Πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμουν δεκατριών ετών, τότε που ακόμα δεν είχαμε γίνει πρόσφυγες, τρελαινόμουν όπως όλα τα παιδιά του Αφγανιστάν για το Χαν νου – Ζινταγη νου, που στα ελληνικά σημαίνει «καινούργιο σπίτι – καινούργια ζωή».
Μια καθημερινή ραδιοφωνική σειρά, που για πέντε χρόνια περίπου, μεταδιδόταν κάθε πρωί από το BBC στα περσικά στο Αφγανιστάν, έκτος από Πέμπτες και Παρασκευές που ήταν αργίες εκεί.
Το Χαν νου – Ζινταγη νου, ήταν ο καθρέφτης της καθημερινότητας ενός χωρίου με όλα τα προβλήματά του. Συμβόλιζε το τότε Αφγανιστάν που ενώ ακόμη δεν είχε τελειώσει καλά-καλά ο πόλεμος με τη Ρωσία, σε εξέλιξη ήταν ο εμφύλιος.
Ένα χωριό με όλα τα πρόσωπα, κάλους και κακούς, δυνατούς και αδύνατους, φτωχούς και πλούσιους. Ένα από τα πρόσωπα όμως ήταν πολύ γνωστό σε όλους σε αυτή τη σειρά, ο Τζαμπάρ Χαν. Ο Τζαμπάρ ήταν ο κακός του χωριού, είχε φωνή τρομακτική και πάντα κουβαλούσε μαζί του ένα καλάσνικοφ. Η λογική του από το καλάσνικοφ ξεκινούσε και στο καλάσνικοφ τελείωνε.
Όλοι στο χωριό τον φοβούνταν και έκαναν την προσευχή τους να μη βρεθούν ποτέ μπροστά του, ειδικά όμως τα παιδιά. Έτσι λοιπόν έμεινε η φράση αυτή που λένε: «Είσαι Τζαμπάρ», δηλαδή είσαι κακός…
Όταν όμως έφυγα από το Αφγανιστάν, μαζί με την οικογένειά μου και άρχιζε η περιπέτεια της προσφυγιάς, το χωριό μαζί με τον Τζαμπάρ και όλα τα καλά και τα κακά του, έμειναν πίσω και ήταν πλέον παρελθόν.
Τώρα είχα να αντιμετωπίσω άλλα προβλήματα και δεν είχα τον καιρό να κοιτάξω πίσω μου. Τώρα πια η ζωή μου κρεμότανε σε κάθε λεπτό της ώρας. Έπρεπε να παλέψω. Να παλέψω να μη μείνω πίσω από το καραβάνι στα βουνά, στη διάρκεια της πεζοπορίας στο πέρασμα των συνόρων. Έπρεπε να παλέψω με τα άγρια κύματα της θάλασσας για να μη βουλιάξει η φουσκωτή μου βάρκα. Έπρεπε να παλέψω να βρω δουλεία έστω και για πέντε ή δέκα ευρώ, για να φάω και να μη μείνω στο δρόμο. Έπρεπε να φτιάξω τα χαρτιά μου για να μη με ξαναβάλουν φυλακή. Έπρεπε να μαζέψω ένσημα και παράβολα για να μη μου πάρουν πίσω την άδεια παραμονής. Έπρεπε, έπρεπε, έπρεπε…
Έτσι λοιπόν ήθελα δεν ήθελα, περασμένα ξεχασμένα, άρχισα να πιστεύω. Άλλα ποτέ δεν ξέρεις, καμιά φόρα το παρελθόν έρχεται από μόνο του μπροστά σου.
Καθόμουν σε μια γωνιά του καταυλισμού των προσφύγων στην Πάτρα. Ήταν προς το βραδάκι και ήμουν απίστευτα κουρασμένος. Είχαμε περάσει μια δύσκολη μέρα, συνοδεύοντας τραυματισμένα και άρρωστα παιδιά στο νοσοκομείο.
Λίγα μέτρα παρακάτω, μια παρέα παιδιών μικρής ηλικίας με έναν παιδικό τρόπο συζητούσαν μεταξύ τους. Την προσοχή μου είχε τραβήξει ένα άλλο παιδί που βρισκόταν στην άλλη γωνία του καταυλισμού και τάιζε μερικές κότες, που ανήκουν σε έναν Έλληνα παππού, που είχε και αλλά ζώα όπως αρνιά, κατσίκια και χοιρινά και μένει πίσω στον καταυλισμό.
Κάποια στιγμή άκουσα ένα όνομα από κάποιο παιδί της παρέας εκείνης που ήταν λίγο παρακάτω από μένα και συζητούσαν.
Άκουσα να λέει «Τζαμπάρ Χαν». Στην αρχή δεν έδωσα καμιά σημασία. Χαμογελώντας σκέφτηκα πως αφού τα παιδιά είναι καινούργια εδώ, θα μιλούν για το γνωστό Τζαμπάρ του BBC. Λάθος. Τα παιδιά δε μιλούσαν για τον Τζαμπάρ του Αφγανιστάν όπως είχα φανταστεί, αλλά για άλλον Τζαμπάρ.
Το επιβεβαίωσα, όταν στη συνέχεια άκουσα να λέει στο φίλο του, που κρατούσε τη μέση του από τον πόνο, «δε σου είπα μην πας στο λιμάνι, γιατί ο Τζαμπάρ είναι εκεί και θα σε χτυπήσει, δε με ακούσεις και τώρα καλά να πάθεις».
Σηκώθηκα από εκεί που καθόμουν και τους πλησίασα και ρώτησα τα παιδιά τι συνέβη. Όλοι μαζί άρχιζαν να μιλάνε, τους είπα «ένας, ένας για να καταλάβω τι γίνεται» και έτσι λοιπόν κάθε παιδί άρχισε να μου λέει τη δίκη του ιστορία με τον Τζαμπάρ Χαν.
Ο πρώτος μου τον περιέγραψε. Είναι πολύ δυνατός, γυμνασμένος και ξυρισμένος. Φοράει πάντα μαύρα γυαλιά και γάντια, συνήθως το δεξί χέρι του είναι πάνω στο πιστόλι του, που είναι κρεμασμένο στη μέση του και στο αριστερό χέρι του κρατάει ένα πλαστικό κλομπ.
Στις μύτες των παπουτσιών του έχει σίδερα και είναι πάρα πολύ γρήγορος, όταν θέλει να σε πιάσει και να σε χτυπήσει.
Ο άλλος είπε : «Εγώ προτού πάω στο λιμάνι, κρυφοκοιτάζω από έξω. Εάν είναι ο Τζαμπάρ στο λιμάνι, γυρνάω πίσω στο καταυλισμό, γιατί έχω φάει μια φορά ξύλο από αυτόν και μου φτάνει για όλη μου τη ζωή».
Ο επόμενος είπε : «Εμένα με έχει χτυπήσει δυο φορές ο Τζαμπάρ. Τη δεύτερη φορά ήμουν δέκα ημέρες στο νοσοκομείο και τώρα τον φοβάμαι πάρα πολύ. Όχι μόνο δε θέλω να βρεθώ ξανά στο λιμάνι, άλλα ούτε κοντά στο λιμάνι τολμώ να πάω. Είμαι πολύ καιρό εδώ στον καταυλισμό και δεν ξέρω ποσό ακόμα θα μείνω», μου είπε, συνεχίζοντας : «Κοίτα λίγο αυτόν που χτύπησε μόλις τώρα ο Τζαμπάρ, είναι χάλια, και ποιος θα τον πάει στο νοσοκομείο;».
Ο τελευταίος, προσπάθησε να το παίξει έξυπνος και ψιλοπονηρός. «Εγώ είμαι ο μοναδικός εδώ στο καταυλισμό που δε με έχει χτυπήσει ποτέ ο Τζαμπάρ, γιατί είμαι πιο γρήγορος από αυτόν και δε με έχει πιάσει ποτέ, αλλά αυτό που με κάνει να τον μισώ είναι ότι όταν δεν μπορεί να με πιάσει, σταματάει και αρχίζει να με βρίζει πολύ άσχημα».
Στο διάδρομο στο νοσοκομείο, λίγο αργότερα, εκεί που περιμέναμε ώρες μέχρι να έρθει η σειρά μας για να δει ο γιατρός το παιδί που ήταν χτυπημένο στη μέση του από την κλωτσιά του Τζαμπάρ, σκεφτόμουν διάφορα.
Είχα ακούσει ένα όνομα που με έκανε να κλείσω τα μάτια μου, ύστερα από τόσα χρόνια και περιπέτειες. Να κάνω ένα σύντομο γύρο στα δικά μου παιδικά χρόνια, ταξίδευα στο παρελθόν και ξαναθυμήθηκα όλους αυτούς τους Τζαμπάρ του Αφγανιστάν, τους Ρώσους, τους Μουτζαχεντίν, τους Ταλιμπάν, τους Αμερικάνους και όλους τους άλλους που μας κατέστρεψαν τη ζωή, τη χώρα, το σπίτι και το μέλλον μας, αλλά το χειρότερο που χώρισαν τα παιδιά από τους γονείς τους.
Άνοιξα τα μάτια μου, γύρισα προς τη μεριά του τραυματισμένου παιδιού που από την κούραση καθόταν σε μια πολυθρόνα ψιλοάνετη και το είχε πάρει ο ύπνος.
Αναρωτήθηκα τι όνειρο θα μπορούσε να βλέπει αυτό το παιδί ή καλύτερα τι εφιάλτη… Αμέσως έδωσα απαντήσεις με τη φαντασία μου στο ερώτημα. Εάν πρόκειται για ένα παιδικό όνειρο, δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο εκτός από το να βλέπει τον εαυτό του να είναι κάπου ασφαλής. Κάπου που όταν ανοίξει τα μάτια του, να μη βλέπει κανέναν Τζαμπάρ που θα απειλεί να τον χτυπήσει. Κάπου που να έχει ένα σπιτάκι αντί για την παράγκα του καταυλισμού. Κάπου που να πηγαίνει σχολείο αντί στο λιμάνι, μένοντας κάτω από τις νταλίκες. Κάπου που να παίζει αντί να φτιάχνει όλη τη μέρα καλύβες από χαρτόνια και νάιλον. Κάπου που να τον σέβονται σαν άνθρωπο και σαν παιδί αντί να τον βρίζουν. Ο μικρός όμως βλέπει εφιάλτη. Βλέπει τον Τζαμπάρ να τον έχει πιάσει και να τον χτυπάει άγρια όπως έλεγε τις προάλλες ο ίδιος και να μην υπάρχει κανείς να τον βοηθήσει. Φώναζε «βοήθεια», ενώ ο Τζαμπάρ γελούσε χτυπώντας τον. Παντού συρματοπλέγματα και ο κόσμος δίπλα, απλοί θεατές να τους βλέπουν και να κάνουν πως δε βλέπουν και δεν ακούν τίποτα, σαν να βρίσκονται στο κινηματόγραφο και βλέπουν την ταινία «Ράμπο 2».
Ένας Τζαμπάρ και πολλοί Τζαμπάρ που αυτή τη φόρα δεν πρόκειται για τους Ρώσους, τους Μουτζαχεντίν, τους Ταλιμπαν, ούτε για τους Αμερικάνους στο Αφγανιστάν, αλλά για τους λιμενικούς της Πάτρας, στην καρδιά της Ευρώπης. Όλα αυτά, στο όνομα της ασφάλειας, λόγω των λαθρομεταναστών.