Τροφή και ποτό για σκέψη…
Γράφει ο Γιώργος Μιχάλακας
Γεννιόμαστε…
Ξεκινάει η ζωή μας…
Συνάμα ξεκινάει και η αντίστροφη μέτρηση για τον θάνατό μας…
Αυτή η «αντίστροφη μέτρηση», η τόσο διαφορετική για κάθε άνθρωπο,
η άλλοτε δίκαιη και άλλοτε άδικη, είναι αναπόφευκτη νομοτέλεια.
Ο Σόλων ο Αθηναίος -ήτοι, εις εκ των Επτά Σοφών τής Αρχαίας Ελλάδας-
έχει δώσει έναν από τούς πλέον εύστοχους ορισμούς στο ερώτημα «Τι εστί Ευτυχία;»:
«Ευτυχία είναι ένας καλός θάνατος.».
Αυτομάτως προκύπτει η συνεπαγωγική σκέψη «Και ποιος είναι “καλός θάνατος”;».
Κατά την προσωπική μου προσέγγιση,
η ιδεώδης απάντηση είναι, να φεύγεις από τη ζωή πλήρης ημερών,
και -ει δυνατόν- πλήρης εμπειριών.
Το Γήρας είναι Ύψιστο Ηλικιακό Κατόρθωμα
και έγκειται στο εκάστοτε γηράσκον άτομο
αν το ποσοτικό κατόρθωμα συνοδεύεται από δάφνες ποιότητας.
Βεβαίως, ακριβώς επειδή γεννιόμαστε και συ-ζούμε με το «Εγώ» μας,
αντιμετωπίζουμε τον Θάνατο ως «ήττα»
και έχουμε βαφτίσει ως νικητήριο ζητούμενό μας την Αθανασία.
Μιλάμε για την Απόλυτη Ψευδαίσθηση, μιλάμε για την Απόλυτη Απάτη.
Δεν υπάρχει πιο ευφημισμένη έννοια από την Αθανασία,
καθώς πρόκειται για εξιδανικευμένο και υπερ-απλουστευτικό ιδεολόγημα
που αν προβούμε σε στοιχειώδη ανάλυσή του θα διαπιστώσουμε έντρομοι
ότι αποτελεί κίβδηλη ευχή και αληθινή κατάρα.
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, δεν θέλουμε να ζήσουμε για πάντα,
παρά μόνον αγωνιούμε να απαθανατίσουμε τις ευτυχείς στιγμές μας.
Ποιος θα ήθελε να είναι «Ασθενής Αθάνατος»;
Ποιος θα ήθελε να είναι «Ανήμπορος Αθάνατος»;
Ποιος θα ήθελε, ακόμη-ακόμη, να βιώνει την Αθανασία ως ρουτίνα;
Ουδείς.
Ως εκ τούτων, η Αθανασία είναι Ονείρωξη τού «Εγώ».
Βαθιά μέσα μας, στο υποσυνείδητό μας -ή έστω, στο ασυνείδητό μας-
υπάρχει η γνώση τής μέγιστης οικειοθελούς πλάνης,
οπότε εκεί είναι που αρχίζουμε τις δήθεν ταπεινόφρονες κι ολιγαρκείς διαπραγματεύσεις.
Αντί για την Αθανασία, δεν μάς χαλάει κι η Ανάσταση.
Πάλι το «Εγώ».
Η Γέννηση είναι η κατάσταση που μάς βάζει μπροστά στο σκορ,
ο Θάνατος είναι η ισοπαλία που προσλαμβάνει διαστάσεις ήττας
(κάτι σαν το μέχρι πρόσφατα ισχύον «εκτός έδρας γκολ»),
οπότε η Ανάσταση θα είναι το γκολ που μάς δίνει την πρόκριση.
Και άντε κι αναστηθήκαμε… Μετά τι γίνεται;
Θα είμαστε οι ίδιοι με πριν; Θα έχουμε τα ίδια με πριν;
Θα υπάρχουν στη ζωή μας τα ίδια πλάσματα και τα ίδια πράγματα με πριν;
Ψάχνουμε απελπισμένα την απαθανάτιση τής ταυτότητάς μας,
δημιουργούμε φελλοβαρείς μυθοπλασίες
που -για λόγους πρεστίζ και μάρκετινγκ- τις ονομάζουμε «Θρησκείες»,
και παράγεται ένας ατέρμονος αχταρμάς από θολές ελπίδες
προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τη Ματαιότητα τής Ζωής.
Δεν λέω·
θεμιτές και δικαιολογημένες οι θνητές ανησυχίες μας,
αλλά δεν παύουν να είναι φαιδρές μέσα στη δομική απόγνωσή τους.
Η Αθανασία είναι η Ονείρωξη των Θνητών.
Η Ανάσταση είναι ο Οργασμός των Θνητών.
Ούτε σε παλιό τσοντάδικο τής Ομόνοιας δεν υπήρχε συγκεντρωμένη τόση απελπισία,
διότι -όσο ρομαντικοί κι αν είμαστε,
όσο κι αν θα θέλαμε στο τέλος τής τσόντας να παντρεύονται οι πρωταγωνιστές-
ο Θάνατος και η (όποια) μεταθανάτια μοίρα μας είναι ασύλληπτες καταστάσεις
που ουδέποτε θα φτάσουμε στην αποκρυπτογράφησή τους.
Γιατί δεν πρόκειται να συμβεί αυτό;
Διότι στο τετράπτυχο «Φαντασία —> Φαντασίωση —> Σκέψη —> Πράξη»
εμείς έχουμε αιωνίως κολλήσει ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο στάδιο,
εγκλωβισμένοι στο αδιέξοδο που λέγεται «Φαντασιοπληξία».
Ναι, πιστεύω κι εγώ ότι ενδεχομένως κάτι υπάρχει μετά τη Ζωή,
αλλά οι εικονογραφήσεις που μετερχόμαστε είναι τόσο επιφανειακές
ώστε να συμπυκνώνονται στο περιπαικτικό σύνθημα «Αν υπάρχει ο Θεός, υπάρχει κι ο Ποπάϊ».
Ο «Θεός». Θλιβερή φαντασιοπληξία ο «Θεός».
Η εύλογη χρεία που έχει το αγελαίο Ανθρώπινο Είδος για Κοινωνικότητα,
προσλαμβάνει εδώ την πιο γελοία δημοσιοσχεσίτικη μορφή της
και ξεκινούν τα μονόπλευρα κολλητιλίκια με το Σύμπαν·
όπως -όταν απευθυνόμαστε στον κολλητό μας-
χρησιμοποιούμε την οικεία και αγαπησιάρικη προσφώνηση «Ρε μαλάκα…»,
έτσι πράττουμε και απέναντι στην Ανώτατη Δύναμη, τη Συμπαντικότητα.
Ο «Θεός» είναι το πιο λοβοτομημένο «Ρε μαλάκα…»
που έχει επινοηθεί στην Ιστορία τού Σύμπαντος.
Άλλος «Θεός» εδώ, άλλος «Θεός» εκεί.
Άλλος «Θεός» στην Ελλάδα, άλλος στην Τουρκία, και αλλαχού (άκμπαρ) ανά την Υφήλιο.
Άλλος «Θεός» εδώ (επί 2.023 χρόνια), άλλοι «Θεοί» εδώ (πριν από τα 2.023 χρόνια).
Κι όλα αυτά, επειδή η Ζωή και ο Θάνατος ήταν-είναι-και θα είναι το αχώριστο ζευγάρι.
…
Υπάρχει «“Μετά Θάνατον” Ζωή»;
Αν ναι, τότε είναι βέβαιο ότι υπάρχει και «“Προ Ζωής” Ζωή»·
με απλά λογάκια, αν ζούμε μετά θάνατον,
σημαίνει ότι έχουμε ζήσει και πριν από την παρούσα ζωή μας,
καθώς το Σώμα έχει μία πεπερασμένη και διεκπεραιωτική υπόσταση
που -δύναται να- υπόκειται σε μεταβολές κάθε είδους
(από την «Εξέλιξη των Ειδών» έως τη «Μετεμψύχωση» και τη «Μετενσάρκωση»).
Υπ’ αυτό το πλαίσιο, λοιπόν,
και αφού προέβην στη δέουσα διεξοδική εισήγησή μου
για τις αγωνίες που πρεσβεύουν ετούτες οι συμβολικές ημέρες,
φτάνουμε στη συγκλονιστική σκέψη που σάς προανήγγειλα με τον τίτλο τού πονήματος…
…
Είστε έτοιμες; Είστε έτοιμοι;
Ελπίζοντας ότι το χρονογράφημά μου
-ανεξάρτητα από συμφωνίες ή διαφωνίες επί τού περιεχομένου-
θα αποτελέσει ούτως ή άλλως τροφή και ποτό για σκέψη,
έρχομαι να βάλω τη σφραγίδα με μία μεταφυσική εικασία που ενημερωτικά σάς λέω πως,
όταν μού είχε γεννηθεί στο μυαλό αισθάνθηκα να μού κουδουνίζει ο εγκέφαλος.
Είστε έτοιμες; Είστε έτοιμοι;
Σάς αποκαλύπτω ευθύς αμέσως την έμπνευσή μου και σάς παραδίδω στην ανατριχίλα της:
Αν υπάρχει «“Μετά Θάνατον” Ζωή»,
αυτήν τη στιγμή -σε κάποιαν άλλη διάσταση- μάς θεωρούμε νεκρούς.
Γιώργος Μιχάλακας
Αλήτης -αλλά όχι ρουφιάνος- Δημοσιογράφος
