Toυ Νικόλα Αρώνη

Αν νιώθετε την ανάγκη…για αδρεναλίνη, τότε σίγουρα, η πιο καυτή κινηματογραφική εκδίκηση της σεζόν, η οποία μάλλον έχει σπασμένα φρένα, θα σας ενθουσιάσει, καθώς το «Need For Speed» έρχεται για να αποτυπώσει το πάθος για την ταχύτητα στο κινηματογραφικό πανί.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μια ταινία εμπνευσμένη από ένα από τα πιο εθιστικά βίντεο-παιχνίδια του πλανήτη, παρουσιάζει μια νέα κινηματογραφική εμπειρία με πολύ εντυπωσιακές σκηνές δράσης και «εκρήξεις» αδρεναλίνης.

Ο Τόμπι Μάρσαλ, εργάζεται με τους φίλους του στην οικογενειακή του επιχείρηση, ενώ παράλληλα δοκιμάζει το σπάνιο ταλέντο του σε ερασιτεχνικές και αυτοσχέδιες κόντρες αυτοκινήτων. Η ζωή κυλάει όμορφα, μέχρι τη στιγμή που έρχονται τα πάνω κάτω και καταλήγει στη φυλακή για ένα έγκλημα το οποίο ουδέποτε διέπραξε. Για τα επόμενα δυο χρόνια της ζωής του θα παραμείνει άδικα φυλακισμένος, έχοντας στο μυαλό μόνο μια σκέψη: την εκδίκηση! Και παρόλο που οι ηθικοί φραγμοί της φιλήσυχης ζωής του φρενάρουν προσωρινά τα σχέδιά του, εκείνος δείχνει αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω, με οποιοδήποτε κόστος.

Η Dreamworks Pictures σηματοδοτεί την επιστροφή στην εντυπωσιακή κινηματογραφική κουλτούρα των 60’s και 70’s με τις αυθεντικές και αξέχαστες ταινίες μηχανοκίνητης κουλτούρας που εισήγαγαν ένα καινούριο επίπεδο δράσης και αδρεναλίνης επί της κινηματογραφικής οθόνης! Ακολουθώντας τους γοητευτικούς μύθους των καυτών αμερικάνικων δρόμων, οι απρόβλεπτες εξελίξεις αναγκάζουν τους ήρωές σε ένα σχεδόν εξωπραγματικό ταξίδι, κατά μήκος της χώρας. Ένα ταξίδι που ξεκινά ως αποστολή εκδίκησης αλλά εξελίσσεται σε θριαμβευτική λύτρωση.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Βασισμένο στην πιο επιτυχημένη σειρά αγωνιστικών βιντεοπαιχνιδιών, όλων των εποχών, με πωλήσεις πλέον των 140 εκατομμυρίων αντιτύπων, το «Need For Speed» μεταφέρει τον ενθουσιασμό και την επαναστατική αίσθηση ελευθερίας του παιχνιδιού, στον αληθινό κόσμο. Την ίδια στιγμή αφυπνίζει το ανθρώπινο πάθος για ταξίδι, που έκανε την αγάπη πολλών για την ταχύτητα διαχρονική και ανεκτίμητη.

Ποτέ δεν αφήνεις έναν άνθρωπο πίσω, αβοήθητο…

Η ιστορία της ταινίας περιστρέφεται γύρω από τον Τόμπι Μάρσαλ, έναν τίμιο και εργατικό, μηχανικό αυτοκινήτων, με χρυσή καρδιά, που ζει στην πιο αδιάφορη και νυσταλέα περιοχή της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Ο Τόμπι δουλεύει με τα φιλαράκια του στην οικογενειακή του επιχείρηση, το περίφημο συνεργείο αυτοκινήτων Μάρσαλ Μότορς, το οποίο προσπαθεί να ξελασπώσει από τα δυσβάσταχτα χρέη που του άφησε ο πατέρας του, μετά τον πρόσφατο χαμό του. Τα σαββατοκύριακα, ο Τόμπι και η παρέα του συμμετέχουν σε οργανωμένες παράνομες κόντρες, οι οποίες τους αποφέρουν ένα αρκετά σημαντικό οικονομικό συμπλήρωμα στις πενιχρές, ομολογουμένως, απολαβές τους. Γιατί το κάνουν; Σίγουρα και για τα λεφτά, ωστόσο ο βασικός λόγος ήταν πάντα η ικανοποίηση την άσβεστης δίψα για αδρεναλίνη και το αβυσσαλέο πάθος τους για την ταχύτητα.

Στη ζωή του Τόμπι υπήρχε πάντα ένας παραδοσιακά μεγάλος αντίπαλος. Ικανός οδηγός και πομπώδης χαρακτήρας, ο πάμπλουτος Ντίνο Μπρούστερ (Ντόμινικ Κούπερ), μετά από ένα μεγάλο διάστημα απουσίας, επανέρχεται στη ζωή του Τόμπι με μια ελκυστική πρόταση την οποία με δυσκολία θα μπορούσε κάποιος να αρνηθεί: Θα του ζητήσει να κατασκευάσει την ταχύτερη Mustang που κυκλοφορεί στον πλανήτη, με αντάλλαγμα ένα διόλου ευκαταφρόνητο οικονομικό αντίτιμο, ικανό να ξελασπώσει τον ίδιο και να σώσει την οικογενειακή του επιχείρηση.

Ο Τόμπι αφού δέχεται, διστακτικά, την προσφορά και την φέρνει επιτυχημένα εις πέρας, πουλάει τη Mustang και γνωρίζει παράλληλα την πανέμορφη, ξεροκέφαλη Τζούλια Μάντεν (Ίμοτζεν Πουτς), η οποία αναμένεται να παίξει σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία της ζωής του. Την ίδια στιγμή, αδύναμος να αποφύγει τις θρασύτατες προκλήσεις του παραδοσιακού του «εχθρού», ρισκάρει όλα του τα λεφτά σε έναν αυτοσχέδιο αγώνα ταχύτητας με αντιπάλους τον Ντίνο και τον κολλητό φίλο – και προστατευόμενο – του, τον Μικρό Πιτ (Χάρισον Γκίλμπερτσον). Όταν η συγκεκριμένη κούρσα εξελιχθεί σε φονική καρμανιόλα, ο Ντίνο θα εγκαταλείψει επιτόπου το φλεγόμενο όχημα του Πιτ και τον άναυδο Τόμπι – ο οποίος αδυνατώντας να αποδείξει την αθωότητά του στο συγκεκριμένο περιστατικό, θα καταλήξει τελικά στη φυλακή.

Δυο χρόνια αργότερα ο Τόμπι θα βγει από τη φυλακή με αναστολή και καθώς ο Ντίνο επεκτείνει τις επαγγελματικές του δραστηριότητες προς τη Δύση, ο Τόμπι σχεδιάζει απερίσπαστος την πολυπόθητη εκδίκησή του. Η προοπτική του να τον κατατροπώσει στην περιβόητη κούρσα του De Leon (το Champions League των παράνομων αγώνων αυτοκινήτου) φαντάζει ιδανική ευκαιρία, ωστόσο για να μπορέσει ο Τόμπι να φτάσει στην ώρα του εκεί θα πρέπει να σπάσει τους περιοριστικούς όρους της αναστολής φυλάκισής του και να καταφέρει να ταξιδέψει από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Σαν Φρανσίσκο μέσα σε 45 ώρες.

Προς μεγάλη του απογοήτευση, στο ταξίδι αυτό αποφασίζει να τον συνοδεύσει η Τζούλια (Ίμοτζεν Πουτς), η οποία ωστόσο στην πορεία αναδεικνύεται σε εκπληκτικά επινοητική και σίγουρα όχι τόσο ενοχλητική συντροφιά, όσο ο Τόμπι αρχικά φανταζόταν. Οι δυο τους, σε συνεργασία με την αφοσιωμένη ομάδα του Τόμπι, αψηφούν τις αποδόσεις και τα στοιχήματα, μετατρέποντας μια αποστολή εκδίκησης σε πανηγυρική φιέστα λύτρωσης. Γιατί υπάρχει κάτι που κάνει τον Τόμπι να ξεχωρίζει και αυτό το κάτι στηρίζεται στις ηθικές αξίες, την ανθρωπιά και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του… Υπάρχει κάτι το οποίο πιθανότατα ο Ντίνο δεν θα κατανοήσει ποτέ: «Ποτέ δεν αφήνεις έναν άνθρωπο, πίσω, αβοήθητο… Πρέπει πάντοτε να γυρίζεις για να βεβαιωθείς ότι όλα είναι υπό έλεγχο».

Δίνοντας ζωή στο βίντεο-παιχνίδι

Το 1994 η EA Entertainment (ένα τμήμα της Electronic Arts) κυκλοφόρησε ένα βιντεοπαιχνίδι αγώνων στο οποίο ο παίκτης συμμετείχε ενεργά στην έντονη δράση. Το παιχνίδι κέρδισε κατευθείαν την εκτίμηση των απανταχού παιχνιδόφιλων δελεάζοντας όλο και πιο πολύ τους θαυμαστές του με τα απίστευτα αυτοκίνητά και τη δυνατότητα της απόλυτης επικράτησης – σε μια «μάχη» πρωτοφανή για τα δεδομένα της εποχής.

Η απροσδόκητη και συναρπαστική του επιτυχία γέννησε στη συνέχεια μια σειρά με όλο και πιο δημοφιλείς τίτλους αγώνων, καθιστώντας το «Need For Speed» ως την πιο επιτυχημένη σειρά αγωνιστικών βίντεο-παιχνιδιών στον κόσμο και μια από τις πιο επιτυχημένες σειρές βίντεο-παιχνιδιών όλων των εποχών. Μέχρι σήμερα έχει κυκλοφορήσει σε 22 γλώσσες, σε 60 χώρες, πουλώντας περισσότερα από 140 εκατομμύρια αντίτυπα και ξεπερνώντας σε εισπράξεις τα 4 δισεκατομμύρια δολάρια!

Όταν η EA άρχισε να σκέφτεται την πιθανότητα να εξελίξει το βίντεο-παιχνίδι σε κινηματογραφική ταινία, αποφάσισε ότι θα έπρεπε να λάβει δραστικά μέτρα και να συμβάλλει δραστικά στην κατάλληλη ιδέα που θα οδηγούσε στη γέννηση της απόλυτης ταινίας. «Τους κάναμε την πρόταση γνωρίζοντας απόλυτα το είδος της ταινίας που θέλαμε να γυρίσουμε και ψάχναμε για ειδικούς – τους καλύτερους του χώρου – που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να το κάνουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο», αναφέρει ο παραγωγός της ταινίας Πάτρικ Ο’ Μπράιαν, προσθέτοντας ότι «Η συγκεκριμένη απόπειρα είναι πολύ σημαντική για εμάς, καθώς το είδος έχει αφοσιωμένους οπαδούς τους οποίους σεβόμαστε. Γνωρίζαμε και το θέλαμε βαθιά, ότι έπρεπε είτε να το κάνουμε τέλεια – και με τους κατάλληλους συνεργάτες – ή να μην το κάνουμε καθόλου!».

Ταινίες γυρίζονται με διάφορες αφορμές και για διάφορους λόγους, όμως το Need For Speed έγινε μάλλον για τον καλύτερο: Για το πάθος! Ο σεναριογράφος Τζον Γκάτινς με τον αδερφό του και συν-σεναριογράφο Τζόρτζ, έχουν ένα δικό τους κατάστημα στην Καλιφόρνια, όπου συντηρούν και ανακατασκευάζουν κλασικά αυτοκίνητα. Και οι δύο ήταν ερωτευμένοι με την κουλτούρα των αυτοκινήτων από την παιδική τους ακόμη ηλικία και όταν η εταιρεία επισκέφτηκε το γκαράζ τους για να συζητήσουν το ενδεχόμενο μιας συνεργασίας, όλα πήραν το δρόμο τους. Στα πρόσωπα τον αδελφών Γκάτιν οι λοιποί εμπλεκόμενοι φορείς συνάντησαν αδελφές ψυχές, οι οποίες μιλάνε την ίδια γλώσσα και μοιράζονται το ίδιο πάθος για την ταχύτητα και τον κινηματογράφο.

Ο Τζον Γκάτινς θυμάται πως «εκείνο που έκανε τη συγγραφική εμπειρία τόσο ελκυστική ήταν η δημιουργική πρόκληση της ανάπτυξης χαρακτήρων που υπήρχαν ήδη αλλά έπρεπε να αλλάξουν. Οι διάφορες επαναλήψεις του παιχνιδιού, εφόσον δεν βοηθούσαν στην σεναριακή αφήγηση, έπρεπε να αντικατασταθούν. Οπότε υπήρχε σε μένα και στον αδερφό μου, αυτόματα ένα ανοιχτό πεδίο να προσαρμόσουμε τους χαρακτήρες του παιχνιδιού στον πραγματικό μας κόσμο.» Οι Γκάτινς παρέδωσαν ένα σενάριο με πολύ δυνατούς χαρακτήρες, τοποθετημένους στο υπόβαθρο μιας ιστορίας ανταγωνισμού, πάθους και αληθινής έντασης. Στη συνέχεια η EA παρέλαβε την ιστορία και σε συνδυασμό με την Dreamworks άρχισαν να ψάχνουν τον ιδανικό σκηνοθέτη που θα μπορούσε κυριολεκτικά να την εκτοξεύσει.

Όλοι συμφωνούσαν πως το κλειδί για μια επιτυχημένη ταινία θα ήταν να βρεθεί ένας άνθρωπος που θα καταφέρει να στηρίξει την ιστορία και να την αφηγηθεί με μοναδικό στιλ και οπτική αντίληψη. Και ένα όνομα που αναφερόταν ανελλιπώς, σε κάθε αναφορά των συγκεκριμένων κριτηρίων, ήταν ο Σκοτ Γουό, ο οποίος μόλις είχε τελειώσει μια από τις πιο ρεαλιστικές ταινίες δράσης όλων των εποχών, το περίφημο «Act of Valor». Σύμφωνα με τα λεγόμενα του παραγωγού Μαρκ Σουριάν, «Ο Σκοτ έχει πραγματικά μεγάλο πάθος για τα αυτοκίνητα – ξεκίνησε την καριέρα του άλλωστε και ο ίδιος ως κασκαντέρ – οπότε γνωρίζαμε ότι μπορεί σίγουρα να δώσει μια αληθινή υπόσταση στην ταινία, μεταδίδοντας την αγωνία ενός αληθινού αγώνα ταχύτητας.»

Βασική πρόθεση του Γουό ήταν να αποτίσει φόρο τιμής σε κλασικές ταινίες του 60’ και του 70’, όπως το «Μπούλιτ», ή το «Ο Άνθρωπος από τη Γαλλία», ή το «Σαν Φρανσίσκο: Ώρα Μηδέν», στις οποίες οι σκηνές της μηχανοκίνητης δράσης είναι αληθινές, χωρίς καθόλου οπτικά εφέ… Ή στις «Grand Prix» και «Μονομαχία» (Duel) στις οποίες υπήρχε μια σημαντική ιστορία, με χαρακτήρες για τους οποίους το κοινό ενδιαφερόταν πραγματικά και αγωνιούσε. Ο Γουό πιστεύει ότι το γύρισμα των ταινιών χωρίς κασκαντέρ εξελίσσεται σε φθίνουσα – σχεδόν χαμένη – τέχνη, καθώς έχουν πλέον αντικατασταθεί όλες αυτές οι σημαντικές διαδικασίες με οπτικά εφέ βασισμένα σε σύγχρονα τεχνολογικά θαύματα.
Εξηγεί ότι «η αποτύπωση των σκηνών δράσης στην κάμερα, υπερτερεί σε πολλαπλά επίπεδα. Αρχικά, υπάρχει μια έμφυτη ικανότητα – κάτι σαν ένστικτο – στον άνθρωπο να αντιλαμβάνεται το ψεύτικο, άσχετα με το πόσο καλό είναι. Και σε ένα βαθύτερο επίπεδο, μπορεί κανείς να καταλάβει αν ο ηθοποιός βρίσκεται σε αληθινό ή τεχνητό περιβάλλον.»

«Θέλαμε να τιμήσουμε το όραμα που είχε ο Σκοτ για την ταινία παραδίδοντας μια ιστορία που θα μοιάζει απόλυτα αληθινή και θα έχει περιστατικά που μπορούν πραγματικά να συμβούν», αναφέρει ο Τζον Γκάτιν. «Δε θέλουμε να σε πετύχουμε σε μια αίθουσα να αναρωτιέσαι “Μα καλά, τώρα, μπορεί αυτό να συμβεί στην πραγματικότητα;”».

20 Μαρτίου στους κινηματογράφους από την Odeon

Σκηνοθεσία Σκοτ Γουό
Σενάριο Τζορτζ Γκάτινς, Τζον Γκάτινς
Παραγωγή Τζον Γκάτινς, Πάτρικ Ο’ Μπράιαν, Μαρκ Σούριαν
Ηθοποιοί Άαρον Πολ, Ντόμινικ Κούπερ, Ίμοτζεν Πουτς, Σκοτ Μεσκούντι, Μάικλ Κίτον, Ράμι Μάλεκ
Ραμόν Ροντρίγκεζ, Ντακότα Τζόνσον, Στίβι Ρέι Ντάλιμορ
Φωτογραφία Σέιν Χέρλμπατ
Κοστούμια Έλεν Μίροινικ
Μουσική Νέιθαν Φέρστ
Διάρκεια 130’

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης