Δεν μας κλέψατε, μόνο, τον γλίσχρο μισθό μας. Την τιποτένια μας σύνταξη. Κλέψατε το δώρο του παππού στα εγγόνια. Στερήσατε το παιχνίδι των παιδιών μας και την ξεγνοιασιά της παιδικής ηλικίας.

Δεν μας κλέψατε, μόνο, μια μέρα αμφίβολης χαράς, καθώς περιμέναμε τη σύνταξή μας, ξεροσταλιάζοντας στα ταμεία, και μετρούσαμε, κι ήσαν ακόμη λιγότερα, τα λιγοστά ευρώ της άθλιας σύνταξης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Δεν μας κλέψατε, μόνο, το σπίτι μας, μαζί με τις προσδοκίες μιας ζωής χτισμένες στους τοίχους του. Στις πόρτες του, στις κρεβατοκάμαρές του. Μας κλέψατε χρόνια από τη ζωή μας, ασπρίζοντας τα μαλλιά μας, μέσα σε μια ατέλειωτη νύχτα-εφιάλτη των μνημονίων σας.

Μας αφήσατε να ζούμε σε υγρές τρώγλες απελπισίας. Σε βουβά σπίτια. Σε άδεια από φίλους καφενεία. Σε ετοιμοθάνατες γειτονιές. Σε σούρουπα γεμάτα θλίψη και πένθος. Σε θλιβερά σκοτάδια με σβησμένα τζάκια και παγωμένα σπίτια. Κλεισμένοι μέσα στην παγωνιά στο σκοτάδι της ατέλειωτης νύχτας μας. Χωρίς σκιές στους τοίχους, γιατί και ρεύμα δεν έχουμε και η γκαζόλαμπα είναι σβηστή.

Πάνω απ’ όλα, όμως, μας κλέψατε, όλα τα επίσημα αρχεία της ιστορίας μας, κάνοντάς την συνωστισμό στην προβλήτα της Σμύρνης. Όλες τις βιβλιοθήκες της ηθικής και του δίκιου. Τα μουσεία του παρελθόντος μας, που χωρίς αυτά αύριο δεν υπάρχει. Για να ξεχάσουν οι μαζάνθρωποι, πως είναι πολίτες. Για να αφανιστεί κάθε ήχος ελπιδοφόρος. Για να μείνει, μόνο, το κίτρινο, φθινοπωρινό χρώμα του μίσους και του αλαζονικού, απάνθρωπου, διεφθαρμένου χρυσού σας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μάταια, πια, περιμένουμε να τρίξει η πόρτα ανοίγοντας, για να μπει ο αγέρας της ελπίδας του αύριο. Κι αυτόν μας τον κλέψατε, πνίγοντας, μέσα στη μαυρίλα του αύριο, κάθε προσδοκία μας.

Μέσα στις ψυχές μας βρέχει ένα κίτρινο χολιασμένο νερό αγανάκτησης, απελπισμένης οργής, για το σήμερα που μας κάψατε, για το αύριο που μας κλέψατε. Για την κατάντια, στην οποία μας οδηγήσατε, νοικοκυραίους, ανθρώπους του μόχθου, όλους εμάς, που από νοικοκύρηδες μας καταντήσατε ζήτουλες. Εσείς οι ασυνείδητοι του πένθους της καρδιάς μας. Εσείς οι αχρείοι.

Οι μέρες μας περνάνε μουντές, χωρίς απόχρωση. Όλες οι ίδιες. Με την ίδια απελπισία ζωγραφισμένη σε κάθε μας ξύπνημα. Με τον ίδιο εφιάλτη, να μας τρομοκρατεί, κάθε νύχτα, στον ύπνο μας. Τίποτα πια δε χαμογελά στην καρδιά μας. Τη ζυγαριά τη γέρνετε πάντα προς το δολερό σας μέρος. Κι’ εμείς, ανήμποροι να σας κόψουμε το άδικο χέρι.

Τα φύλλα από το ημερολόγιο πέφτουν, χωρίς να δείχνουν μιαν άλλη μέρα. Κι οι γιορτές των αγίων χαθήκανε κι αυτές, μαζί και με τους άγιους. Ούτε Εκείνος φαίνεται πουθενά. Χάθηκε; Τον ψάχνουμε. Δεν τον βρίσκουμε.
Μα, δεν ξεπληρώσαμε το χρέος μας ολάκαιρο, με τους πετσοκομμένους μισθούς μας; Με τι σκιώδεις συντάξεις μας; Με τον ευτελισμό της ζωής μας, που μας επιβάλατε;

Ολόγυμνοι, πια, φοράμε τον εαυτό μας και δεν τον αναγνωρίζουμε. Η μνήμη ανοιχτή πληγή του χτες. Τότε που ζούσαμε. Τότε που γελούσαμε. Τότε που ονειρευόμασταν. Τότε που ελπίζαμε.

Θα έρθει μια μέρα, που πια δεν θα ‘χετε τι να πείτε. Σπαταλήσατε, σκοτώσατε όλες τις λέξεις. Και τις πετάτε, άταφα κουφάρια, στα μούτρα του «πάντοτε ευκολόπιστου και πάντα προδομένου» Λαού (Δ.Σολωμός).

Θα έρθει μια μέρα, που δεν θα μπορείτε να πείτε «είμαι λογιστής», γιατί δεν θα είστε Υπουργοί της Τρόικας. Και κανένας λογιστής δεν θα θέλει να είναι Υπουργός. Θα ντρέπεται.

Θα έρθει μια μέρα, που το πέπλο της εξουσίας τού να λες ότι θέλεις, θα έχει κουρελιαστεί. Ήδη είναι διάτρητο. Και φαίνεται ο αδιάντροπος κώλος της εξουσίας. («Η αγένεια προς την αλαζονική εξουσία είναι προτέρημα») (Στίβεν Φρίαρς).

Θα έρθει μια μέρα, που θα περιμένεις ένα γράμμα και δεν θα έρχεται, γιατί εκείνο που έλαβες, αλαζονικά, το πέταξες. «Ανέγνων, έγνων, κατέγνων», είπες, ως άλλος Ιουλιανός ο Παραβάτης. «Ανέγνως , αλλ’ ουκ έγνως»: το διάβασες μα δεν το κατάλαβες, σου απαντήσαμε..

Όχι δεν πιάνω το χέρι σου. Δεν ταιριάζει η παλάμη σου στη δικιά μου. Η δικιά σου γεμάτη με άνομο χρήμα. Η δικιά μου άδεια ακόμη και από ελπίδα.

Θα έρθει μια μέρα που θα ντρέπεσαι να με κοιτάξεις στα μάτια. Δεν θα έχεις, πια, τι άλλο να κλέψεις. Κι’ εγώ θα σωπαίνω. Και η σιωπή μου θα λέει: σε σιχαίνομαι, μα δεν καταδέχομαι ούτε και να σε φτύσω.

Χαλασμένε. Κερδοσκόπε των ελπίδων. Καιροσκόπε απατεώνα. Δεν θα αγγίξεις την οργή και τη θλίψη μου.

Πεθαμένε εν ζωή. Θα περιμένεις μια συγχώρεση που δεν θα έρχεται. Πώς να συγχωρέσει κανείς το άδικο.

Θα έρθουμε, κάποτε, χωρίς συναισθηματισμούς. Χωρίς αγάπη ή μίσος. Θα έρθουμε, κάποτε, ακλόνητοι. Αδυσώπητοι. Με οδηγό το κλεμμένο μας δίκιο. Με σύντροφο την κρυμμένη μας περηφάνια, που φυλάξαμε ζωντανή μέσα στην καρδιά μας. Την περηφάνια που ποτέ δεν μπορέσατε να μας κλέψετε.

Θα έρθουμε, μια μέρα, όρθιοι και υπερήφανοι, να σας ρωτήσουμε: ΓΙΑΤΙ;

Θα έρθουμε, μια μέρα, αυστηροί κριτές των πεπραγμένων σας, να σας ζητήσουμε να ΑΠΟΛΟΓΗΘΕΙΤΕ επί του φοβερού βήματος του λαού,

Εσείς, οι λειεγκέφαλοι. Οι ματαιόσπουδοι. Οι σπουδαιογελοίοι. «Άνθρωποι πάντα βιαστικοί μέσα στους άσκοπους δρόμους προφασιζόμενοι κάποιο μεγάλο σκοπό» (Μανόλης Αναγνωστάκης). Άνθρωποι χωρίς λεβεντιά. Εσείς οι νταβατζήδες ενός ολόκληρου λαού. Οι τρομοκράτες των ονείρων μας.

Εσείς, οι ΚΛΕΦΤΕΣ του μόχθου και του Ιδρώτα μας. Της ζωής μας. Της παράδοσής μας. Της πόλης μας. Της αξιοπρέπειάς μας. Της ανθρωπιάς μας.

Θα σας επιβάλουμε ΠΟΙΝΗ ΤΟΥ ΕΞΟΣΤΡΑΚΙΣΜΟΥ από την πόλη των Πολιτών,

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ: Της ΑΛΗΘΕΙΑΣ μας. Της ΤΙΜΙΟΤΗΤΑΣ των ματιών μας. Της ΑΔΟΛΗΣ σκέψης μας. Της ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑΣ της καρδιάς μας.

«Τρέμουν οι σπιτικοί μικροί θεοί,
Γιατί άκουσαν μιαν απαίσια βοή,
Την σκάλα ν’ ανεβαίνει» (Κ. Καβάφης)

«Τον Λαό, που γυρεύει ένα τίποτα για να πιστέψει και να πεθάνει» (Μ. Αναγνωστάκης),

«Ούτινος δούλος…ούδ’ υπήκοος.»
(Σοφοκλής)

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης