Ερόλ Ουζέρ*

Η αύξηση της συγκέντρωσης της αγοράς -πιθανότατα- να μην αποτελεί πλέον μακροπρόθεσμη πρόκληση για την παγκόσμια οικονομία, δεδομένου ότι κάποιες από τις δυνάμεις αυτών των τάσεων υφίστανται δομικές μεταμορφώσεις. Συγκεκριμένα, η «πράσινη μεταμόρφωση» και η αναγνώριση της σπουδαιότητας του οργανισμού ESG (Environmental,Social and Corporate Governance) ίσως ευνοήσουν τις ισχυρότερες οικονομίες οι οποίες είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν στα υψηλότερα κόστη τα οποία σχετίζονται με τέτοιες αλλαγές.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η αύξηση της οικονομικής ανισότητας έχει ευρέως οριστεί τα προηγούμενα χρόνια ως ο κύριος παράγοντας που συνεισφέρει στην τρωτότητα της παγκόσμιας οικονομίας. Όμως, ενώ εντονότατη προσοχή, αναφορικά με την ανισότητα, έχει δοθεί στις διαφοροποιήσεις των αυξανόμενων εισοδημάτων των νοικοκυριών, υπάρχει επίσης μία κλαδική και εταιρική διάσταση σχετικά με την άνιση και ανισόρροπη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, μία από τις επιπλοκές της πανδημίας του 2020 ήταν αύξηση που σημειώθηκε στο επίπεδο της συγκέντρωσης της αγοράς ανάμεσα σε πολλαπλούς τομείς της παγκόσμιας οικονομίας. Η τάση αυτή ενδεχομένως να αποτελέσει μακροπρόθεσμα κίνδυνο για χαμηλότερη ανταγωνιστική παρόρμηση και εντονότερες πληθωριστικές πιέσεις.

Πρόσφατη έρευνα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου παραπέμπει σε αύξηση στους κύριους δείκτες της δύναμης της αγοράς -όπως η συγκέντρωση των εσόδων από τους μεγαλύτερους και ισχυρότερους παίκτες του τομέα. Η πανδημία φαίνεται να έχει επιδεινώσει αυτές τις τάσεις -το Ταμείο υπολογίζει ότι «αυτή η συγκέντρωση θα μπορούσε τώρα να αυξηθεί στις προηγμένες τεχνολογίες τουλάχιστον όσο αυξήθηκε τα 15 χρόνια μέχρι το τέλος του 2015. Ακόμη και στις οικονομίες οι οποίες επωφελήθηκαν της κρίσης, όπως στον τομέα της ψηφιακής τεχνολογίας, οι κυρίαρχοι παίκτες είναι εκ των μεγαλύτερων νικητών».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Την ίδια στιγμή, το ΔΝΤ σημειώνει ότι η αύξηση στη δύναμη της αγοράς έχει υπάρξει μακροπρόθεσμη τάση κατά τη διάρκεια δεκαετιών -συγκεκριμένα, «οι παγκόσμιες προσαυξήσεις τιμών έφτασαν περισσότερο από το 30%, κατά μέσο όρο, ανάμεσα σε καταγεγραμμένες εταιρίες στις προηγμένες οικονομίες από το 1980. Και τα τελευταία 20 χρόνια, οι προσαυξήσεις στον ψηφιακό τομέα είναι τόσο απότομες όσο αυτές της οικονομίας παγκοσμίως».

Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η αυξητική δύναμη της αγοράς ηγετικών εταιριών τείνει να εδραιωθεί. Σε διαφορετικούς τομείς, το ΔΝΤ υπολογίζει ότι οι εταιρίες με τις υψηλότερες προσαυξήσεις έχουν περίπου 85% πιθανότητα να παραμείνουν έτσι την επόμενη χρονιά, κάτι το οποίο είναι 10% υψηλότερες τιμές από ότι ήταν στη διάρκεια της εποχής της «Νέας Οικονομίας» τη δεκαετία του 1990. Η ανάπτυξη των ψηφιακών πλατφορμών τονίζει αυτή την τάση συγκέντρωσης στο πλαίσιο των συνεπειών του δικτύου, και πιο πρόσφατα στις συνέπειες της πανδημίας. Άλλη μία έρευνα η οποία επικεντρώνεται στη τάση συγκέντρωσης της αγοράς στην Ευρώπη καταλήγει ότι «η εταιρική δύναμη της αγοράς έχει σημειώσει άνοδο τις τελευταίες δεκαετίες, και πρόσφατοι υπολογισμοί επισημαίνουν ότι το πιθανό κύμα χρεοκοπιών μικρομεσαίων επιχειρήσεων -ως αποτέλεσμα της υφιστάμενης πανδημίας- θα ενδυναμώσει περαιτέρω τη συγκέντρωση της αγοράς». Η έρευνα αποκαλύπτει αυτή την τάση στην Ευρώπη, καθώς επίσης τη θετική και ουσιώδη σχέση μεταξύ των επιπέδων συγκέντρωσης στον πιο προηγμένο τομέα και τις βελτιώσεις στον τομέα παραγωγικότητας. Σε αντίθεση με τη μελέτη του ΔΝΤ, το οποίο ζητά αυστηρότερα μέτρα για να εξισορροπιστούν οι επιπτώσεις αυτής της τάσης, η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η συνεχώς αυξανόμενη συγκέντρωση της αγοράς στην Ευρώπη δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν λόγος ανησυχίας που σχετίζεται με ένα πιο αδύναμο περιβάλλον ανταγωνισμού».

Προσφάτως, και στη Ρωσία επίσης έχει παρατηρηθεί αυτή η τάση, κυρίως στον καταναλωτικό τομέα. Στη διάρκεια του 2020 η μετοχή των πέντε πιο κορυφαίων εμπόρων τροφίμων σημείωσε άνοδο που άγγιξε περίπου το 4% για να φτάσει τελικά περισσότερο από 32%. Παρά την αξιοσημείωτη άνοδο, υπάρχει αρκετό περιθώριο για περαιτέρω επέκταση στην μετοχή των μεγαλύτερων πωλητών τροφίμων καθώς τα αντίστοιχα επίπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία και τη Δημοκρατία της Τσεχίας βρίσκονται στο 74%, στην Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο το 60 με 61% και στο 47% στη Γαλλία.

Το ενδεχόμενο για επιπλέον αυξήσεις στον τομέα του λιανικού εμπορίου στη Ρωσία προέρχεται από τα υψηλά κόστη μεταφοράς και υλικοτεχνικής υποστήριξης, καθώς επίσης και από τη σχετικά αδύναμη θέση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Όντως, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου κύματος της οικονομικής κρίσης οι τοπικές αλυσίδες λιανικής πώλησης έτειναν να εκχωρούν θέσεις σε μεγάλους ομοσπονδιακούς παίχτες. Η ωριμότητα της δομής της αγοράς-η οποία ολοένα και ενισχύεται -συγκεκριμένα ο σπουδαιότερος ρόλος του μοντέλου της σύγχρονης υπεραγοράς/σούπερ-μάρκετ, επίσης εξυπηρετεί την άνοδο των επιπέδων συγκέντρωσης στην βιομηχανία λιανικού εμπορίου τροφίμων. Η μέθοδος αγοράς μέσω διαδικτύου, που έγινε ιδιαιτέρως δημοφιλής τη διάρκεια της πανδημίας, συνεπάγεται συγκεκριμένους οικονομικούς πόρους και επενδύσεις, οι οποίες -με τη σειρά τους, ευνοούν τους μεγαλύτερους παίχτες. Τελικά, οι οικονομίες κλίμακας τείνουν να κάνουν την παρουσία τους
εξαιρετικά αισθητή ανάμεσα στους δυνατούς παίκτες αφού ένα ευρύτερο δίκτυο προμηθευτών δημιουργεί πιο ευμενείς συνθήκες, κάτι -που με τη σειρά του- αφήνει μεγαλύτερο περιθώριο εκπτώσεων.

Η κινητήριος δύναμη πίσω από την ανοδική συγκέντρωση στον τομέα του λιανικού εμπορίου τα τελευταία χρόνια είναι οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές από ηγετικούς παίχτες. Νωρίτερα φέτος η εταιρία Magnit εξαγόρασε την εταιρία Dixy (αλυσίδα ψιλικών), γεφυρώνοντας με αυτόν τον τρόπο το κενό με την Χ5 σε ότι αφορά την κλίμακα του δικτύου λιανικής. Από την πλευρά της, η Lenta εξαγόρασε την Billa στην περιοχή της Μόσχας, ενώ επίσης επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές μέσω της εξαγοράς μίας άλλης αλυσίδας τροφίμων στην περιοχή Perm Krai. H εταιρία Lenta είναι σε θέση να αναπτύξει το διαδικτυακό μοντέλο, κάτι που έχει γίνει ένας πολύ σημαντικός παράγοντας ανταγωνιστικότητας στον τομέα του λιανικού εμπορίου.

Συνοπτικά, η άνοδος της συγκέντρωσης της αγοράς πιθανόν να μην αποτελεί μακροπρόθεσμη πρόκληση για την παγκόσμια οικονομία, δεδομένου ότι κάποιοι από της παράγοντες αυτών των τάσεων συνεπάγονται δομικές αλλαγές. Ιδιαίτερα, η «πράσινη μεταμόρφωση» και η ολοένα και πιο αναγνωρίσιμη σπουδαιότητα του οργανισμού ESG ίσως και να ευνοήσουν τις μεγαλύτερες εταιρίες οι οποίες είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν στα υψηλότερα κόστη που σχετίζονται με τέτοιου είδους αλλαγές. Στο κοντινό μέλλον, παράγοντες όπως τα κύματα της κρίσης λόγω της πανδημίας, καθώς επίσης και η έλλειψη εργατικού δυναμικού και πληθωρισμού μισθών ενδεχομένως να θέσουν τις μικρότερες εταιρίες σε μειονεκτική θέση. Τελικά, ο -μετά την πανδημία- κόσμος, η αφαίρεση κινήτρων και τα αυξανόμενα επιτόκια ίσως αποδειχτεί ότι θα αποτελέσουν τεράστιο βάρος για τις μικρότερες εταιρίες εν όψει της μεγαλύτερης ροπής τους σε υψηλά επίπεδα χρεών.

*Ο Ερόλ Ουζέρ είναι γνωστός επιχειρηματίας και χρηματιστής στην Τουρκία

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης