Εξετάζοντας τα γεγονότα από κάποια (χρονική) απόσταση και με πιο ψύχραιμη ματιά, είναι δεδομένο ότι θα προκύψουν νέες πτυχές και νέα δεδομένα. Τον Απρίλιο του 2010, υπό τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, η Ελλάδα κατέφυγε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και στην (απροετοίμαστη εκείνη την εποχή) Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (που αποτέλεσαν την επονομαζόμενη «τρόικα», η οποία μετονομάστηκε σε «θεσμούς»). Η λύση που προκρίθηκε ήταν να δοθούν δάνεια στην Ελλάδα, προκειμένου να αποπληρωθούν πλήρως οι δανειστές της. Ταυτόχρονα, η χώρα μπήκε σε καθεστώς εποπτείας, και υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε μια σειρά διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων.

Ήδη από την εποχή εκείνη υπήρχαν φωνές, ακόμη και εντός ΔΝΤ, που έκαναν λόγο για αναδιάρθρωση ή κούρεμα του Ελληνικού χρέους κρίνοντάς το ως μη βιώσιμο. Οι φωνές δεν εισακούστηκαν με τους ιθύνοντες να υποστηρίζουν ότι μια τέτοια κίνηση θα δημιουργούσε παγκόσμια οικονομική αναταραχή. Η απάντηση των υποστηρικτών της αναδιάρθρωσης ήταν ότι οι αποφάσεις των υπευθύνων για τα προγράμματα προασπίζουν τα συμφέροντα τραπεζών και ιδιωτών που είχαν επενδύσει σε ελληνικά ομόλογα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το αποτέλεσμα ήταν το χρέος της χώρας να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, με τη διαφορά ότι πλέον άλλαξε η σύνθεση των πιστωτών: αντί για ιδιώτες, οι πιστωτές μας ήταν κυρίως τα κράτη-μέλη της ΕΕ και το ΔΝΤ. Ταυτόχρονα, οι πολιτικές λιτότητας οδήγησαν σε ύφεση, αποπληθωρισμό και τεράστια αύξηση της ανεργίας. Ορισμένα από τα μέτρα που προτάθηκαν είχαν μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, χωρίς άμεσα ορατά αποτελέσματα για το χρέος. Επιπλέον, το πρωτογενές πλεόνασμα, που με κόπο και θυσίες κατακτήθηκε, χρησιμοποιείται μόνο για την αποπληρωμή τόκων. Κατά συνέπεια, το χρέος παραμένει σε υψηλά επίπεδα: από 175,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2011 διαμορφώθηκε σε 180,7% το 2019 και σε 206,3% το 2020 (με την τελευταία αύξηση να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μείωση του ΑΕΠ, λόγω της πανδημίας και του περιορισμού των εργασιών λόγω καραντίνας).

Σε μια έκθεσή του το 2013, το ΔΝΤ παραδέχτηκε κάποιες αποτυχίες, αστοχίες και λάθη όσον αφορά το Ελληνικό πρόγραμμα. Ωστόσο, η πολιτική των θεσμών έναντι της Ελλάδας δεν άλλαξε. Η πρόεδρος του ΔΝΤ, Christine Lagarde, εμφανίστηκε αντίθετη σε οποιαδήποτε καθυστέρηση πληρωμής από την πλευρά της Ελλάδας. Η χώρα δανείστηκε χρήματα (αυτή τη φορά από τους Ευρωπαίους εταίρους) προκειμένου να πληρώσει τους πιστωτές της (το ΔΝΤ). Το Ελληνικό πρόγραμμα, παρά τις όποιες αντίθετες γνώμες, παρέμεινε αγκιστρωμένο στην πολιτική της λιτότητας και των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων. Οι πιστωτές διατήρησαν την πίστη τους στην πολιτική των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αγνοώντας τις απόψεις ότι αυτές από μόνες τους δεν μπορούν να οδηγήσουν σε μια αξιόπιστη και έγκαιρη λύση του προβλήματος χρέους.

Οι αστοχίες του ΔΝΤ, τόσο στην περίπτωση του ελληνικού προγράμματος όσο και σε άλλα προγράμματα, δεν φαίνεται να έχουν επηρεάσει την πολιτική του. Η φιλοσοφία αυτού του οργανισμού, όπως και αρκετών άλλων (Παγκόσμια Τράπεζα, ΕΚΤ) δείχνει παγιδευμένη σε συμφέροντα επενδυτών, τη στιγμή που έχει τη δυνατότητα να επέμβει, ζητώντας τους να περιορίσουν ένα μέρος των κερδών τους. Ωστόσο κανείς δεν είναι διατεθειμένος να κάνει αυτή τη δυσάρεστη αριθμητική. Αντί αυτού επιβάλλονται, μέσω της πρακτικής της «προϋποθέσεως», σφοδρές πολιτικές λιτότητας σε αναπτυσσόμενες χώρες και χώρες που βρίσκονται στα πρόθυρα οικονομικής κατάρρευσης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Επιπλέον, οι μεγάλοι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, και κυρίως το ΔΝΤ, βρίσκονται σχεδόν στο απυρόβλητο με την κριτική που έχουν δεχθεί να είναι ισχνή. Η συμβατική οικονομική σκέψη συμβαδίζει με τις επιταγές και τις απόψεις του ΔΝΤ. Η δύναμη αυτή του οργανισμού πηγάζει από τον συστημικό του ρόλο στη διατήρηση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ο οποίος τον προικίζει με εκτεταμένους πόρους και μια ασυναγώνιστη θέση ως παγκόσμιου δανειστή έσχατης ανάγκης.

Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια, λόγω και των πρόσφατων παραδειγμάτων, έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος και να εδραιώνεται η άποψη ότι οι πολιτικές τύπου «τρόικα» όχι απλώς δεν πετυχαίνουν το στόχο τους, αλλά εκτρέπουν την οικονομία προς ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, υπονομεύοντας με αυτόν τον τρόπο το σκοπό για τον οποίο αναπτύσσονται. Λιτότητα, ιδιωτικοποιήσεις, μειώσεις μισθών, εργασιακή απορρύθμιση, απελευθέρωση τιμών, συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, εκποίηση δημόσιας περιουσίας όχι μόνο δεν οδηγούν σε μείωση χρέους, αλλά επιταχύνουν την πορεία σε μια περιδίνηση αποπληθωρισμού-χρέους μέσω για παράδειγμα της αύξησης της ανεργίας και της μείωσης στην κατανάλωση.

Οι παραπάνω ισχυρισμοί δεν έχουν προκύψει αυθαίρετα. Έρευνες και μελέτες που διεξάγονται από οικονομολόγους και ακαδημαϊκούς σε μεγάλα πανεπιστήμια θεμελιώνουν και αποδεικνύουν τέτοιες απόψεις. Οι πρώτες μελέτες προς αυτήν την κατεύθυνση χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1950 και του 1960 και υποστήριξαν ότι η οικονομική διείσδυση των αναπτυγμένων χωρών στις αναπτυσσόμενες χώρες (με τη μορφή εκμετάλλευσης και επενδύσεων σε φυσικούς πόρους) καθυστέρησε την οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων λόγω της μεταφοράς πλεονασμάτων στις πρώτες.

Μεταγενέστερες έρευνες συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η βοήθεια που παρέχεται από τα κράτη-δωρητές αυξάνει την πιθανότητα οι κυβερνήσεις των αναπτυσσόμενων χωρών να ανεχθούν τη συνέχιση εκροών κερδών και τόκων σε προηγούμενα χρέη. Μια τέτοια βοήθεια ενδεχομένως να στηρίζει τις κυβερνήσεις, παρέχοντας μια βραχυπρόθεσμη λύση στις οικονομικές δυσκολίες, αλλά μακροπρόθεσμα διαιωνίζει την εξάρτηση από τις συνεχείς ροές ξένου κεφαλαίου.

Στο πιο πρόσφατο παρελθόν, οι μελετητές έχουν εισχωρήσει σε πιο λεπτές (αλλά εξίσου ουσιώδεις) πτυχές της πολιτικής των μεγάλων διεθνών οικονομικών οργανισμών. Το 2019, τέσσερις οικονομολόγοι από τα πανεπιστήμια του Cambridge, της Μασαχουσέτης, του Bocconi (Μιλάνο) και του Royal Holloway του Λονδίνου δημοσίευσαν ίσως την πρώτη συστηματική και εμπεριστατωμένη έρευνα για τις επιπτώσεις των όρων του ΔΝΤ στην ικανότητα του κράτους να ασκεί αποτελεσματική πολιτική, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη.

Ειδικότερα, είναι αποδεδειγμένο ότι εύρωστα κράτη χαρακτηρίζονται από υπηρεσίες με ορθολογισμό και οργάνωση που στελεχώνονται από αδιάφθορο και καταρτισμένο προσωπικό ικανό στη χάραξη πολιτικής και στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Επίσης, η αξιοκρατία στο δημόσιο τομέα, η επαγγελματική κατάρτιση των εργαζομένων, οι μακροχρόνιες ευκαιρίες σταδιοδρομίας, οι ανταγωνιστικοί μισθοί συσχετίζονται θετικά με την οικονομική ανάπτυξη. Στην προαναφερθείσα έρευνα αποδεικνύεται ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που επιβάλλονται από το ΔΝΤ μειώνουν την ικανότητα των κρατών να προσλαμβάνουν, να εκπαιδεύουν και να διατηρούν εξειδικευμένα στελέχη και κατά συνέπεια μειώνουν την ποιότητα της ασκούμενης πολιτικής. Προκύπτει, επομένως, το παράδοξο ότι από τη μία μεριά η διαρθρωτική προσαρμογή και τα προγράμματα να προϋποθέτουν την ικανότητα των κρατών στην εφαρμογή πολύπλοκων οικονομικών και διοικητικών πολιτικών και ταυτόχρονα να προβλέπουν μεταρρυθμίσεις που εξουδετερώνουν και υποχρηματοδοτούν το κράτος και τις υπηρεσίες του.

Δύο ακόμη σημεία, αξίζει να σημειωθούν. (α) Η έρευνα διαπιστώνει σημαντική αύξηση της δωροδοκίας σε χώρες που εντάχθηκαν στο πλαίσιο κάποιου προγράμματος του ΔΝΤ. Είναι ωστόσο γνωστό ότι, όταν τα επιχειρησιακά συμφέροντα αποκτούν υπερβολική επιρροή στην κρατική διοίκηση, τότε οι πολιτικές που εφαρμόζονται γίνονται λιγότερο πετυχημένες στην αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων. (β) Επίσης, από τη μελέτη αντλείται το συμπέρασμα ότι όλα τα παραπάνω φαινόμενα εξελίσσονται σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα και είναι πιο ραγδαία από ότι αρχικά πιστεύαμε.

Η λίστα με παρόμοιες έρευνες δεν εξαντλείται εδώ. Τέτοιου είδους μελέτες, όπως οι προαναφερθείσες, υποδεικνύουν ότι πολιτικές λιτότητας και πολιτικές τύπου «τρόικα» πρέπει να επανεξεταστούν και οι επιπτώσεις τους να μελετηθούν πιο διεξοδικά και σε βάθος. Υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις ότι οι πολιτικές αυτές, αντί να υπηρετούν τους σκοπούς για τους οποίους δημιουργούνται, τελικά τους υπονομεύουν, παγιδεύοντας τις ενταγμένες σε πρόγραμμα χώρες στην περιφέρεια της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης και επιφέροντας αρνητικές κοινωνικές συνέπειες. Η κριτική απέναντί τους οφείλει να γίνει πιο έντονη και μια αναθεώρηση τους κρίνεται επιβεβλημένη. Όταν μια χώρα αντιμετωπίζει χρηματοπιστωτική κρίση, είναι προτιμότερο να αναζητήσουμε μια συλλογική, παγκόσμια λύση, αντί να απαιτούμε από μια εξαντλημένη οικονομία και τους πολίτες της να επωμιστούν ολόκληρο το βαρύ φορτίο της ανασυγκρότησης.

Ιωάννης Λεβεντίδης, Ευάγγελος Μελάς, Κωνσταντίνος Πούλιος Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΕΚΠΑ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης