Κυνική δήλωση από τον ιατρό Σπύρο Πνευματικό στην οποία υποστηρίζει αλλά και υιοθετεί την εφαρμογή του κερδοσκοπικού δόγματος: όφελος/κόστος, benefit/cost ratio και στις ιατρικές αποφάσεις, σε περίπτωση πασχόντων από ανίατο καρκίνο τελικού σταδίου. *

Πρόκειται για είδος αυθαίρετης αναγκαστικής εφαρμογής ευθανασίας —  (χωρίς τη συγκατάθεση του αρρώστου ή των συγγενών του, σε περίπτωση που ο ίδιος δεν είναι σε θέση  να επικοινωνήσει)—,  που στόχο έχει, κατ’ αυτήν την «λογική», την μείωση του κόστους νοσηλείας καρκινοπαθών ανθρώπων σε τελικό και ανίατο στάδιο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

* Δήλωση ιατρού Σπύρου Πνευματικού: «Δεν σημαίνει ότι δεν αγαπάμε τον άρρωστο αν πάμε και του πούμε “δεν γίνεται αυτό για σας”… Ένας καρκινοπαθής τελικού σταδίου δεν είναι υποχρεωτικό… δεν θα τα καταφέρει, δεν έχει καλή πρόγνωση, πρέπει κάποια στιγμή να τραβήξουμε μια γραμμή, γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο να μπορούμε να αντεπεξέλθουμε στα έξοδα που χρειάζονται για την αντιμετώπιση. Υπάρχει ένα σημείο λοιπόν που δεν έχεις λόγο να κάνεις κάτι παραπάνω […] «Αυτά τα πράγματα τα έχουν δει […] « Η Αμερική είναι ένα τρομακτικό παράδειγμα. Ψάχνουν τα πάντα, ψάχνουν το κόστος των πράξεων, το cost benefit ratio σε μια πράξη. […]  Ακούγεται λίγο κυνικό, αλλά δεν είναι κυνικό, είναι ανθρώπινο» […] «Είναι πάρα πολύ δύσκολο να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε στα έξοδα που χρειάζονται για την αντιμετώπιση ορισμένων ανθρώπων. Υπάρχει ένα σημείο και μετά που δεν έχεις λόγο να κάνεις κάτι παραπάνω. Θα μου πει κάποιος ότι ο καλός Θεός έχει αποφασίσει διαφορετικά. Μα, πράγματι, αλήθεια είναι αυτό το πράγμα, στο τέλος της ημέρας όμως τι θα γίνει;» (iefimerida.gr Εκτός εκλογικής μάχης της ΝΔ ο Σπύρος Πνευματικός)

Θανατώστε τον πόνο και τον φόβο του θανάτου. Όχι τον άρρωστο άνθρωπο.

Ο κοινά αποδεκτός όρος «ευθανασία», είναι φορτισμένος συναισθηματικά με την έννοια και τον φόβο του θανάτου, αλλά δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενό του.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η λέξη ευθανασία είναι αντιδάνειο, από την αγγλική του όρου euthanasia, ο οποίος είναι δάνειο από την ελληνική της λέξης ευθανασία, που σημαίνει καλός, ήρεμος, ανώδυνος, θάνατος και αποτελεί κανονικό παράγωγο του επιθέτου ευθάνατος (αυτός που πεθαίνει εύκολα, καλά)[1]

Ο όρος ευθανασία, με την έννοια που χρησιμοποιείται, σημαίνει την ανώδυνη επίσπευση του θανάτου, ατόμου πάσχοντος από ανίατη επώδυνη ασθένεια.

Ο παραπάνω ορισμός  και οι συνώνυμοί, ουσιαστικά αποτελούν ευφημισμό, εφ’ όσον εκ του αποτελέσματος, πρόκειται για συνειδητή επιλογή θανατώσεως, για  «ανθρωπιστικούς» λόγους.

Ο ξενικός όρος mercy kιling (χαριστική θανάτωση ή χαριστική βολή;) αποδίδει κυριολεκτικά το αποτέλεσμα και την πρόθεση της λεγόμενης ευθανασίας. Το αποτέλεσμα και η πράξη είναι θανάτωση (killing) με πρόθεση την ανακούφιση του αρρώστου,  για λόγους ευσπλαχνίας (mercy).

Από καθαρά λογική έποψη, και καθόλου θρησκευτική ή θεολογική, η ούτω πως καλούμενη «ευθανασία», σημαίνει και είναι θανάτωση ανθρώπου, εκτελούμενη από τον γιατρό ή με την βοήθεια του γιατρού.

Είναι θανάτωση, διότι, είτε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο (παθητικά, ενεργώς ή ως υποβοηθούμενη αυτοκτονία), ο τερματισμός της ζωής προκαλείται ως αποτέλεσμα ενέργειας ή μη ενέργειας (παθητική λεγόμενη «ευθανασία») του γιατρού.

Ο όρος ευθανασία, δεν σημαίνει «καλός θάνατος», παρά  συνειδητή θανάτωση για «καλό σκοπό».

Υποστηρίζεται ότι ο θνήσκων άνθρωπος υποφέρει πλέον, παρά ζει.

Και όποιος, «λογικά» και «εν ψυχρώ» αποφασίζει, ότι τέτοια ζωή δεν την θέλει, αλλά προτιμά τον θάνατο, θα πρέπει να υποβοηθείται να διέλθει την Αχερουσία.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, οδυνηρής και αποδεδειγμένα ανίατης πάθησης, υποστηρίζεται, ότι η ζωή παύει να αποτελεί αγαθό και καθίσταται αβάσταχτο ψυχικό και σωματικό μαρτύριο, οπότε η ευθανασία είναι λύτρωση και πράξη ανθρωπιστική.

Ευθανασία. Θανατώστε τον πόνο, τον φόβο του θανάτου. Όχι τον άρρωστο άνθρωπο.

Στην έννοια του θανάτου αναδύεται με καθαρότητα η μοναδικότητα του ανθρώπου, όχι με την αφηρημένη της έννοια, αλλά με την έννοια της μοναδικής και ανεπανάληπτης σωματικής ψυχικής και νοητικής οντότητας και προσωπικότητας, που είναι  ο συγκεκριμένος άρρωστος άνθρωπος με το συγκεκριμένο παρελθόν, παρόν, και μέλλον του.

Και αυτό το μοναδικό πρόσωπο αφανίζεται με την ευθανασία σε οποιαδήποτε μορφή της.

Καλός θα ήταν ο θάνατος, ο αναπόφευκτος, επερχόμενος όποτε η φύση επιλέξει,  χωρίς πόνους, με την ηρεμία της παρηγοριάς που δίνουν οι συγγενείς και ο γιατρός, με την απελευθέρωση από τον φόβο της οδύνης του θανάτου.

Αυτό θα ήταν ευθανασία:

«θάνατος δε τοι εξ αλός αυτώ αβληχρός μάλα τοίος ελεύσετε, ος και σε πέφνη. Ο θάνατός σου, λέω, θα σε βρει απόμακρα απ’ τη θάλασσα, ήσυχος και γλυκός, τέτοιος θά ρθει για να σε σβήσει[2]».

Η έκπτωση του ζωντανού σώματος σε νεκρό πτώμα, αποτελεί οριακό και αμετάτρεπτο γεγονός.  Όσο πρόκειται για σώμα, έστω και πάσχον, δεν μπορούμε να μιλάμε για θάνατο, και όταν αντιμετωπίζουμε  το νεκρό σώμα-πτώμα,  πώς, ζώντες όντες, να αισθανθούμε τον θάνατο; Αυτό το τελικό και οριστικό… Τι;

Το χτύπημα της ανίατης αρρώστιας, με ότι αυτή συνεπάγεται, είναι εντελώς διαφορετικό από το χτύπημα του θανάτου, ο οποίος, οριστικά, αναιρεί την αρρώστια και τα συνακόλουθά της, αλλά οριστικά αναιρεί επίσης και τη ζωή. Η πορεία του ζώντος προς τον θάνατο δεν έχει κανένα χαρακτηριστικό που να προσεγγίζει την φρίκη του οριστικού θανάτου.

Βλέποντας  τον εαυτό του, ο χτυπημένος από την ανίατη αρρώστια άνθρωπος, να σπαράσσεται όχι  μόνον από τον πόνο, αλλά και από τον αφανισμό της ελευθερίας του, απελπίζεται.

Και είναι αυτή η απελπισία, η απώλεια και της έσχατης ελπίδας, που τον κάνει ν’ αναζητά τον λυτρωτικό θάνατο.[3] Είναι τότε που ο καταδικασμένος και σπαραγμένος από την αρρώστια, ζητά την λύτρωση του θανάτου..

Όμως, ως γιατροί, Πάντοτε μπορούμε να θανατώσουμε τον πόνο και την αγωνία του πάσχοντος, κι όχι τον πάσχοντα άνθρωπο

Συναισθανόμενος, λοιπόν αυτό, και γνωρίζοντας ότι είναι  ο πόνος, η αγωνία και το υποφέρειν ( όχι ο ανύπαρκτος, ως εμπειρία, θάνατος), τα οποία ο θνήσκων άρρωστος κυριολεκτικά  και αντικειμενικά φοβάται και υφίσταται, πρέπει ο γιατρός να προσπαθεί (και πάντοτε μπορεί) να ανακουφίσει τον πόνο, να ανακουφίσει τον φόβο και την απελπισία της μοναξιάς και της εγκατάλειψης, με όλα τα μέσα, εκτός από το να προκαλέσει θάνατο.

Πάντοτε, ως γιατροί, μπορούμε να θανατώσουμε τον πόνο (όχι τον άρρωστο), να παρηγορήσουμε την ψυχή, να εκφράσουμε την κατανόησή μας στις ανάγκες τού αρρώστου.  

Ενώ ο ορισμός του κλινικού θανάτου είναι αντικειμενικά σαφής και επιστημονικά αποδεκτός, η έννοια του θανάτου, όπως αυτή υπεισέρχεται στον όρο ευθανασία αποτελεί,  και είναι  συνειδητός τερματισμός της πορείας του αρρώστου εν, ζωή (εφ’ όσον δεν έχει επέλθει ο κλινικός θάνατος), με την πρόθεση της απαλλαγής του από τα βάσανα και την αθλιότητα του πόνου της ανίατης αρρώστιας.

Δεν είναι, δηλαδή ο θάνατος, εδώ, η τελική κατάληξη κάθε ζώντος, αλλά μέσον, ριζικό, αλλά και ακυρωτικό της ζωής, για την ανακούφιση από τον αβάσταχτο πόνο και την έσχατη αίσθηση απελπισίας και εγκατάλειψης που συνοδεύει τον θνήσκοντα, αλλά ακόμη εν ζωή, άνθρωπο.

Θανατώστε τον πόνο και τον φόβο, όχι τον άρρωστο. 90-99% των αρρώστων με ασθένειες τελικού σταδίου μπορούν να ανακουφισθούν από τον πόνο με διάφορους τρόπους. 

Χρησιμοποιώντας συνδυασμό φαρμακολογικών (αντλία συνεχούς χορήγησης αναλγησίας, διαδερμικά χορηγούμενα αναλγητικά), νευροχειρουργικών τεχνικών (εμφύτευση αντλίας στον νωτιαίο μυελό, διατομή νωτιοθαλαμικού δεματίου) [4],[5],[6],[7],[8], και μη φαρμακολογικών τεχνικών ψυχολογικής υποστήριξης[9],[10]  μπορούμε, σήμερα, να επιτύχουμε ευθανασία (καλό θάνατο) χωρίς να θανατώσουμε τον άρρωστο.

Ο πόνος, πέραν της σωματικής του διαστάσεως εμπλέκει ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες, οι οποίοι συνήθως επιδεινώνουν τον σωματικό πόνο. Αδυναμία να κατανοηθεί το περίπλοκο του πόνου αποτελεί συνήθη λόγο αποτυχίας της αντιμετώπισης του.

Συζητείστε τις φοβίες του αρρώστου και τον θάνατο (όταν υπάρχει το πρόσφορο έδαφος)

Εκείνο που έχει σημασία είναι η φροντίδα και η αγάπη (όχι ως ρηχή και επίπλαστη συναισθηματικότητα) αλλά ως ενθάρρυνση και υπόσχεση πραγματοποιούμενη, ότι ο πόνος και η αγωνία θα ανακουφισθούν.

Κανείς, και προφανώς ο γιατρός, δεν έχει το δικαίωμα να σκοτώσει την ελπίδα, έστω την ελπίδα του «να μην υποφέρω».

«… και το μη εγχειρέειν τοίσι κεκρατημένοις υπό το νοσημάτων, ειδότας ότι ταύτα ου δύναται ιητρική» 

Και ενώ όλα τα παραπάνω βασίζονται στην αντιμετώπιση του αρρώστου ως θνήσκοντος ανθρώπου, παράλληλα η εφαρμογή των νέων τεχνολογικών επαναστάσεων δίνει την δυνατότητα σε ορισμένες περιπτώσεις, μιας μάταιης και άχρηστης παράτασης της επιβίωσης ή καλύτερα παράτασης της χωρίς επιστροφή πορείας προς τον θάνατο.

Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι επιλέγουν την ευθανασία, παρότι αγαπούν την ζωή με το ίδιο πάθος όπως ο καθένας μας. Εν τούτοις, οι άνθρωποι αυτοί είναι πρόθυμοι, όταν η πορεία προς τον θάνατο είναι ανυπόφορη γι’ αυτούς και όχι μόνον επειδή υποφέρουν σωματικά, να αποσυρθούν από την ζωή με τον δικό τους τρόπο.

Ένας θάνατος με αξιοπρέπεια είναι η τελική εκδήλωση της ελεύθερης βούλησης του μοναδικού προσώπου με τις συγκεκριμένες προσωπικές αξίες  ζωής. Είναι η εκδήλωση της ατομικής ελευθερίας, και μπορεί εσείς ή εγώ να θεωρούμε ότι η απόφασή του δεν είναι ορθή. Εν τούτοις, έχουμε το δικαίωμα να του αρνηθούμε να το πράξει;

Η τυπική εικόνα αυτού του αρρώστου είναι ο άνθρωπος με ανίατη νόσο στα τελικά στάδια, που είναι καθηλωμένος σε ένα κρεββάτι νοσοκομείου, συνδεδεμένος με ποικίλες συσκευές υποστήριξης ζωτικών λειτουργιών, με ένα καθετήρα στην ουρήθρα, φλεβοκαθετήρες για χορήγηση υγρών και φαρμάκων, τραχειοσωλήνα που τον συνδέει με τον αναπνευστήρα, ρινογαστρικό καθετήρα για σίτιση και, για να μην μείνει αλώβητη καμία δυνατή είσοδος εισβολής και προσβολής στο σώμα του, τοποθετείται και σωλήνας αερίων.

Ζητά, όταν δεν είναι κατεσταλμένος, να φύγει από το νοσοκομείο για να πεθάνει, όποτε αυτό συμβεί, στο σπίτι του με αξιοπρέπεια, αλλά οι γιατροί αρνούνται, διότι η διακοπή της λειτουργίας των μηχανήματων σημαίνει βέβαιο θάνατο και έχει νομικές συνέπειες.

Στις περιπτώσεις αυτές θεωρείται, από ορισμένους, ότι η ποιότητα ζωής (μετρημένης πώς και από ποιόν;) αυτών των ανθρώπων είναι ανύπαρκτη και αποτελεί ενέργεια ευσπλαχνίας η (ευθα)θανάτωσή των.

Ο γιατρός δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι το μέσον, δια του οποίου ο άρρωστος επιθυμεί να πραγματοποιήσει την απόφασή του να πεθάνει.

Ο άρρωστος έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον γιατρό να μην υποφέρει, αλλά δεν είναι ο γιατρός που θα τον «θανατώσει», για να μην υποφέρει. .

«Κατανοώ τις θέσεις σου, τις σέβομαι, θα σε βοηθήσω να μην υποφέρεις και μπορώ να το κάνω, αλλά αρνούμαι και δεν θα το κάνω με αυτόν τον τρόπο (θανατώνοντας σε έμμεσα ή άμεσα)» είναι η απάντηση του συνειδητού γιατρού σε αυτό το αίτημα..

Υποχρεούται, ο γιατρός, να τον ανακουφίσει, αλλά όχι να τον θανατώσει. Και αυτό, όχι για ιατρονομικούς ή θρησκευτικούς λόγους. Απλά και μόνον υπακούοντας στον Ιπποκρατικό Όρκο, που έχει δώσει.  

“Ου δώσω δε ουδέ φάρμακον ουδενί αιτηθείς θανάσιμον Δεν θα δώσω σε κανέναν φάρμακο θανάσιμο κι αν μου το ζητήσει” (Ιπποκράτους Όρκος)

Ο ρόλος του γιατρού, όπως προσλαμβάνεται από τον άρρωστο και την κοινωνία, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, είναι η συντήρηση της ζωής, η θεραπεία και η ανακούφιση του αρρώστου.

Η αποδοχή από τον γιατρό και του ρόλου αυτού που αφαιρεί τη ζωή,

για οποιονδήποτε ηθικό ή ανθρωπιστικό λόγο, υπονομεύει όχι μόνον την εικόνα του γιατρού στην κοινωνία, αλλά και το βασικό θεμέλιο της ανθρώπινης υπόστασης.

Συνολικά ιδωμένη η θέση αυτή, χορήγηση ευθανασίας από τον γιατρό, υποσκάπτει την σχέση γιατρού-αρρώστου και την εμπιστοσύνη του αρρώστου στον γιατρό του.

Εάν γίνει αποδεκτή αυτή η πρακτική, τής με οποιονδήποτε τρόπο ευθανασίας, θα την αποκαλούσα «αποδεκτή ιατρονομικά θανάτωση» μπορεί να οδηγήσει σε «ολισθηρό δρόμο».

Το δικαίωμα να αφαιρέσει τη ζωή του το έχει κάθε άνθρωπός, διότι μόνον δική του είναι η ζωή. Εν τούτοις, άρρωστοι που λόγω της ασθενείας τους είναι καταθλιπτικοί και απελπισμένοι  και διατυπώνουν την επιθυμία να αποθάνουν διότι αισθάνονται άχρηστοι και ότι είναι βάρος για την οικογένειά τους και το περιβάλλον τους. 

Η αποδοχή του αιτήματος αυτών των αρρώστων για ευθανασία και η υποβοήθησή της είναι σαν να τους λέει ο γιατρός (και υπονοείται στην εν λόγω δήλωση του ιατρού Σπύρου Πνευματικού):

«έχεις δικιο. Είσαι άχρηστος, ανάπηρος, βάρος για την οικογένειά σου, σπαταλάς τον χρόνο τον γιατρών και τα χρήματα του κράτους, και ο κόσμος θα ήταν καλύτερος εάν έφευγες»

Η θέση, που ορισμένοι διατυπώνουν ευθέως και επίσης ο ιατρός κ. Πνευματικός είναι ότι ένας τέτοιος άρρωστος άνθρωπος αποτελεί βάρος για την κοινωνία, σπαταλά του πόρους της, δεν είναι παραγωγικός, και εν πάση περιπτώσει, δεν θα επιζήσει περισσότερο από μερικούς μήνες.  Με το κόστος της νοσηλείας σε τεράστια ύψη, θα ήταν καλύτερο,  να διατεθούν αυτά τα χρήματα για άλλες θεραπεύσιμες περιπτώσεις.

Όπως διεκήρυττε  ο γνωστός Jack Kervokian, ο αποκαλούμενος γιατρός θάνατος, «Εάν υπάρξει μια λογική πολιτική προγραμματισμένου θανάτου, το όφελος για την κοινωνία θα είναι ανυπολόγιστο[11]»!

Η Θέση αυτή είναι απάνθρωπη και κυνικά κτηνώδης,

Το 1984 ο κυβερνήτης του Colorado των ΗΠΑ διατύπωνε την θέση «ότι οι άρρωστοι με τελικού σταδίου ανίατες ασθένειες έχουν το καθήκον να πεθάνουν και να φύγουν από την μέση (get out of the way)[12].

Έτσι, με την αναβίωση του καιάδα, από το δ ι κ α ί ω μ α να πεθάνει κανείς (που μπορεί να το ασκήσει ή όχι) περάσαμε στο κ α θ ή κ ο ν  να πεθάνει (που είναι πλέον υποχρέωση.)

Και τι εικόνα σχηματίζει κανείς, για μια κοινωνία η οποία αποδέχεται την λογική, ότι κάποια μέλη της επειδή δεν είναι πλέον παραγωγικά περισσεύουν. Μια κοινωνία που μετράει την ανθρώπινη ζωή με την παραγωγικότητα του ανθρώπου ή την προσδοκία είσπραξης φόρων.

Για τον ανάπηρο, σωματικά η νοητικά, τον υπέργηρο, τον άρρωστο με καρκίνο ανίατο και τελικού σταδίου,  η ζωή δεν αξίζει λιγότερο, από όσο αξίζει για τον νέο και τον υγιή.

Μια ανθρώπινη κοινωνία θα πρέπει να αντισταθεί στην ξερή διαπίστωση, ότι κάποιος μπορεί να ζει μόνον για όσο διάστημα συμμετέχει στο σύνολο παράγοντας υλικά αγαθά.

Η ζωή είναι αυτοσκοπός. 

«θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;» (Γ. Σεφέρης)

Ελευθέριος Ανευλαβής

[1] Ερμηνευτικό και ετυμολογικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας. Παπυρος-Λαρους-Μπριτάννικα

[2] Ομήρου. Οδύσσεια. Ραψωδία λ. μετάφραση Δ.Ν.Μαρωνίτης. σελ 18

[3] Τζαβάρας Γ. Το Βέβαιο του Θανάτου. Εκδ. Δωδώνη. 1982:47

[4] Albert Einstein, “Overview οf Cancer Pain Management,” in Judy Kornell, ed., Pain Management and Care of the Terminal Patient (Washington: Washington State Medical Association, 1992), p. 4.

[5] Kathleen M. Foley, “The Relationship of Pain and Symptom Management to Patient Requests for Physician-Assisted Suicide,” Journal of Pain and Symptom Management v. 6 (July 1991): p. 290.

[6] Louis Saeger, “Patient Controlled Analgesia (PCA) in Caner Pain Management,” Supra Note 1, pp. 149-53.

[7]Chuck Michelini, “Patients Put in Control of Their Pain Medication,” Medical Tribune (October 29, 1986): p. 46.

[8] Gene Bylinsky, “New Gains in the Fight Against Pain,” Fortune (March 22, 1993): p. 116.

[9] Robert Truog and Charles Berde, “Pain, Euthanasia, and Anesthesiologists,” Anesthesiology v. 78 (Feb. 1993): p. 357.

[10] American Cancer Society in Association With the National Cancer Institute, “Questions and Answers about Pain Control,” (1992), pp. 43-51.

[11] Κατάθεση κατά την  δίκη του Kevorkian στο δικαστήριο του  Michigan ( Oakland Circuit Court, 9 June 1990).

[12] «Elderlys’ Duty to Die”, New York Times, 29 March 1984

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης