Στη γειτονιά μου ζούσαν δύο γιαγιάδες, δεν θα το πω θεοσεβούμενες, δεν θα το πω της εκκλησίας (μακάρι να ήταν τόσο απλό), μαντηλοφόρες -τιμωροί της ανηθικότητας, με εξουσία που τους είχε δοθεί από ‘κεί ψηλά θα το πω.
Πρέπει να ήμουν γύρω στα 8, όταν έκατσα μια μέρα δίπλα τους σ’ ένα παγκάκι, λίγο πριν το δεκαπεντάυγουστο ήταν, περίοδος νηστείας κι έτρωγα το παγωτάκι μου.
Αμαρτίες ήταν το θέμα τους και συγκεκριμένα πως τιμωρεί ο καλός κατα τ’άλλα Θεούλης τα μικρά παιδιά, που τρώνε παγωτό τέτοιες μέρες.
Η περιγραφή τους γλαφυρή, το λιγότερο.
Φλόγες, ο διάολος, φλόγες και πάλι φλόγες.
Η κόλαση ήταν μονόδρομος για μένα και με το βλέμμα τους, πριν την τελευταία μου μπουκιά, με έστειλαν κατευθείαν εκεί.
Στην πυρά, στην πυρά που λέει και η απόλυτη Ελληνίδα σταρ.
Είχε τύχει και κείνες τις μέρες να μου μιλήσει ο αδερφός μου για την ‘’Πύλη Της Κολάσεως’’. Καλός κι αυτός.
Αυτό ήταν κάτι σαν φλεγόμενος κρατήρας λέει, κάπου στην έρημο του Τουρκμενιστάν, ούτε που ήξερα που ήταν αυτό, που δεν είχε δημιουργηθεί απο πτώση μετεωρίτη, ούτε απο ηφαιστιακή δραστηριότητα.
Έψαχναν οι γεωλόγοι να βρουν φυσικό αέριο, αλλά σκάψε σκάψε, το έδαφος κατέρρευσε και έγινε μια τεράστια τρύπα. Για να αποφύγουν τα χειρότερα, έβαλαν και μια φωτιά και έγινε η κόλαση η ίδια.
Οι πληροφορίες πολλές.
Ξέρεις πως είναι το μυαλουδάκι ενός οχτάχρονου παιδιού ντε.
Αχταρμάς έγιναν, και για πολλά βράδια απο τότε έβλεπα εφιάλτες, με μένα πρωταγωνίστρια να κάνω μακροβούτι στην κόλαση και τις φλόγες να με καταπίνουν.
Με το παγωτό μου μαζί.
Μπανάνα σοκολάτα. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

tiskyriakes@gmail.com

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης