Μια φοβερή ξυλάρα κράταγε και την εκράδαινε. Και πήρε σβάρνα τους κωλοπροβάλλοντες υποταχτικούς σφουγγοκωλάριους της Εσπερίας και των παγκοσμιοποιημένων Νεάντερνταλ». Κι ήτανε, λένε, ντυμένος το οργισμένο φως της Λαμπρής των Ελλήνων. Και «η φωνή του ήτανε προορισμένη μόνο για τους αιώνες» (Εγγονόπουλος).

Και πίσω του έτρεχαν οι άνθρωποι, όσοι από δαύτους είχαν απομείνει Άνθρωποι, στην χαλασμένη πόλη, αγριεμένοι, οργισμένοι με τους μικρούς ανίκανους και τυφλούς κυβερνήτες τους. Τους κυβερνήτες, που, αυτοί, αυτοί οι ίδιοι, είχαν στείλει να τους εκπροσωπούν σ’ εκείνο το βαυαρικό κτήριο, που το μόνο του αγλάισμα ήταν ο άγνωστος στρατιώτης, σκοτωμένος σε μια μάχη για της «πατρίδος την ελευθερία».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μια φοβερή ξυλάρα κράταγε και την εκράδαινε κραυγάζοντας:

Ακούστε. Το μίσος που σταλάξατε στις καρδιές των ανθρώπων, με τα άνομα έργα σας, με τις χυδαίες πράξεις σας, με την αδιαφορία και την αναλγησία σας για τον αναγκεμένο, τον μεροκαματιάρη, τον νέο, τον απόμαχο της ζωής, το μίσος αυτό, μέσα στη νύχτα του χαλασμού τρεμοφέγγει σαν αστέρι ελπίδας για μια καινούργια μέρα, για να πάρουν τα χαμένα όνειρα των ανθρώπων του μόχθου εκδίκηση. Για να γίνει το μίσος του χαλασμού πατέρας της μέρας της μακρινής ελπίδας.

Ακούστε. Την ψεύτικη πολιτεία σας, ο λόγος μου της κριτικής θα σείσει, θα γκρεμίσει, και πάνω στα χαλάσματα θα ανθίσει η ελπίδα για ένα δίκαιο αύριο, μια δίκαιη πολιτεία. Μια πολιτεία, όπου δεν θα καλοπερνάει ο κάλπικος άνθρωπος. Ο μέτριος δεν θα κλονίζει τον άξιο, κλωνίζοντας τον ανάξιο. Ο κυβερνήτης θα οδηγεί το καράβι της χώρας με σταθερό χέρι στο λιμάνι, μέσα στην παγκοσμιοποιημένη θύελλα, στην οποία έριξε τους ανθρώπους και τις χώρες η ακόρεστη αγορά, η κερδοσκοπία, η απανθρωπιά, η αδιαφορία για τον άνθρωπο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ακούστε. Χρόνια καρτερούσε ο άνθρωπος του μόχθου ένα λόγο συμπόνιας. Μια φωνή ανθρώπινη να τον συντροφέψει στον δύσκολο δρόμο της ζωής, που εσείς, ανίκανοι τυφλοί μικροί κυβερνήτες την κάνατε αβίωτη. Έναν λόγο παρηγοριάς, καρτερούσε ο άνθρωπος, για ένα καλύτερο αύριο, για μια ζωή άξια να τη ζει κανείς. Μια ζωή που εσείς, μικροί ανίκανοι κυβερνήτες, την κάνατε μια ζωή αβίωτη. Ένα λόγο καρτερούσε, ο άνθρωπος, και δεν άκουγε μήτε ναι μήτε όχι, μα μόνο κούφιες λέξεις από κούφιους κουφούς τυφλούς μικρούς κυβερνήτες.

Ως πότε, οι διεφθαρμένοι θα διαφθείρετε ό,τι αγγίζετε με το άνομο χέρι σας και θα βρομίζετε με το ρυπαρό σας χνώτο τον αέρα.

Ως πότε, λαθρεπιβάτες της εξουσίας, θα ξεγελάτε τον λαό και θα κλέβετε την ψήφο του; «Ώρα νέα, χελιδών: κοίτα, νέα χελιδόνια». «Οι δ’ έβλεπον καγώ των κρεών έκλεπτον: αυτοί έβλεπαν κι εγώ έκλεβα το κρέας». (Αριστοφάνους Ιππής)

Ως πότε, πολιτικατζή εσύ, «ν’ αρπάζεις και να δωροδοκείσαι, ο δε λαός… σφιγμένος από την ανάγκη, τη μιζέρια να κρέμεται από σένα με το στόμα ανοιχτό: Συ μεν αρπάζης και δωροδοκείς… ο δε δήμος … υπ ανάγκης άμα και χρείας και μισθού προς σε κεχήνη» (Αριστοφάνης).

Ως πότε, θα μοστράρετε τη φτειασιδωμένη φάτσα σας με τα φτειασίδια της εσπερίας, οι σκουπιδάρχες της χωματερής των νεοελληναράδων, που τη δημιουργήσατε από το περίσσευμα της σκουπιδοσύνης σας;

«Εδώ ‘ναι η στάχτη ενός λαού, που είταν αιώνια φλόγα (Κώστας Βάρναλης)».

Ως πότε αμετανόητοι θα σκοτώνετε τον ήλιο, θα σκοτεινιάζετε το φως και θα αμαυρώνετε το ελληνικό πρόσωπο, το πρόσωπο εκείνο, που αντίκριζε τη Δύση κατάματα και η Δύση το αντίκριζε με δέος και σεβασμό; Ηλιοκτόνοι Φωτοκτόνοι. Κακοπάτριδες.

Δεν αγαπήσατε παρά μόνο το χρήμα και την γκλαμουριά της αυλής του Αρταξέρξη.
«Τον δύσκολο τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών» ποτέ δεν επιδιώξατε.

«… μιαν απαίσια βοή,/… την σκάλα ανεβαίνει.» (Κ. Καβάφης) Και «οι προβατογκαμήλες θα γκρεμιοτσακιζούντανε (Εγγονόπουλος)

Και τα αγάλματα ακίνητα, μέσα στα θαυμάσια ερείπια, σωπαίνοντας, βρυχώνται, τώρα, τα βροντερά, τα ξεχασμένα, τα αιώνια μυστικά.

Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ κι ο χτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.

Είμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ‘χει
το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι
δεν του αποκρίνεται κανείς, και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει

Και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν’ ανοίξω,
και μ’ ένα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι είστε…

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Και τα λυχνάρια, που ψάχνουν τον άνθρωπο, δείχνουν τον δρόμο, που θα ‘ρθουν οι δαυλοί του αύριο, να βάλουν φωτιά στα σάπια. Και οι άνθρωποι θα σπείρουν τον σπόρο της νέας γενιάς των ωραίων ανθρώπων. Ωραίοι σαν Έλληνες.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης