Αναφερόμαστε στην υπόθεση C‑181/23, με αντικείμενο την προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 21 Μαρτίου 2023, κατά της Μάλτας η οποία δημοσιεύθηκε στις 29 Απριλίου 2025 από το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο.

Η υπόθεση αφορούσε το γεγονός ότι η Δημοκρατία της Μάλτας, θεσπίζοντας και εφαρμόζοντας θεσμοθετημένο πρόγραμμα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές, όπως το Maltese Citizenship by Naturalisation for Exceptional Services by Direct Investment (χορήγηση μαλτέζικης ιθαγένειας με πολιτογράφηση λόγω παροχής εξαίρετων υπηρεσιών μέσω άμεσων επενδύσεων το οποίο παρέχει δυνατότητα πολιτογράφησης παρά την απουσία πραγματικού δεσμού των αιτούντων με τη χώρα, με αντάλλαγμα προκαθορισμένες πληρωμές ή επενδύσεις, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 20 ΣΛΕΕ και το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

Νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Το άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ ορίζει τα εξής:

Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας.

Επιχειρήματα των διαδίκων

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι, μολονότι ο καθορισμός των προϋποθέσεων κτήσης και απώλειας της ιθαγένειας κράτους μέλους εμπίπτει στην αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους, εντούτοις, η αρμοδιότητα αυτή πρέπει να ασκείται τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης. Δεδομένου ότι η χορήγηση της ιθαγένειας κράτους μέλους συνεπάγεται αυτομάτως την απονομή της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, κάθε κράτος μέλος οφείλει, κατά την άσκηση της αποκλειστικής αυτής αρμοδιότητας, να μην υπονομεύει και να μη θέτει σε κίνδυνο την ουσία, την αξία και την ακεραιότητα της ιθαγένειας της Ένωσης, προκειμένου να διαφυλάσσεται η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην οποία στηρίζεται η ιδιότητα αυτή. Οι εν λόγω απαιτήσεις απορρέουν από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, και από την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 20 ΣΛΕΕ. η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, περιλαμβάνει τόσο «θετική» υποχρέωση διευκόλυνσης της αποστολής της Ένωσης όσο και «αρνητική» υποχρέωση αποχής από τη λήψη μέτρων ικανών να θέσουν σε κίνδυνο τους σκοπούς της Ένωσης.

Η Δημοκρατία της Μάλτας ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο δεν μπορεί να ελέγξει την άσκηση των εθνικών αρμοδιοτήτων όσον αφορά τη χορήγηση ιθαγένειας κράτους μέλους παρά μόνον στο μέτρο που αυτές συνιστούν, κατά τρόπο γενικό και συστηματικό, σοβαρές παραβιάσεις των αξιών ή των σκοπών της Ένωσης, δεν βρίσκει έρεισμα στις Συνθήκες ή στη νομολογία του Δικαστηρίου.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο

Κατά πάγια νομολογία, μολονότι ο καθορισμός των προϋποθέσεων χορήγησης και απώλειας της ιθαγένειας κράτους μέλους εμπίπτει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, στην αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους, η αρμοδιότητα αυτή πρέπει να ασκείται τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης [αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 1992, Micheletti κ.λπ., C‑369/90, EU:C:1992:295, σκέψη 10· της 2ας Μαρτίου 2010, Rottmann, C‑135/08, EU:C:2010:104, σκέψη 45, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Απώλεια της δανικής ιθαγένειας), C‑689/21, EU:C:2023:626, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

Η άσκηση της αρμοδιότητας των κρατών μελών σε σχέση με τον καθορισμό των προϋποθέσεων χορήγησης της ιθαγένειας κράτους μέλους δεν είναι, όπως και η άσκηση της αρμοδιότητά τους σε σχέση με τον καθορισμό των προϋποθέσεων απώλειας της ιθαγένειας, άνευ ορίων. Ειδικότερα, η ιθαγένεια της Ένωσης στηρίζεται στις κοινές αξίες του άρθρου 2 ΣΕΕ και στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών ότι κανένα από αυτά δεν ασκεί την εν λόγω αρμοδιότητα κατά τρόπο προδήλως ασυμβίβαστο με την ίδια τη φύση της ιθαγένειας της Ένωσης.

Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η Δημοκρατία της Μάλτας, θεσπίζοντας και εφαρμόζοντας το πρόγραμμα του 2020 για τη χορήγηση ιθαγένειας σε επενδυτές βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 9, του νόμου περί της μαλτέζικης ιθαγένειας, το οποίο θεσπίζει διαδικασία πολιτογράφησης συναλλακτικού χαρακτήρα με αντάλλαγμα προκαθορισμένες πληρωμές ή επενδύσεις και ισοδυναμεί, επομένως, με εμπορευματοποίηση της ιθαγένειας κράτους μέλους καθώς και, κατ’ επέκταση, της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 20 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

Αξιολόγηση και νομικές προεκτάσεις της δικαστικής απόφασης

Είναι πρόδηλο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση με την δικαστική αυτή απόφαση την 29 Απριλίου 2025 για πρώτη φορά δημιουργεί de jure συνθήκες ομοσπονδιοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την παρέμβαση της σε τομείς του εσωτερικού δικαίου των χωρών μελών της και την επιβολή υπεροχής και ισχύς του ευρωπαϊκού δικαίου τόσο έναντι του εσωτερικού δικαίου της χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και ειδικά και πρωτίστως έναντι του διεθνούς δικαίου. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο στην σκέψη ή παράγραφο 81 της δικαστικής απόφασης ανέφερε ρητώς ότι κατά πάγια νομολογία, μολονότι ο καθορισμός των προϋποθέσεων χορήγησης και απώλειας της ιθαγένειας κράτους μέλους εμπίπτει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, στην αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους, ωστόσο η αρμοδιότητα αυτή πρέπει να ασκείται τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης [αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 1992, Micheletti κ.λπ., C‑369/90, EU:C:1992:295, σκέψη 10· της 2ας Μαρτίου 2010, Rottmann, C‑135/08, EU:C:2010:104, σκέψη 45, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2023, Udlændinge- og Integrationsministeriet (Απώλεια της δανικής ιθαγένειας), C‑689/21, EU:C:2023:626, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

Από τα παραπάνω είναι πρόδηλη η de jure τάση ομοσπονδιοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η υπεροχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το διεθνές δίκαιο όσο και ως προς το εσωτερικό δίκαιο της χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακόμη και εάν ο τομέας ρύθμισης ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της χώρας μέλους Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέτοια σαφής δικαστική απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο δεν είχε νομικό προηγούμενο και επιβεβαιώνει την πάγια πάγια άποψη μας ως επιστήμονες ότι το καίριο ζήτημα του καθορισμού των θαλασσίων ζωνών υποχρεωτικά οφείλει η Ελλάδα να να το πράξει μόνο και αποκλειστικά βάσει της Σύμβασης για το δίκαιο της Θάλασσας του 1982 ή UNCLOS Convention όπου κατέστη με ΦΕΚ από την 23 Ιουνίου 1998 ευρωπαϊκό δίκαιο αλλά και βάσει της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2014/89/ΕΕ σχετικά με τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό (ΘΧΣ) στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο όπου είναι ένα πολύ ευνοϊκό νομικό πλαίσιο για τα ελληνικά συμφέροντα. Επίσης σε συνάφεια με τα παραπάνω θα πρέπει να τονιστεί ότι οι επαΐοντες και υποστηρικτές της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου και την παραπομπή της οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ της Ελλάδος με την Τουρκία μέσω συνυποσχετικού διαιτησίας στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης οφείλουν υποχρεωτικώς να αναθεωρήσουν άμεσα την προδήλως λανθασμένη άποψη τους για τους εξής παρακάτω λόγους:

H Ευρωπαϊκή Επιτροπή όπως στην περίπτωση της Δημοκρατίας της Μάλτας, δύναται ανά πάσα στιγμή να ενεργοποιήσει το άρθρο 258 ΣΛΕΕ κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας για παραβίαση της Σύμβασης για το δίκαιο της Θάλασσας του 1982 ή UNCLOS Convention όπου κατέστη με ΦΕΚ από την 23 Ιουνίου 1998 ευρωπαϊκό δίκαιο. Επίσης αυτή η ενσωμάτωση δημιούργησε αναμφίβολα συντρέχουσα αρμοδιότητα και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον καθορισμό θαλασσίων ζωνών της Ελλάδος ως χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακόμη και με υποψήφιες προς ένταξη χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και με τρίτες χώρες ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και σε συνάφεια με το άρθρο 34 του καταστατικού λειτουργίας του διεθνούς δικαστηρίου της Χάγης όπου στο δικαστήριο αυτό συμμετέχουν μόνο κυρίαρχες χώρες είτε ως διάδικοι είτε ως τρίτοι παρεμβαίνοντες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπερεθνική νομική οντότητα όπου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να παρευρεθεί να υποστηρίξει τις νομικές θέσεις της στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης όχι μόνο λόγω αυτής της απόλυτης απαγόρευσης του άρθρου 34 του καταστατικού λειτουργίας του διεθνούς δικαστηρίου της Χάγης αλλά και επειδή το ευρωπαϊκό δίκαιο αποτελεί αυτόνομη δικαιοταξία με το δικό της νομικό Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο όπου δεσμεύει κάθε χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφόσον καθίσταται διάδικος σε πάσης φύσεως νομικής διαφοράς όπου είτε είναι ήδη ευρωπαϊκό δίκαιο είτε κατέστη μέσω ενσωμάτωσης ευρωπαϊκό δίκαιο και αυτό επιβεβαιώνεται και με τα άρθρα 216 και 344 ΣΛΕΕ.

Από τα παραπάνω, προκύπτει προδήλως ότι οι επαΐοντες του διεθνούς δικαίου στην Ελλάδα αλλά και πέραν αυτής, θα πρέπει να λαμβάνουν υποχρεωτικώς υπόψη την συνεχή εξέλιξη του ευρωπαϊκού δικαίου μέσω του θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκή Ένωσης που είναι το Δικαστήριο της στο Λουξεμβούργο όπου de jure οδηγεί στην ομοσπονδιοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με φυσικό επακόλουθο την θεώρηση του διεθνούς δικαίου ως κατώτερο δίκαιο και χωρίς έννομα αποτελέσματα στην Ευρωπαϊκή Περιφέρεια δηλ. την Ευρωπαϊκή Ένωση εφόσον καλύπτεται ήδη ή απορροφάται νομικά μέσω ενσωμάτωσης από το ευρωπαϊκό δίκαιο αλλά και δήλωση ανωτερότητας σε κάθε περίπτωση του ευρωπαϊκού δικαίου σε σχέση με το εσωτερικό δίκαιο των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως κατακλείδα, θα πρέπει με αφορμή την πολύ σημαντική αναφερθείσα δικαστική απόφαση σχετικά με την Μάλτα, το ζήτημα της οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών της Ελλάδος σε σχέση με τις γειτονικές και παράκτιες χώρες είτε είναι χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δηλ. Κύπρος και Ιταλία, είτε είναι σε διαδικασία ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπως η Τουρκία και η Αλβανία αλλά και είτε είναι τρίτες χώρες ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση όπως η Λιβύη και η Αίγυπτος οφείλει μόνο και αποκλειστικά να γίνει βάσει του υπερισχύοντος και άμεσα εφαρμοστέου ευρωπαϊκού δικαίου όπως το επιτάσσει και επιβάλει και η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα οφείλει να παραπέμψει άμεσα και χωρίς χρονοτριβή τόσο την Ελληνοτουρκική θαλάσσια διαφορά στο Συμβούλιο Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας, όσο και την Ελληνοαλβανική θαλάσσια διαφορά στο Συμβούλιο Σύνδεσης Ευρωπαϊκής Ένωσης και Αλβανίας. Στην δε περίπτωση οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου αυτό οφείλει να γίνει βάσει κοινού συνυποσχετικού διαιτησίας του άρθρου 273 ΣΛΕΕ.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης