Οδηγεί ο Δημήτρης Διατσίδης
Φωτογραφία: Γιώργος Δαγαλάκης

Η Ducati είναι γνωστή για τις ακραίες Supersport μοτοσυκλέτες της, σε θέματα ιπποδύναμης, απόδοσης και αισθητικής. Από τις γνωστές Panigale, αφαιρώντας ουσιαστικά το αεροδυναμικό φέρινγκ, ανεβάζοντας λίγο ψηλότερα το τιμόνι και βελτιώνοντας τη ροπή, μειώνοντας λίγο την ιπποδύναμη, προήλθε αρχικά η Streetfighter V4 των 1100 κ.εκ., των 208 ίππων απόδοσης, 123 Nm ροπής και βάρους 180 κιλών. Μια ακραία επιλογή, ειδικά στον τομέα της ιπποδύναμης, καθώς ουσιαστικά αυτούς τους 208 ίππους σχεδόν ποτέ δεν θα τους χρησιμοποιήσει κανείς, εκτός από τις περιπτώσεις που θα κινηθεί σε πίστα. Έτσι λοιπόν φέτος “αναγκάστηκε” να παρουσιάσει μια πιο ήπια εκδοχή της εξτρεμιστικής V4, με τον κινητήρα των 955 κ.εκ. της αντίστοιχης Panigale V2, με απόδοση “μόλις” στους 153 ίππους, ροπή 101.4 Nm και το βάρος στα 178 κιλά. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ


Αυτή η νέα μοτοσυκλέτα ήρθε τις τελευταίες ημέρες και στη χώρα μας και η πρώτη διαθέσιμη για δοκιμή, μόλις βγήκε από τα γραφεία του Ducati Store στην Καλλιρρόης στην Αθήνα, βρέθηκε στα χέρια της “Ζούγκλας” για μια εξαντλητική δοκιμή που περιλάμβανε οδήγηση σε δύο πίστες και βέβαια κυρίως στο δρόμο, μέσα στην πόλη, αλλά και σε ταξίδι που περιλάμβανε και γνωστές διαδρομές με συνεχείς στροφές. Πολλά χιλιόμετρα για να καταλάβουμε με τον συνεργάτη μας Κυριάκο Αντωνίου, το σπορ DNA της Panigale V2, που συνδυάζεται με το στυλ του “Μαχητή των Δρόμων” (Streetfighter). 

Μια μοναδική και διακριτή προσωπικότητα

Η Streetfighter V2 έχει ένα design που την κάνει να ξεχωρίζει με στοιχεία που έρχονται από τη μεγαλύτερη Streetfighter V4, με το Ducati Centro Stile να κτίζει την αισθητική γύρω από τον V2 Superquadro κινητήρα. Το περίφημο χαμόγελο του Joker δίνει το μοναδικό σχήμα στο μπροστινό μέρος, που υπογραμμίζεται από τα φωτιστικά σώματα. 
Η εργονομία κινήθηκε πιο πολύ στη χρήση δρόμου, σε σχέση με τη μεγαλύτερη 4κύλινδρη και η σέλα είναι πιο άνετη, ενώ τα μαρσπιέ δίνουν περισσότερο χώρο στα πόδια του οδηγού, για μεγαλύτερη άνεση. Είναι λοιπόν μια “γυμνή” αλλά λίγο πιο επιθετική μοτοσυκλέτα που δικαιολογεί τον τίτλο του “μαχητή” αλλά χωρίς την ακραία θεώρηση και σε αυτόν τον τομέα της μεγάλης αδελφής.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ


Το μοτέρ Superquadro είναι φέρον μέρος της κατασκευής, μια συνέχεια του μινιμαλιστικού  monocoque αλουμινένιου πλαισίου που πριν την Panigale δοκίμασε αρχικά η Ducati στο MotoGP! Το μονόμπρατσο ψαλίδι συνδέεται με το μοτέρ και είναι 16 χιλ. μακρύτερο από αυτό της Panigale V2, κάτι που δίνει μεγαλύτερη σταθερότητα στο δρόμο. Οι 153 ίπποι έρχονται στις 10,750 σ.α.λ. ενώ η τρομερή ροπή των 101.4 Nm στις 9,000 σ.α.λ. 
Οι ζάντες των 5 ακτίνων είναι πανέμορφες και φορούν τα ολοκαίνουργια Ρirelli Diablo Rosso IV σε διαστάσεις 120/70 ZR17 μπροστά και 180/60 ZR17 πίσω. Το σύστημα πέδησης επίσης υιοθετεί πιο προοδευτικά τακάκια, χωρίς να χάνεται πολύ η τρομερή αίσθηση των φρένων της Panigale V2, αφού οι δαγκάνες είναι οι ίδιες Brembo M4-32 monobloc radial με δίσκους 320 χιλ.  
Αυτό που κάποτε θα φάνταζε σαν ιεροσυλία, η χρήση δηλαδή από μια Ιταλική εταιρία, Ιαπωνικών αναρτήσεων είναι εδώ μια ευχάριστη νότα, με το πιρούνι διαμέτρου 43 χιλ να είναι το ποιοτικό Showa BPF, ενώ πίσω το Γερμανικό αμορτισέρ της Sachs αναλαμβάνει τη δουλειά.  


Τα συστήματα ηλεκτρονικής υποβοήθησης είναι όλα του γνωστού υψηλού επιπέδου του Ιταλικού εργοστασίου και έχουν ως βάση την εξαπλή αδρανειακή πλατφόρμα που ελέγχει σε κλάσματα του δευτερολέπτου όλες τις κινήσεις της μοτοσυκλέτας. Οι μετρήσεις προσαρμόζονται σε 3 Riding Mode (Sport, Road, Wet) και δίνεται η ευκαιρία στον αναβάτη να προσαρμόσει ανάλογα με τις απαιτήσεις του τα επίπεδα επέμβασης των ηλεκτρονικών σε σχέση με το πόσο ασφαλής αισθάνεται και το πόσο πιο ελεύθερα θέλει να λειτουργεί ο “μαχητής του δρόμου”. Για παράδειγμα το ABS στα επίπεδα 2 και 3 βοηθάει με λειτουργία και μέσα στις στροφές για αυξημένη ασφάλεια, ενώ στην πίστα το επίπεδο 1 δίνει μεγαλύτερη ελευθερία, αλλά και αυξημένο ρίσκο.   
Το Traction Control έρχεται από το MotoGP, είναι το DTC EVO 2 και ρυθμίζεται σε 8 επίπεδα επέμβασης. Εδώ βρήκαμε και το μόνο αρνητικό της Streetfighter V2, αφού ακόμη και στο επίπεδο 1 της μικρότερης επέμβασης, η επέμβαση είναι μεγάλη και δεν αφήνει περιθώρια “παιχνιδιού” στον αναβάτη, που θα αναγκαστεί για κάτι τέτοιο να μηδενίσει την επέμβαση, το οποίο τελικά αυξάνει τον κίνδυνο! 
Tο Engine Brake Control με τη σειρά του δουλεύει άψογα.  


Σε δρόμο και πίστα
Με τη θέση οδήγησης της Streetfighter V2 να συνδυάζει τον σπορ χαρακτήρα με την άνεση, κινηθήκαμε στην πόλη χωρίς τα χέρια να καταπονούνται ιδιαίτερα από τη σχετικά σκυφτή θέση και το σύνολο να δίνει μια ικανότητα σβέλτων χειρισμών με πολύ καλή ισορροπία ανάμεσα στην πολύ δύναμη (που δεν είναι υπερβολική) και την απόδοση του συστήματος φρεναρίσματος που δεν έχει την απότομη λειτουργία των περισσότερων supersport μοτοσυκλετών. 
Αυτή η θέση που δεν κουράζει τους καρπούς βολεύει και στο ταξίδι, ειδικά με ταχύτητες μέχρι λίγο πάνω από τα 150 χλμ/ώρα, όπου ο αέρας καταφέρνει να ισορροπεί το σώμα του αναβάτη σε μια θέση που αφαιρεί το βάρος από τα χέρια και όλα γίνονται πιο ξεκούραστα. Πάνω από τα 160 χλμ/ώρα και μέχρι τα 272 που είδαμε στο κοντέρ της σε άδειο ανοιχτό δρόμο, πρέπει να σκύψεις και να γίνεις ένα με το ρεζερβουάρ, αφού βέβαια δεν υπάρχει καμία προστασία από τον αέρα. 
Στις διαδρομές με μέτριας και χαμηλής ταχύτητας στροφές η Streetfighter V2 βγάζει το καλύτερό της και μπορεί να ενθουσιάζει τον οδηγό της με την εξαιρετική αίσθηση από τις αναρτήσεις, την πολύ καλή λειτουργία των φρένων και φυσικά με τη ροπή του μοτέρ που δίνει ωραίες εξόδους από τις στροφές. Σε αυτές τις διαδρομές τα λάστιχα της Pirelli ζεσταίνονται εύκολα και δίνουν με τη σειρά τους υψηλό επίπεδο πρόσφυσης, ενώ έχουν ακόμη πολλά περιθώρια για περισσότερα πλαγιάσματα και μεγαλύτερες κλίσεις.


Αφού λοιπόν στο δρόμο πήραμε το καλύτερό τους, μπήκαμε και σε δύο πίστες, την πολύ κλειστή πίστα προπονήσεων της ARP Academy και στο Kartodromo στις Αφίδνες, όπου μπορούν και μπαίνουν και μεγάλες μοτοσυκλέτες. Και στις δύο περιπτώσεις, αλλά ειδικά στην πίστα του καρτ (όπου γίνονται και αγώνες Supermoto) o “μαχητής των δρόμων” τα έβγαλε πέρα εύκολα και δεν έφτασε και πάλι τα όρια του, δείχνοντάς μας ότι και στις πίστες μοτοσυκλέτας, στα Μέγαρα και τις Σέρρες, μπορεί να προσφέρει συγκινήσεις στον οδηγό της. Μάλιστα με μια άνετη για την πίστα θέση που θα επιτρέψει το να γίνουν πολλοί γύροι πριν βγεις από κούραση και επίσης μια θέση που μπορεί να βελτιώσει την οδήγησή σου, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η δύναμη δεν φοβίζει όπως στη θηριώδη απόδοση της V4. 
Συνολικά η Streetfighter V2 μας άφησε τη γλυκιά γεύση μιας supersport με χαρακτήρα μιας πιο εύκολης “γυμνής” μοτοσυκλέτας που συνδυάζονται σε ένα ήρεμο μαχητή κάθε είδους δρόμου. Η σωστή δόση θα λέγαμε μεταξύ ακραίας οδηγικής συμπεριφοράς και ικανότητας ακόμη και για καθημερινή κυκλοφορία στην πόλη. 


ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Κινητήρας 2κύλινδρος V2 Superquadro, Desmodromic 955 κ.εκ. 
Ισχύς 153 ίπποι στις 10,750 σ.α.λ. 
Ροπή 101.4 Nm στις 9,000 σ.α.λ. 
Πλαίσιο Monocoque αλουμινίου
Ανάρτηση μπροστά Showa BPF 43 χιλ.
Ανάρτηση πίσω Sachs
Ελαστικό μπροστά 120/70 ZR17 
Ελαστικό πίσω 180/60 ZR17

 

 

 

 

 

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης