Το Σεπτέμβριο του 2013 έφυγα πληγωμένη από μια χώρα που με απέρριπτε και μια κοινωνία που ψυχορραγούσε. Εδώ δε νομίζω πως χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Κανείς δεν ξέχασε. Ούτε κι εγώ.

Ήρθα στην Αγγλία μόνη μου με δυο βαλίτσες ρούχα και βιβλία για να ξεκινήσω το διδακτορικό μου στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Surrey. Το περίσσευμα της αγάπης μου για την Ελλάδα και τους ανθρώπους της, σε συνδυασμό με τις δικές μου προσωπικές εμπειρίες εν μέσω μιας κρίσης που δοκίμαζε τα όριά μου ήταν η αφορμή αλλά και η αιτία ενός τέτοιου εγχειρήματος. Η δουλειά μου αφορούσε στην οικονομική κρίση στην Ελλάδα, και στις κοινωνικές επιπτώσεις που αυτή είχε στη ζωή της νεαρής Ελληνίδας γυναίκας. Επιπτώσεις στην επαγγελματική, οικογενειακή, και ερωτική της ζωή… Επιπτώσεις στην ψυχή της, στα όνειρα και τα σχέδια που κάνει για το μέλλον – ένα μέλλον σκοτεινό και αβέβαιο, μια πραγματικότητα που έδειξε να την κάνει περισσότερο συμβιβαστική, παρά έκπληκτη ή πόσο μάλλον επαναστάτρια!… Τα κορίτσια μας έπαθαν vertigo βλέπετε, και από το φόβο τους να μην πέσουν ακόμη χαμηλότερα, προτίμησαν να συνεργαστούν με το χαμηλό που τους επιβλήθηκε ως η μόνη αλήθεια, με έναν πάτο που τους παρουσιάστηκε ως αναγκαίος. Καμιά ελπίδα, καμιά προσδοκία – και πόσο να τις κατηγορήσει κανείς όταν το ναρκωτικό της αβεβαιότητας και της οικονομικής δυσπραγίας νεκρώνει κάθε πρωτοβουλία και κίνητρο για προσωπική αυτο-εκπλήρωση και ευτυχία;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αυτή λοιπόν η παραίτηση βαπτίστηκε προσαρμοστικότητα, ένα αναγκαίο κακό που θα ‘κουκούλωνε’ κάθε αίσθηση προσωπικής αποτυχίας – ένας οδηγός επιβίωσης ίσως. Η απάντηση στην ταπείνωση που επιβλήθηκε στις νέες κοπέλες μας ήταν συχνά ο εναγκαλισμός του νεο-φιλελευθερισμού (ας μου επιτραπεί ο πολιτικός όρος εδώ), αλλά και η προσαρμοστικότητα και ελαστικότητα σε ένα σύστημα που τους άφηνε σημάδια που πονούσαν πολύ (ακόμα πονάνε).

Αναφέρομαι στις γυναίκες που όλοι αγαπάμε, τις συζύγους, τις μητέρες, τις αδελφές, τις κόρες, και τις φίλες μας που δοκιμάστηκαν άγρια σε μια περίοδο τεχνητής οικονομικής κρίσης.

Μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που συνάντησα στο εξωτερικό ήταν η αμφισβήτηση. Οι άνθρωποί μου ήταν φτωχοί από κούνια, απελπισμένοι, διεφθαρμένοι, αναξιόπιστοι και ψεύτες – πολλές φορές τα ήθελαν και τα έπαθαν. Οι άνθρωποί μου ήταν Άλλοι, και για τις ζωές των Άλλων μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η ερώτηση που πάντα προσπαθούσα να απαντήσω (ίσως και σε μορφή τελικού απολογισμού), ήταν η δική μας θέση και ρόλος σε ένα δράμα που παίχτηκε για περισσότερο από μία δεκαετία. Ο κοινός παρονομαστής – τότε όπως και τώρα – είναι η απόλυτη απροθυμία για ανάληψη ευθυνών. Προσωπικών ευθυνών. Και είναι αυτή η ίδια η αποδυνάμωση της αυτενέργειας που συνήθως οδηγεί στον κοινωνικό (αυτο-)αποκλεισμό, στην προσωπική αμφισβήτηση, στην εξαφάνιση. Ένας λαός που έχει τόσο συστηματικά χτυπηθεί από αλλεπάλληλες επιθέσεις κρίσης (όποιου είδους) δυσκολεύεται να ξυπνήσει από την αποχαύνωση. Τότε, τα λίγα αντανακλαστικά που μας είχαν απομείνει, μας είχαν οδηγήσει στην επίρριψη ευθυνών σε ένα πολιτικό σύστημα πουλημένο, σε μια κακιά Ευρώπη, σε μια αιμοβόρα Επιτροπή Οικονομικού Ελέγχου, σε έναν αόρατο εχθρό. Εμείς δε φταίξαμε ποτέ.

Ούτε και τώρα φταίμε εμείς. Εμείς δε φταίμε ποτέ. Τώρα, άλλωστε, φταίει ο γείτονάς μας που έχασε τη δουλειά του γιατί αρνήθηκε να βάλει στο σώμα του ένα σκεύασμα αμφιβόλου για αυτόν προέλευσης. Φταίει ο απλός συνάνθρωπος που φοβάται γιατί απλά είναι ηλίθιος, και αν δεν καταλαβαίνει με το καλό, θα καταλάβει με το άγριο. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον συνάνθρωπο που έχει αντίθετη από εμάς άποψη με μια τέλεια έλλειψη σεβασμού, με κοινωνική απαξίωση και εχθρότητα, με εκφράσεις πεζοδρομίου. Έτσι επιβεβαιώνουμε τους στατιστικούς αριθμούς των χαμηλότερων επιπέδων σε social trust σε όλο τον κόσμο. Ξέρουν οι πολιτικοί μας… Μελετούν και γνωρίζουν καλά πού σπέρνουν τη διχόνοια και τον διχασμό – σε μια κοινωνία που έτσι κι αλλιώς πάντα φλέρταρε με το διχασμό και τον εμφύλιο.

Την πρώτη φορά δεν καταλάβαμε. Τώρα είναι ανάγκη! Είναι ανάγκη να καταλάβουμε ότι ο αληθινός εχθρός μας δεν είναι ο συνάνθρωπος που ζητά το αυτεξούσιο στο σώμα του (ένα αυτεξούσιο που δεν περιορίζεται στον αριθμό σκουλαρικιών, τατουάζ, και αυξομείωσης βάρους όπως ευθαρσώς δήλωσε Έλληνας δημοσιογράφος πρόσφατα…). Αληθινός εχθρός είναι ο κακόβουλος άνθρωπος που χρηματίζεται από μία πολιτική συμμορία για να προπαγανδίσει και να σπείρει σαν φωτιά το μίσος σε μια κοινωνία ήδη ταπεινωμένη και κουρασμένη, αλλά που ακόμα κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Που τελικά δεν έχει πρόβλημα να διασκεδάζει σε κέντρα, να ψωνίζει ρούχα, να εκκλησιάζεται, να πηγαίνει σε θέατρα που θα πετούσαν με τις κλωτσιές ανθρώπους ανεμβολίαστους, ψεκασμένους… Αλήθεια, αυτοί είμαστε οι Έλληνες;

Πού πήγε το φιλότιμο, η αγάπη για τον συνάνθρωπο και η συγχωρητικότητα με όλη την έννοια του χώρου που θα κάναμε για να καθίσει δίπλα μας ο άλλος; Πότε θα ξαναγαπήσουμε τον διπλανό μας και θα αντιδράσουμε για να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά του, ακόμα κι αν διαφωνούμε με αυτόν; Ας μην παραμυθιαζόμαστε με υγειονομικά ευφυολογήματα. Η ουσία είναι μία: δεν αγαπάμε στα αλήθεια τον συνάνθρωπο. Και μια κοινωνία που δεν αγαπάει, δεν έχει ούτε παρόν ούτε κανένα μέλλον. Και είναι έρμαιο σε κάθε κακόβουλη χειραγώγηση εκείνων που επωφελούνται από αυτή την απουσία αγάπης.

Ας αγαπήσουμε λοιπόν ο ένας τον άλλον! Ας δείξουμε εμπιστοσύνη και σεβασμό στις απόψεις και τις επιλογές του. Και ας αντιδράσουμε σε ένα κοινωνικό απαρτχάιντ που επιβλήθηκε στους άλλοτε φίλους και οικογένειές μας, ακόμα κι αν το τίμημα είναι να χάσουμε τις, ούτως ή άλλως, πρόσκαιρες ‘ελευθερίες’ που εξασφαλίζει ένα κράτος με την προϋπόθεση την επίδειξη ενός πιστοποιητικού που εν τη γενέσει του σκοπό είχε να διώξει, να διχάσει, και να σπείρει την ανισότητα, την έχθρα και την έλλειψη εμπιστοσύνης.

Επιβάλλεται η υποχρεωτικότητα σε μια κοινωνία όπου και το παραμικρό δικαίωμα να ονειρευτούμε και να προγραμματίσουμε το μέλλον μας είναι πολυτέλεια. Είναι αυτή η κοινωνία που θέλουμε να παραδώσουμε στα παιδιά μας; Μην τους επιτρέπετε να κατηγορούν τον γείτονά σας. Μην τον κατακρίνετε ούτε εσείς. Προσπαθήστε να τον καταλάβετε και να σκεφτείτε πως κι αυτός φοβάται και υποφέρει το ίδιο. Ο κοινωνικός στιγματισμός λόγω μιας εύλογης άρνησης δεν είναι μόνο ανώφελος, είναι και επιστημονικά παράλογος ή αλλιώς αντιεπιστημονικός.

Τελικά, έχουμε ολισθήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια, τυραννικά – σήμερα είναι οι ενέσεις στο σώμα σας, στο δικό σας σώμα, αύριο τι; Από τα δικά σας αντανακλαστικά εξαρτάται.

Μη φοβάστε τόσο τον ιό που κάποτε απαραίτητα θα εξασθενήσει. Να φοβάστε το μικρόβιο του διχασμού που ήρθε για να μείνει.

 

* Η Ιουλία Καζάνα-McCarthy είναι Δρ. Κοινωνιολογίας 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης