Μέσα απ’ τις στερήσεις και τις κακουχίες της Κατοχής, ανέτοιμος για τον νέο κόσμο που οι χθεσινοί μαχητές των βουνών ευαγγελίζονται, δειλά, σχεδόν ψηλαφητά, λες και το φως της ελευθερίας τυφλώνει τα ζαρωμένα του μάτια, δραπετεύει ο χαροκαμένος άνθρωπος. Ο Έλληνας, που καρτερικά υπέμενε πόνο και δυστυχίες για τρεισήμισι ατέλειωτα χρόνια ποτίζοντας με το αίμα του και τα δάκρυα της ψυχής του το δέντρο της λευτεριάς, τώρα στέκει μετέωρος μπροστά στο σταυροδρόμι της Ιστορίας. Βαριά τα σίδερα της ιδεολογίας, ταφόπλακα τα δυσβάσταχτα «πρέπει», παίρνει και λυγίζει η ατρόμητη καρδιά του, φτερουγίζει μακριά η ελπίδα, γονατίζει το φρόνημα. Κι ό,τι δεν μπόρεσε να του τσαλακώσει η γερμανική μπότα, όσα δεν μπόρεσε να του στερήσει η ιταλική καραμπινιερία, τώρα, στερημένος μα ζωντανός, λαβωμένος μα ελεύθερος, του τα παίρνει η αγωνία της λησμονιάς των αγαπημένων προσώπων.

Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου μας παραδίδει ένα κλιμακωτό μυθιστόρημα σπάνιας ευαισθησίας, αλλά και τεχνικής. Από δομικής απόψεως, οι τρεις ιστορίες του «τρέχουν» παράλληλα πάνω στην ράχη της μεταπολεμικής Ελλάδας, σηματοδοτώντας ένα γεωγραφικό τρίγωνο (Καστοριά – Θεσσαλονίκη – Αθήνα). Οι συσχετισμοί και οι αλληλοσυνδέσεις αυτών των αρχικά θεωρούμενων ως ανεξάρτητων μεταξύ τους ιστοριών επέρχονται κατά τρόπον ανώδυνο: τίποτα δεν προδίδει βιάση, όλα συμβαίνουν εντελώς φυσιολογικά, χωρίς να διαταράσσεται η ισορροπία της αφήγησης ή να οδηγούμαστε στην υπερβολή.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αυτή την ρότα, άλλωστε, ακολουθεί και ο λόγος του συγγραφέα. Πλούσιος και ακόρεστος σε τοπικά γλωσσικά ιδιώματα, στρογγυλεμένος και σαφής όταν πρόκειται για διαλόγους ανθρώπων της πόλης, ελεγχόμενα περιγραφικός, θυσιάζει το δραματικό προς χάριν της γρήγορης εναλλαγής και της ταχείας εξέλιξης του μύθου. Έτσι, ο αναγνώστης καταφέρνει να ακολουθήσει αγόγγυστα την «ανάβαση» στις 600 αυτές σελίδες που εξυφαίνουν το χαλί του πόνου της γυναίκας που καρτερεί: της μάνας, που βλέπει τα παιδιά της παραδομένα στην πείνα˙ της συμβίας, που χρόνια κοιμάται στο ορφανό από άντρα κρεβάτι˙ της «εργάτριας», που προσφέρει σε όλους και που τίποτα δεν κρατά για τον εαυτό της, και, τέλος, της πατριώτισσας, που καλείται διαρκώς να λάβει θέση στα ακράδαντα κι αιώνια ερωτήματα που της θέτει ο ιδεολογικός αγώνας.

Αργότερα, όταν ο αέρας της λευτεριάς σαρώνει την νεανική φρεσκάδα και διαπνέει τον ενθουσιασμό των τρυφερών βλασταριών τους, την στιγμή που η στέρηση και ο πόνος έχουν κυρτώσει τις δικές τους πλάτες, ορφανές από υπομονή κι έρημες από ψυχικές αντοχές οι τρεις τραγικές γυναικείες φιγούρες της ιστορίας μας δεν θα πάψουν να ρίχνουν λάδι στο καντήλι της ελπίδας.

Η Αγγέλα, κόρη των βουνών, με τον άντρα της στην αφάνεια του πολέμου από τότε που αυτός τράβηξε μακριά από το χωριό τους για να μπορέσει να βρει ψωμί για την φαμελιά του, στύβει την πέτρα για να κατορθώσει να αναστήσει τα παιδιά της. Η ελπίδα της να ξανασμίξει με τον Γιώργη της την ωθεί να σώσει από βέβαιο θάνατο έναν συνεργάτη των Γερμανών, έναν από τους εκατοντάδες εκείνους απάνθρωπους τυχοδιώκτες που δεν δίστασαν να βουτήξουν το χέρι στο αίμα και την συνείδηση στη φορμόλη προκειμένου να θησαυρίσουν σε βάρος του ελληνικού λαού.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η Μέλπω, γυναίκα «σημαδεμένου» κομμουνιστή, μ’ ένα εντεκάχρονο κορίτσι «κρεμασμένο» στην ανάγκη της, ταλανίζεται μεταξύ χρέους προς τα πιστεύω της και χρέους προς την ίδια την ζωή. Προσπαθώντας να μην σπάσει τον καθρέφτη στην συνείδηση του ιδεολόγου συζύγου της, όπου η όψη της στέκει στεφανωμένη με όλη την αγάπη και την εκτίμηση που αυτός τρέφει για την μητέρα του παιδιού του, πέφτει θύμα προδοσίας από την γυναίκα που πάντοτε εμπιστευόταν. Ο συγγραφέας γνωρίζει πώς να ισοπεδώσει τον οίκτο μας, μαλακώνοντας την σκληράδα του δικαστή που όλοι κρύβουμε μέσα μας: «Πεινάω» είναι η λέξη της κυρα-Μαριγώς «μια δικαιολογία για τον όλεθρο που σκόρπισε…»

Τέλος, η Αριάδνη, που όποτε δεν ξεπλένει τις βουτηγμένες στο αίμα γάζες των αναπήρων πολέμου δίνεται στον αγώνα κατά της πείνας συμμετέχοντας στα συσσίτια του Ερυθρού Σταυρού, γίνεται μάρτυρας της αλληλοσφαγής των συμπατριωτών της, καθώς ο Εμφύλιος συμπαρασέρνει το κάθε σπιτικό και βάζει φωτιά στην χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Όταν βρεθεί η ίδια με ένα περίστροφο σφηνωμένο στα κροτάφια της, μόνο τότε συναισθάνεται τον ολέθριο κατήφορο στον οποίο τραμπαλίζεται επικίνδυνα η πατρίδα.

Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου διατρέχει εκείνα τα σκοτεινά χρόνια με ιδιαίτερη προσοχή και υπευθυνότητα. Έχοντας πρώτα μελετήσει σε βάθος την Ιστορία (στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται εκτενής βιβλιογραφία) και λαμβάνοντας υπόψη τις μαρτυρίες «όσων ζουν ακόμη και από τις δύο πλευρές, που, αλίμονο, αρδεύονταν από τον ίδιο ποταμό», καταφέρνει να κρατά ζωντανή την ιστορική μνήμη χωρίς εμπάθειες και μεροληψίες –ένα σαράκι που συχνά κατατρώγει την ακεραιότητα κάθε «αθωράκιστου» με νηφαλιότητα συγγραφέα. Δυνατή πλοκή, συγκινησιακή φόρτιση, γραφή απλή μα με «βάθος» ειλικρίνειας κι αμεσότητας είναι τα κυρίαρχα στοιχεία της προσωπικότητας αυτού του καλαίσθητου βιβλίου, που ακόμη και με τα μάτια του κοριτσιού που απεικονίζεται στο εξώφυλλο μιλά κατευθείαν στην ψυχή μας!

Κι όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο συγγραφέας στην τελευταία σελίδα, είναι το πρώτο, οπότε αναμένουμε την έκδοση του δεύτερου μέρους.

Διαβάστε επίσης:   «Οι κόρες της λησμονιάς»   –   πρώτη παρουσίαση 29 Οκτωβρίου 2009

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης