Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 με κάλεσε ένας από τους ισχυρότερους επιχειρηματίες της χώρας στο γραφείο του να κουβεντιάσουμε για μια υπόθεση, με την οποία είχα ασχοληθεί κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής μου εκπομπής.

Αφού ολοκληρώθηκε η κουβέντα και ετοιμαζόμουν να αποχωρήσω, μου πέταξε την είδηση. «Ξέρεις» μου λέει, «η οικογένειά μας αποφάσισε να κάνει τον αδελφό μου Πρόεδρο της Δημοκρατίας»… Προσέξτε: όχι «σχεδιάζει» ή «σκέπτεται», ούτε καν «να προτείνει». Να κάνει!

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Να κάνει πώς;» ρώτησα εγώ δήθεν αφελώς. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται έτσι. Δεν είναι μια απλή υπόθεση, όπου αποφασίζει μία οικογένεια.

Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη φράση μου όταν άκουσα τη φωνή του αλλοιωμένη να με ρωτάει: «Και ποιος αποφασίζει;».

«Αυτοί» του απάντησα, δείχνοντάς του το Κοινοβούλιο στο βάθος του ορίζοντα, από το παράθυρο του γραφείου του. «Εάν έχετε σκοπό να κάνετε μια τέτοια κίνηση, που εγώ θεωρώ λανθασμένη, θα σηκωθούν στο πόδι».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Γύρισε και με κοίταξε απαξιωτικά, δίνοντάς μου να καταλάβω ότι βρισκόταν σε δίλημμα, εάν ήμουν απλώς μαλάκας ή και αφελής ταυτόχρονα…

«Αυτοί δεν αποφασίζουν εδώ και χρόνια» φώναξε δυνατά και αμέσως μετά, χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του, με κάλεσε δίπλα του, από την πλευρά του γραφείου όπου καθόταν, για να μου δείξει το περιεχόμενο ενός τεράστιου βιβλίου, που επρόκειτο να το θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή!

Δεν ήταν το Ευαγγέλιο, έμελλε όμως ως τέτοιο να καταχωρηθεί στη συνείδησή μου.

Ξεφυλλίζοντάς το μου έδειχνε ονόματα πολιτικών που χρηματοδοτούσε η οικογένεια. Ο τάδε 100 χιλιάδες, ο έτερος 80 χιλιάδες, ο τρίτος 150 χιλιάδες. Με όνομα, επώνυμο και διεύθυνση. Πρόσεξα δε ότι υπήρχαν και αποδείξεις σε πολλά από αυτά τα ονόματα, με υπογραφή που δεν καταλάβαινα εάν ήταν του πολιτικού που παρελάμβανε τα χρήματα ή κάποιου στελέχους του γραφείου του!

Γύριζε τις σελίδες αργά, σχεδόν βασανιστικά, ψιθυρίζοντάς μου: «Βλέπεις, μικρέ, γιατί δεν αποφασίζουν; Γιατί κάνουν κι άλλη δουλειά, που τους εμποδίζει ελαφρώς να συμπεριφέρονται όπως τους κατέβει». Το έλεγε με παράπονο, σα να μην το γούσταρε τόσο. Είχε απαξίωση η φωνή του για τη συμπεριφορά των κυρίων που χρηματοδοτούσε.

Θυμάμαι, όταν το ανέφερα για πρώτη φορά σε τηλεοπτική εκπομπή μου, στην οποία συμμετείχε και ο σημερινός βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Παπαδημούλης -τότε βουλευτής του Συνασπισμού-, την ώρα που έλεγα ότι είδα ονόματα όλων των ειδών και των χρωμάτων, κυρίως όμως από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, αντί να με στηρίξει μου, επιτέθηκε φραστικά, για να μου θέσει το απίστευτο ερώτημα δημόσια: «Είδες από το κόμμα μου κάποιο όνομα;».

Γνώριζε ότι ήταν δύσκολο για τον δημοσιογράφο να αναφέρει ονόματα εκείνη την ώρα, γιατί κινδύνευε όχι μόνο να μην τον επιβεβαιώσει ο επιχειρηματίας, αλλά να του επιτεθούν και εκείνοι που τα έπαιρναν.

Παρ’ όλα αυτά, όταν του απάντησα με ειλικρίνεια «ναι, είδα ένα όνομα», αντί να με ρωτήσει ποιο, έστω και πίσω από το παραβάν, την επόμενη μέρα με ομάδα συναδέλφων του κατέφυγε στο πειθαρχικό της Ένωσης Συντακτών ζητώντας τη διαγραφή μου!

Με λύπησε πολύ η συμπεριφορά του συγκεκριμένου πολιτικού, τον οποίο θεωρούσα ευφυή και έντιμο άνθρωπο.

Πέρασαν τα χρόνια, η οικογένεια δεν υλοποίησε την «απειλή» της, και έπειτα από μία δεκαετία περίπου δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από άλλον, εξίσου ισχυρό επιχειρηματία. Μου ζητούσε να δειπνήσουμε μαζί σε μια ταβέρνα του Χαλανδρίου. Όταν έθεσα το εύλογο ερώτημα, με ποια αφορμή ή για ποιον λόγο τέλος πάντων, μου εξήγησε ότι απλώς ήθελε να με γνωρίσει από κοντά και περισσότερα θα είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε κατά τη διάρκεια του δείπνου.

Πήγα λοιπόν στην ταβέρνα, η οποία έτυχε να ανήκει σε γνωστό μου πρόσωπο, τον αγαπητό Αχιλλέα, και αφού δειπνήσαμε εγώ, εκείνος και η συμπαθής σύζυγός του, αποφάσισα να του θέσω το επίμαχο ερώτημα για το κίνητρο της συνάντησής μας, πέρα από τη γνωριμία του με τον… σκληρό Ταρζάν της τηλεοπτικής ζούγκλας.

«Γιατί σε βρήκα μέσα στο βιβλίο εξόδων της εταιρείας μας που απέσπασα από τον αδερφό μου» απάντησε κοφτά, κάνοντας νόημα στον μπάτλερ που καθόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μας στην ταβέρνα λίγο πιο πίσω, επειδή αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα.

Κάτι του ψιθύρισε και ο άλλος τού έφερε έναν πολύ μεγάλο τόμο, σαν εγκυκλοπαίδεια, εναποθέτοντάς τον δίπλα του.

Κοίταζα έκπληκτος μια εκείνον και μια γύρω μας τον κόσμο, εάν είχε πάρει είδηση τι συνέβαινε.

«Εμένα;» ρώτησα, έτοιμος να τον βουτήξω από τα μούτρα. «Εμένα, σε βιβλίο εξόδων της…»

«Μάλιστα, εσάς» απάντησε ήρεμα, έχοντας πάρει είδηση την ταραχή μου, με ένα χαμόγελο τόσο σαδιστικό, που ακόμα και σήμερα απορώ πώς κρατήθηκα και δεν αντέδρασα ανορθόδοξα.

«Περιμένετε και θα δείτε» συνέχισε και, γυρίζοντας ελαφρώς το βιβλίο προς την πλευρά μου, άρχισε να το ξεφυλλίζει περιγράφοντας το περιεχόμενο. «Εδώ μέσα περιλαμβάνονται ονόματα δημοσιογράφων και πολιτικών που ελάμβαναν χρήματα από τον αδελφό μου και τη νύφη μου μέσω της εταιρείας μας, τα οποία εγώ αγνοούσα μέχρι την ημέρα που το βιβλίο περιήλθε εις χείρας μου».

Γύριζε τις σελίδες με ονόματα μικρά, μεγάλα, τεράστια, ονοματάρες, κι εγώ κοίταζα έκπληκτος τα ποσά, γιατί ορισμένα ήταν και ασύμμετρα σε σχέση με το μέγεθος της δημοσιογραφικής ή της πολιτικής βαρύτητας του λαμβάνοντος, περιμένοντας να δω την… αφεντιά μου.

Πράγματι, έφτασε στο όνομά μου, τοποθετώντας το δάχτυλό του στο σημείο του ποσού και της υποσημείωσης που προφανώς υπήρχε.

Γύρισε, μου χαμογέλασε και τραβώντας το χέρι του διάβασε: «Δεν εδέχθη»!

Θεώρησα τον εαυτό μου πολύ δειλό που είχε μπει σε καθεστώς τρόμου από έναν ισχυρό του χρήματος, μέσα από μια τέτοια διαδικασία, και αντί να κολακευτώ μάλλον αισθάνθηκα ηλίθιος.

«Αυτός ήταν και ο λόγος που ήθελα να σας συναντήσω, για να σας πω συγχαρητήρια» συνέχισε, σχολιάζοντας και κάποια άλλα πράγματα που τον ενδιέφεραν, επειδή βρισκόταν σε αντιδικία με τον αδελφό του, για να αποχαιρετήσουμε αλλήλους με ανάμεικτα συναισθήματα.

Ύστερα από όλα αυτά, αναλογιζόμουν σήμερα, με αφορμή την έρευνα που διέταξε η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, οι δικαστές μας υπήρξαν τόσο ανυποψίαστοι όλα αυτά τα χρόνια για τον χρηματισμό πολιτικών και δημοσιογράφων;

Τίποτα δεν είχαν πάρει είδηση; Ούτε τις εκπομπές μου; Επανειλημμένα αναφέρθηκα στα δυο αυτά περιστατικά χωρίς να με καλέσουν. Όταν μάλιστα κατήγγειλα και την απόπειρα χρηματισμού μου μέσα στο σπίτι της γνωστής κυρίας, με επιταγή συγκεκριμένου και ιλιγγιώδους ποσού, ενώ όφειλαν να κάνουν έστω και υποτυπωδώς μία έρευνα, σιώπησαν.

Πέρυσι εμφανίστηκε στην εκπομπή μου ο οδηγός μεγαλοκατασκευαστή επιχειρηματία, ο οποίος κουβαλούσε τις βαλίτσες με τα χρήματα στα σπίτια και τα γραφεία υπουργών του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας.

Περιέργως, αφού έγινε το πρώτο βήμα και δόθηκαν οι πρώτες καταθέσεις, η υπόθεση ξεχάστηκε στα συρτάρια.

Σε ποια άλλη χώρα, κύριοι δικαστές, όλοι αυτοί που περιγράφω θα κυκλοφορούσαν σήμερα ελεύθεροι; Με ρωτάει ο κόσμος στον δρόμο γιατί δεν κάνω εκπομπές και αντιμετωπίζω με χιούμορ την απορία των ανθρώπων.

Σε ποιο κανάλι, με ποιες εγγυήσεις. Ποίου επιχειρηματία, όταν οι περισσότεροι είναι όμηροι των χρεών που δημιούργησαν όλα αυτά τα χρόνια. Υπάλληλοι του μνημονίου και της τρόικας. Μισή εκπομπή μου θα ήταν αρκετή για να κατεβάσουν πάλι τους διακόπτες, πριν κληθούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους!

Αστεία πράγματα…

Διαβάστε επίσης:

Παρενέβη η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου για τις δηλώσεις Σκουρλέτη για χρηματισμούς

Υπουργικές μίζες

Ο άνθρωπος με τις βαλίτσες

Έτσι πήγαιναν οι βαλίτσες

ΠΑΝΙΚΟΣ

Τα ονόματα στην Εισαγγελία

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης