Νατάσα Γ. Πετρούλια
Δικηγόρος – Ποινικολόγος,
LLM Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Μέλος Ελληνικής Εταιρίας Εγκληματολόγων κ Δημοσιολόγων

Όπως είναι γνωστό – ιδιαίτερα μετά το 2000 – σημαντικοί Διεθνείς Οργανισμοί (ΟΗΕ, ΠΟΕ κλπ) ασχολήθηκαν συστηματικότερα, από ό,τι στο παρελθόν, με τα προβλήματα που συνδέονται με τη μελέτη (σχεδιασμό, την παραγωγή και τη διακίνηση (εμπόριο ή και διασπορά) όπλων και συστημάτων εξοπλισμού.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι πολεμικές συγκρούσεις σε τοπικές, εθνικές, περιφερειακές ή και ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές, καθώς και η αύξηση της χρήσης οπλικών συστημάτων, έχουν αναγάγει το συναφές εμπόριο όπλων «στην πρώτη θέση των νόμιμων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε ολόκληρο τον κόσμο».

Παράλληλα και ταυτόχρονα η θεαματική αύξηση του παράνομου εμπορίου όπλων από ιδιώτες ή και ομάδες εμπλεκόμενες – κυρίως – σε εμφύλιες διαμάχες και αντιπαραθέσεις, σε συνδυασμό με τη διοχέτευση στις … «αγορές» ποικίλου οπλισμού από τις καταρρεύσασες επιμέρους κοινότητες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (μετά το 1990), κατέστησε το σχετικό εμπόριο τομέα υπέρ – κερδοφόρας δραστηριότητας.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα κράτη μέλη – κακώς, κατά τη γνώμη μας – υιοθέτησαν επί σαράντα χρόνια πολιτικές με βάση τις οποίες «τα θέματα που αφορούν την άμυνα και την ασφάλεια δεν περιλαμβάνονταν στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τα κράτη μέλη της Ε.Ε, για προφανείς λόγους, διατήρησαν για όλο αυτό το διάστημα «εκτός ενιαίας αγοράς» και «κατακερματισμένες με βάση τα εθνικά σύνορα» τις αγορές αμυντικού εξοπλισμού. Όμως οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, σε συνδυασμό με τις ραγδαίες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, «υποχρέωσαν» τα κράτη μέλη να υπερβούν τις εθνικές περιχαρακώσεις (στον τομέα της αμυντικής / εξοπλιστικής βιομηχανίας) και να επιδιώξουν – κατ’ αρχήν – συνέργειες και συμπαραγωγές οπλικών συστημάτων και – στη συνέχεια – να συμφωνήσουν στις «αναγκαίες μακρόπνοες μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να διατηρήσει η Ευρώπη μια βιώσιμη βιομηχανία αμυντικού υλικού και να εξοπλίζει επαρκώς τις ένοπλες δυνάμεις της».

Τον Μάρτιο 2003 η Επιτροπή με την Ανακοίνωσή της: «Για μια ευρωπαϊκή πολιτική στον τομέα των αμυντικών εξοπλισμών», «υπέβαλε προτάσεις για τη λήψη μέτρων σε τομείς σχετικούς με τις βιομηχανίες και αγορές αμυντικού εξοπλισμού και ιδίως στον τομέα των συμβάσεων για την προμήθεια αμυντικού εξοπλισμού».

Οι εξελίξεις αυτές κατέστησαν απαραίτητη αλλά και χρήσιμη τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Αγοράς Αμυντικού Εξοπλισμού (ΕΔΕΜ).

Η διαμόρφωση μιας ενιαίας και συστηματικής ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα των αμυντικών εξοπλισμών, καθιστούσε την Ε.Ε έναν υπολογίσιμο «παίκτη» στο διεθνές εμπόριο όπλων και δημιουργούσε ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για να αντιμετωπίσει η Ευρώπη με λιγότερες δυσμενείς συνέπειες γι’ αυτήν την πίεση που εξασκούσε στο εμπόριο όπλων (και γενικότερα στην οικονομία των εξοπλισμών) η συνεχιζόμενη – παρά τη «λήξη» του ψυχρού πολέμου – αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας.

Η εμφάνιση εξάλλου και νέων αναπτυγμένων τεχνολογικά κρατών, (πχ Κίνα, Ινδία, Ισραήλ κλπ) διαμόρφωνε νέα δεδομένα στις αγορές αμυντικού εξοπλισμού και οπλικών συστημάτων και δικαίωνε τις προσπάθειες για τη δημιουργία μιας ενιαίας Ευρωπαϊκής αγωνιστικής αγοράς.

«Ο κεντρικός στόχος (αυτής) της προσπάθειας (…) είναι η συγκέντρωση των πόρων για Έρευνα και Ανάπτυξη (R+D) αντί του κατακερματισμού σε εθνικά προγράμματα και η οργάνωση του συντονισμού των προγραμμάτων και της προμήθειας υλικού σε ευρωπαϊκά πλαίσια».

Οι Δημόσιες Συμβάσεις στο Ενωσιακό Δίκαιο

Το Ενωσιακό Δίκαιο ορίζει την έννοια της δημόσιας σύμβασης στην Οδηγία 2004 / 17 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31-3-2004 «περί συντονισμού των διαδικασιών συνάγεις, συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών» και στην Οδηγία 2004/18 (Εκ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31.3.2004 «περί συντονισμού των διαδικασιών ανάγκης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών». 

Ο ορισμός της σχετικής έννοιας περιλαμβάνεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο: «οι δημόσιες συμβάσεις» είναι συμβάσεις επαχθούς αιτίας, οι οποίες συνάπτονται γραπτώς μεταξύ ενός ή περισσοτέρων οικονομικών φορέων και μιας ή περισσοτέρων αναθετουσών αρχών και έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την προμήθεια προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας».

Στο πλαίσιο λειτουργίας μιας «δημόσιας σύμβασης» – σύμφωνα με το Ενωσιακό Δίκαιο και τη νομολογίας – ο ένας από τους συμβαλλόμενους πρέπει ως «αναθέτουσα αρχή» να είναι είτε το κράτος εν στενή έννοια, είτε κρατικός φορέας ή νομικό πρόσωπο «με κρατική επιρροή», δηλαδή αν όχι εξαρτημένο, αλλά οπωσδήποτε συναρτημένο με το κράτος και τους εν ευρεία έννοια δημόσιος θεσμικούς φορείς που … «αδυνατούν» «άρωμα κράτους».

Εφαρμοστέο δίκαιο στις «δημόσιες συμβάσεις» είναι ουσιαστικά το σχετικό δίκαιο που ρυθμίζει το προσυμβατικό στάδιο της συναγής της. Συνεπώς «το εφαρμοστέο δίκαιο για κάθε κράτος μέλος της Ε.Ε είναι τόσο αυτό της Ένωσης όσο και αυτό με το οποίο δεσμεύεται δυνάμει διεθνών συμφωνιών αλλά και τυχόν εξειδικευμένου κανόνες του εθνικού δικαίου ιδιωτικού ή δημοσίου».

Οι πιο πάνω Οδηγίες 2004 / 17 και 2004 / 18 ανακαίνισαν, αποσαφήνισαν και απλούστευσαν διατάξεις του προϊσχύοντος κοινοτικού δικαίου για τα έργα, τις υπηρεσίες και τις προμήθειες.

Όπως ήδη σημειώθηκε με βάση και το σχετικό ορισμό της ίδιας της οδηγίας 200 / 18 αυτή αναφέρεται στις δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. Επίσης προσδιορίζει ότι η σύμβαση που συνάπτει «αναθέτουσα αρχή» ως αντισυμβαλλόμενος, είναι δημόσια «κατ’ αντιδιαστολή με τις ιδιωτικές συμβάσεις».

Ενώ αντικείμενο της Οδηγίας 2004 / 17 είναι συμβάσεις προμηθειών, έργων και υπηρεσιών στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών.

Στο πλαίσιο λειτουργίας των πιο πάνω αναφερόμενων δύο Οδηγιών σε εφαρμογή του άρθρου 346 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 296 ΣΕΚ) εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης (πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου) και του δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου οι δημόσιες συμβάσεις έργων, υλικού / προμηθειών και υπηρεσιών του τομέα άμυνας και ασφάλειας.

Οι αυξημένες ανάγκες και τα πολύπλοκα προβλήματα του τομέα άμυνας και ασφάλειας, ανέδειξαν την ενωσιακή ανάκγη ρύθμισης με ιδιαίτερη Οδηγία τη σύναψη συμβάσεων προμηθειών όπλων, πυρομαχικών και γενικότερα, πολεμικού υλικού «σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η επίκληση εφαρμογής των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 346 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 296 ΣΕΚ)».

Το Πλαίσιο Λειτουργίας των Δημοσίων Συμβάσεων στον τομέα της Άμυνας

Είναι αναμφισβήτητο ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 δεν εξελίχθηκε με τους ρυθμούς που απαιτούσαν οι περιστάσεις και οι γενικότερες ιστορικό – πολιτικές εξελίξεις. Μια βασική παράμετρος αποτελεί η ολιγωρία της Ε.Ε «να αποκτήσει μια ενιαία φωνή στη διεθνή σκηνή με μια γνήσια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας», σε συνδυασμό με «τη μη έγκαιρη χειραφέτηση της Ευρώπης, από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ».

Αυτή η στάση και η γενικότερη τακτική «υποτίμησε» – κατά κάποιο τρόπο – συνολικά το «σύστημα» των διατάξεων του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου και ιδιαίτερα τις επιταγές των άρθρων 42 & επ. της Συνθήκης και ιδιαίτερα τη βασική αρχή ότι: «Η κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας» άρθρο 42.

Εξάλλου η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας ο οποίος έχει ως βασική αρμοδιότητα και την «υλοποίηση κάθε μέτρου πρόσφορου για την ενίσχυση της τεχνολογικής βάσης του αμυντικού τομέα» προς τη κατεύθυνση «ανάπτυξης των αμυντικών δυνατοτήτων της έρευνας, των προμηθειών και των εξοπλισμών» (άρθρο 42, παρ. 3 της Συνθήκης), δεν ενίσχυσε την ορθολογική ανάπτυξη του εύλογο τομέα. Επίσης αγνοήθηκε και το ελκυστικό δυνατοτήτων πλαίσιο του άρθρου 45 ΣυνΕΚ αναφορικά με την αποστολή του Ευρωπαϊκού οργανισμού Άμυνας και ιδιαιτέρα το εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 45 που ορίζει ότι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας «εφαρμόζει κάθε μέτρο που είναι πρόσφορο για την ενίσχυση της βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης του αμυντικού τομέα και για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας τον στρατιωτικών δαπανών». Αντίθετα η αύξηση των περιπτώσεων κατά τις οποίες δεν είναι δυνατή η επίκληση – όπως τονίστηκε – εφαρμογής των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 346 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 296 ΣΕΚ) επέβαλε την υλοποίηση ειδικών νομοθετικών πρωτοβουλιών και την ψήφιση νέας Ειδικής Οδηγίας 2009 / 81/ ΕΚ της 21 Αυγούστου 2009.

Α. Η διαδικασία για την αντιμετώπιση από μέρους της Ε.Ε. (και συνακόλουθα από το Ενωσιακό Δίκαιο) των νομικών πτυχών και των σχετικών προβλημάτων του τομέα της άμυνας είχε εκκινήσει από το 1995. Ήδη το 1996 και 1997 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε σχετικές ανακοινώσεις «με σκοπό την ενθάρρυνση της αναδιάρθρωσης και της δημιουργίας αποτελεσματικής Ευρωπαϊκής αγοράς αμυντικού εξοπλισμού».

Επίσης με μεγάλη καθυστέρηση, στο πλαίσιο της προσπάθειας ουσιαστικοποίησης και της λειτουργίας της ΕΠΑΑ.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με ψήφισμά του (Απρίλιος 2002) κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εξετάσει τη λήψη μέτρων για τα θέματα του τομέα της άμυνας. Επίσης συγκροτήθηκε και ειδική ομάδα εργασίας και τα όργανα της Ε.Ε προχώρησαν τον Ιούλιο 2004 και στη συγκρότηση και λειτουργία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (ΕΟΑ), ο οποίος προβλεπόταν στο σχέδιο της συνταγματικής συνθήκης, για να οργανώσει και ενισχύσει την εκφρασμένη «αποφασιστικότητα των κρατών μελών να αναπτύξουν τις ικανότητές τους στον τομέα της άμυνας»

Β. Η Οδηγία 2004 / 18/ ΕΚ της 31 Μαρτίου 2004 υπήρξε το βασικό νομικό κείμενο της Ε.Ε για το συντονισμό τω διαδικασιών συνάγεις των δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών.
Από τις απαρχές της συστηματικής αντιμετώπισης γενικά των δημόσιων συμβάσεων, η σχετική Οδηγία 2004 /18/ΕΚ, σύμφωνα με το άρθρο 10, εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτονται από τις αναθέτουσες αρχές / αναθέτοντες φορείς στον τομέα της άμυνας, με την επιφύλαξη του (τότε) άρθρου 296 της Συνθήκης ΕΚ (τώρα 346 ΣΛΕΕ).

Το σχετικό άρθρο (346 ΣΛΕΕ) επιτρέπει στα κράτη μέλη τη θεμελίωση παρέκκλισης από τους γενικούς κανόνες της Οδηγίας 2004 / 18 / ΕΚ (αλλά και της Οδηγίας 2004 / 17/ ΕΚ σε ειδικές περιπτώσεις και ειδικούς όρους σε δημόσιες συμβάσεις του τομέα της άμυνας.

Η διατύπωση του σχετικού άρθρου 346 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 296 της Συνθήκης ΕΚ) θεμελιώνει τη δυνατότητα παρέκκλισης / εξαίρεσης αποκλειστικά και μόνο για δημόσιες συμβάσεις του τομέα της άμυνας και «δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εφαρμοστεί για μη στρατιωτικά προϊόντα ή για προϊόντα τα οποία δεν προορίζονται για ειδικούς στρατιωτικούς σκοπούς, ακόμη και αν αγοράστηκαν από το υπουργείο εθνικής άμυνας».

Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 346 ΣΛΕΕ (άρθρο 296 της ΣυνΕΚ) «κανένα κράτος μέλος δεν υποχρεούται και παρέχει πληροφορίες τη διάδοση των οποίων θεωρεί αντίθετη προς ουσιώδη συμφέροντα (της) ασφαλείας τους» και «δύναται να λαμβάνει μέτρα που θεωρεί αναγκαία για την προστασία αυτών (των ουσιωδών συμφερόντων) που αφορούν την παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού». Εξυπακούεται ότι τα προστατευτικά κατά τα άνω, μέτρα δεν πρέπει να θέλουν (νοθεύουν ή αλλοιώνουν) τους όρους του ανταγωνισμού εντός της Ε.Ε. Επίσης είναι σαφές ότι «Η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου των δημοσίων συμβάσεων στον τομέα της άμυνας σύμφωνα με την Οδηγία 2004/18/ ΕΚ έβρισκε πάντα ένα όριο στη ρύθμιση του άρθρου 296 της ΣυνΕΚ».

Η εν λόγω παρέκκλιση που επιτρέπει το ενωσιακό δίκαιο ως προς την εφαρμογή της, δεν αποτελεί γενική και αυτόματη επιφύλαξη, αλλά αιτιολογείται συγκεκριμένα.

Το κράτος μέλος που την επικαλείται και προτίθεται να την εφαρμόσει φέρει το βάρος της απόδειξης των λόγων που επικαλείται σε σχέση ειδικά με τα «ουσιώδη συμφέροντα της ασφαλείας του» που θίγονται αν τυχόν δεν εφαρμοστεί η παρέκκλιση του άρθρου 296 της ΣυνΕΚ (άρθρο 346 ΣΛΕΕ).

Επειδή σταθερός υπήρξε – παρά τις όποιες αδυναμίες – ο προσανατολισμός της Ε.Ε για τη συγκρότηση μιας αποτελεσματικής ευρωπαϊκής πολιτικής για τον τομέα του αμυντικού εξοπλισμού, εκτός της σχετικής Ανακοίνωσης της Επιτροπής του 2003 και την έκδοση ερμηνευτικών ανακοινώσεων σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 296 ΣυνΕΚ / 346 ΣΛΕΕ εκπόνησε και δημοσίευσε το 2004 πράσινη βίβλο για τις δημόσιες συμβάσεις στον τομέα της άμυνας.

Η πράσινη Βίβλος τέθηκε σε διαβούλευση σε μια κρίσιμη περίοδο, ενώ είχαν προηγηθεί και από το Συμβούλιο και από την Επιτροπή της ΕΕ διαπιστώσεις για την «εμφάνιση διεθνικών και ασύμμετρων απειλών, όπως είναι η τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα».

Πλέον τα θέματα στρατιωτικής και μη στρατιωτικής εξωτερικής και εσωτερικής άμυνας και ασφάλειας οδύνονταν και στο πλαίσιο συλλειτουργίας και άλλη επί όρασης μεταξύ τους ο τομέας της άμυνας και της ασφάλειας και οι αντίστοιχες αγορές έπρεπε να ρυθμιστούν κατά τρόπο αποτελεσματικότερο.

Οι αμυντικές δαπάνες στην Ε.Ε αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 1,7% τον ΑΕΠ και η Επιτροπή διαπίστωνε με – σε ερμηνευτική Ανακοίνωσή της το 2006 – με κατηγορηματικό τρόπο, ότι «η Οδηγία 2004/ 18 / ΕΚ θεωρείται ακατάλληλη για πολλές συμβάσεις στον τομέα της άμυνας, δεδομένου ότι δεν λαμβάνει υπόψη ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά της άμυνας».

Ήδη τα όργανα της Ε.Ε είχαν διαπιστώσει ότι η εσφαλμένη ή και καταχρηστική πολλές φορές εφαρμογή του άρθρου 296 ΣυνΕΚ / 346 ΣΛΕΕ δημιουργούσε πολλά προβλήματα στη λειτουργία των δημοσίων συμβάσεων του τομέα της άμυνας.

Γ. Οι εξελίξεις μιας ολόκληρης δεκαετίας (1996 – 2006) η οποία τυπικά «έκλεισε» με την Ανακοίνωση της Επιτροπής του 2005 «σχετικά με τα αποτελέσματα της διαβούλευσης που δρομολογήθηκε με την πράσινη βίβλο για τις δημόσιες συμβάσεις τον τομέα της άμυνας και με τις μελλοντικές πρωτοβουλίες της Επιτροπής», επιστεγάσθηκε με την ερμηνευτική ανακοίνωση (του 2006) για το άρθρο 296 της ΣυνΕΚ/ 346 ΣΛΕΕ.

Η έκδοση μιας νεάς Οδηγίας κρίνεται «εκ των ων ουκ άνευ» απαραίτητη και συμβατή με όλες τις σχετικές πρωτοβουλίες των οργάνων της Ε.Ε και τη βασική ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «προς μια πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον τομέα του αμυντικού εξοπλισμού», στο πλαίσιο και των επτά τομέων δράσης που προβλέπει (αυτή η ανακοίνωση).

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υπέβαλαν το 2007 Πρόταση Οδηγίας για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης ορισμένων δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών στους τομείς άμυνας και της ασφάλειας.

Η νέα Οδηγία 2009 / 81/ ΕΚ (βασισμένη στη σχετική πρόταση του 2007) της 13 Ιουλίου 2009, τέθηκε τελικά σε ισχύ στις 21 Αυγούστου 2009 και αναφέρεται στον «συντονισμό των διαδικασιών σύναυγης ορισμένων συμβάσεων έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται από αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας καθώς και την τροποποίηση των οδηγιών 2004 / 17/ ΕΚ και 2004 / 18 / ΕΚ».

Η νέα οδηγία διακηρύττει με απόλυτο τρόπο ότι η εθνική ασφάλεια παραμένει στην αποκλειστική ευθύνη κάθε κράτους μέλους και στον τομέα της άμυνας και στον τομέα της ασφάλειας. Επίσης ότι η Ε.Ε έχει «απώτερο σκοπό για πραγματικά Ευρωπαϊκή Άγορά Αμυντικού Εξοπλισμού (ΕΔΕΜ)» και τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν υπόψη τους τις ανακοινώσεις της Επιτροπής στις 7-12-2006 και 5-12-2007 «σχετικά με θέματα ερμηνείας όσον αναφορά την εφαρμογή του άρθρου 2% της συνθήκης (346 ΣΛΕΕ)».

Ιδιαίτερη σημασία έχει η προοιμιακή θέση ότι το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17-11-2005 σχετικά με την Πράσινη Βίβλο για τις προμήθειες αμυντικού εξοπλισμού, ουσιαστικά κατατείνει στο «να διατηρεί το χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως «πολιτικής δύναμης».

Εν αρχή πρέπει να επισημανθούν οι τροποποιήσεις που επιφέρει η νέα Οδηγία στις «κλασικές» οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις 2004/17/ΕΚ και 2004 / 18/ ΕΚ.

Με τα άρθρο 70 της νέας Οδηγίας εισάγεται νέο άρθρο 22α στην Οδηγία 2004 / 17/ ΕΚ, το οποίο αποκλείει την εφαρμογή της Οδηγίας αυτής «στις συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2009/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009».

Επίσης με το άρθρο 71 της νέας οδηγίας αντικαθίσταται το άρθρο 10 της Οδηγίας 2004 / 18/ ΕΚ, στο οποίο ορίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 296 της ΣυνΕκ η Οδηγία αυτή εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις των τομέων άμυνας και ασφάλειας με εξαίρεση εκείνες για τις οποίες εφαρμόζεται η νέα Οδηγία 2009 / 81/ ΕΚ.

Η νέα Οδηγία οριστικοποιεί το εννοιολογικό περιεχόμενο νέων ορισμών που χρησιμοποιούνται απαραίτητα στις δημόσιες συμβάσεις των τομέων της άμυνας και της ασφάλειας, αλλά και είναι εν χρήσει στη νομολογία, την επιστήμη και στις αγορές των έργων, προμηθειών και υπηρεσιών των εν λόγω τομέων.

Οι ορισμοί της νέας οδηγίας (άρθρο 1) οριστικοποιούν ή αποσαφηνίζουν έννοιες και αρμοδιότητες φορέων και εξαντλούν πλήρως τις παρούσες αλλά και μελλοντικές (και δυνητικές) ανάγκες για την κατά κυριολεξία σημασία και νομική – οικονομική και πολιτική αξία όλων των ορισμών και εννοιών -, αλλά και των προσώπων που τυχόν εμπλέκονται – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – στις δημόσιες συμβάσεις των τομέων άμυνας και ασφάλειας.

Είναι άξιο μνείας το γεγονός ότι με τη νέα οδηγία αποδίδονται και ορίζονται κρίσιμες έννοιες των σχετικών συναλλαγών, όπως «στρατιωτικός εξοπλισμός», «ευαίσθητος εξοπλισμός», «διαβαθμισμένες πληροφορίες», «κρίση», «συμφωνία- πλαίσιο», «ανταγωνιστικός διάλογος», «μη στρατιωτικές αγορές» κλπ, κλπ.

Η νέα Οδηγία με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο προσδιορίζει το Πεδίο Εφαρμογής της (άρθρο 2)  και επιλύει με σαφή τρόπο τη νομική αντιμετώπιση των λεγόμενων «Μεικτών Συμβάσεων» (άρθρο 3), ενώ ορθά για λόγους διαφάνειας και μη περιγραφή του νομικού πλαισίου, στην παρ. 3 του άρθρου αυτού ορίζει ότι : «3. Η απόφαση ανάθεσης ενιαίας σύμβασης δεν μπορεί πάντως να λαμβάνεται με σκοπό την εξαίρεση των συμβάσεων από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ή της οδηγίας 2004 / 17/ ΕΚ ή της οδηγίας 2004 / 18 / ΕΚ».

Ταυτόχρονα με το άρθρο 4 της νέας οδηγίας τίθενται «Οι αρχές που διέπουν τη σύναψη συμβάσεων».
Οι αναθέτουσες αρχές / αναθέτοντες φορείς αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις και ενεργούν με διαφάνεια».

Η νέα οδηγία προσδιορίζει τις εξαιρούμενες συμβάσεις από το πεδίο εφαρμογής της (άρθρο 11) και άρθρα 12 (Συμβάσεις που συνάπτονται δυνάμει διεθνών κανόνων) και 13 (Ειδικές εξαιρέσεις) αλλά ορίζεται στο άρθρο 11 ότι «Οι κανόνες, διαδικασίες, συμφωνίες ή συμβάσεις των οποίων γίνεται μνεία στο παρόν τμήμα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται με σκοπό την παράκαμψη των διατάξεων της παρούσας οδηγίας».

Εξάλλου γενικότερης φύσης εξαιρέσεις ισχύουν στις δημόσιες συμβάσεις που χαρακτηρίζονται απόρρητες ή η εκτέλεση των οποίων πρέπει να συνοδεύεται από ιδιαίτερα μέτρα ασφαλείας ή όταν το απαιτεί η προστασία των ουσιών συμφερόντων της χώρας (άρθρο 15 της Οδηγίας 2014 / 24/ ΕΕ και αντίστοιχο άρθρο 24 της οδηγίας 2014 / 25 / ΕΕ).

Ήδη παρήλθε ο αναγκαίος χρόνος για να αποτιμηθούν τα αποτελέσματα της εφαρμογής της νέας οδηγίας, όταν ως τις 21 Αυγούστου 2016 η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 13 παραγρ. 2 της Οδηγίας.

Οι εξελίξεις της συγκυρίας με τους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας να πρωταγωνιστούν, «επιβάλλουν τον αποτελεσματικότερο πολιτικό έλεγχό τους και τις δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών να καταρτίζονται με μεγαλύτερη διαφάνεια και με δίκαιη αυστηρότητα».

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης