας κατέλαβε την 71η θέση (από τη 57η που κατείχε το 2008) και έλαβε 3,8 βαθμούς (έναντι 4,7 του 2008). Στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα κατέλαβε την τελευταία θέση μαζί με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.

Η Παγκόσμια Τράπεζα ορίζει τη διαφθορά ως «τη χρησιμοποίηση δύναμης που πηγάζει από ένα δημόσιο πόστο, προκειμένου να εξυπηρετηθούν ατομικά οικονομικά συμφέροντα».

Στην Ελλάδα, οι χαμηλοί μισθοί στο Δημόσιο, σε συνδυασμό με τα μεγάλα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας που έχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, αποτελούν καθοριστικό παράγοντα του μεγέθους της διαφθοράς. Η επίπτωση που έχει η διαφθορά στην οικονομική μας ανάπτυξη αναφορικά με τις ξένες επενδύσεις έχει να κάνει με τον επιπλέον φόρο – σε χρήμα ή χρόνο – που καλείται να καταβάλει ο ξένος επενδυτής, κάτι που οδηγεί είτε σε αύξηση του κόστους και μείωση της αποδοτικότητας της επένδυσης είτε σε αποθάρρυνση και εγκατάλειψη του επενδυτικού σχεδίου. Ένας από τους τομείς, στους οποίους έχουν παρατηρηθεί πολλές περιπτώσεις διαφθοράς, είναι και οι κατά τόπους Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ), κάτι που οδήγησε και στη δημιουργία του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) το 1994. Τέλος, σε μία οικονομία με υψηλή διαφθορά μειώνεται η ικανότητα του κράτους να εφαρμόζει τους νόμους, να προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία και να επιβάλλει ελέγχους και ρυθμίσεις στην αγορά.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η προώθηση ενός σύγχρονου πλαισίου προσέλκυσης αλλοδαπών κεφαλαίων θα πρέπει να αποτελεί τον απώτερο στόχο μιας επενδυτικής πολιτικής, στη βάση της οποίας θα πρέπει να υπάρχει η δημιουργία ενός ευρύτερου «θετικού επενδυτικού κλίματος». Mε τον όρο «επενδυτικό κλίμα» αναφερόμαστε σ’ ένα έντονα διαφοροποιημένο σύμπλεγμα παραγόντων, όχι μόνο κρατικά διαμορφούμενων, ούτε αποκλειστικά οικονομικών, οι οποίοι στη συνολική θεώρησή τους από κάποιον υποψήφιο αλλοδαπό επενδυτή συγκροτούν την αντίληψή του για τη σύνδεση της επένδυσης στην οποία επιθυμεί να προβεί με τα όρια και τα προβλήματα εφαρμογής της στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Επιπλέον, τα παρεχόμενα επενδυτικά κίνητρα πρέπει να συμβαδίζουν με τις δυνατότητες της χώρας – υποδοχής, τη δομή της οικονομίας της και το επίπεδο ανάπτυξης των διοικητικών της υπηρεσιών, δηλαδή πρέπει να ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητές της. Επίσης, καθίσταται αναγκαία η προσαρμογή τους στην κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα της χώρας – υποδοχής. Εξίσου σημαντική είναι και η προσπάθεια περιορισμού των αντικινήτρων που υπάρχουν στο θεσμικό, διοικητικό και οικονομικό περιβάλλον του κράτους – υποδοχής των επενδύσεων. Αν η παροχή των επενδυτικών κινήτρων λειτουργεί απλώς αντισταθμιστικά στα υπάρχοντα αντικίνητρα, τα αποτελέσματα αυτής της επενδυτικής πολιτικής θα είναι περιορισμένα.
Η διαφθορά υπονομεύει όχι μόνο τους θεσμούς μιας κοινωνίας αλλά και την οικονομία, καθώς διαστρεβλώνει τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς με το να υποβοηθά την προώθηση προϊόντων, όχι για την ανταγωνιστικότητα και ποιότητά τους αλλά με βάση την εξαγορά, το χρηματισμό. Ασφαλώς δεν είναι εύκολο να καταπολεμηθεί αυτό το «καρκίνωμα» πλήρως, αλλά μπορούν να γίνουν κάποια βήματα προς τη κατεύθυνση αυτή, όπως η δημιουργία πιο αυστηρών και πιο ισχυρών ελεγκτικών μηχανισμών, η μείωση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των δημοσίων υπαλλήλων, η εισαγωγή συστημάτων αξιολόγησης των υπαλλήλων των δημοσίων υπηρεσιών, καθώς και η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων.
Κλείνοντας, καθίσταται σαφές το πρόβλημα των άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα μας. Οι διεθνείς επενδυτές δεν προτιμούν την Ελλάδα, για να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους. Οι λόγοι έχουν να κάνουν με πολλές πλευρές τόσο της οικονομίας και της πολιτικής των εκάστοτε κυβερνήσεων όσο και με ζητήματα νοοτροπίας του λαού μας. Εντούτοις, οι προτεινόμενες λύσεις τελούν σε άμεση συνάρτηση με τους λογούς που καθιστούν την Ελλάδα όχι τόσο δημοφιλή προορισμό για επενδύσεις, δηλαδή με την οικονομική μας πολιτική, με το περιβάλλον που ζούμε και με τη νοοτροπία μας.

Ο Επαμεινώνδας Λεων. Στυλόπουλος είναι δικηγόρος, LL.M.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης