Για τρίτη χρονιά εφέτος, στη Στοά Σπυρομήλιου, στο ανακαινισμένο Citylink στο κέντρο της Αθήνας, έγινε την Τετάρτη το βράδυ, 24 Ιουνίου 2009, η απονομή των βραβείων The Athens Prize for Literature του περιοδικού (δε)κατα.

Το βραβείο Ξένου Μυθιστορήματος, THE ATHENS PRIZE FOR LITERATURE, έλαβε ο Αμερικανός Τζόναθαν Λίτελ για το βιβλίο του ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ που κυκλοφορεί από τον Εκδοτικό Οργανισμό Λιβάνη σε μετάφραση Άγγελου Φιλιππάτου.

Ο αφηγητής και πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ένας πρώην ανώτερος αξιωματούχος των SS, καλλιεργημένος, με ευρωπαϊκή παιδεία, που, ηλικιωμένος πια, θυμάται τις εγκληματικές πράξεις του, χωρίς καμιά μεταμέλεια ή ενοχή. Η τερατώδης ψυχή του αντανακλά το έγκλημα και την κόλαση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τη συστηματική εξόντωση των Εβραίων, την εξαφάνιση ιδεών και πολιτισμών σε μια ερημωμένη ήπειρο.

Επικό και περιγραφικό σαν κλασικό μυθιστορήμα, εφιαλτικό και τρομακτικό σαν το απόλυτο κακό, οι Ευμενίδες είναι ένα έργο που δεν μπορούν ούτε καν οι αρνητές του να παραβλέψουν.

Του δόθηκαν τα μεγαλύτερα βραβεία στη Γαλλία, μεταφράστηκε στις περισσότερες ξένες γλώσσες και αποτέλεσε αντικείμενο πολλών αντεγκλήσεων στην Αμερική το 2008.

Ο σαραντατριάχρονος συγγραφέας Τζόναθαν Λίτελ, με το πρώτο του αυτό μυθιστόρημα, γράφει σε ύφος που παραπέμπει στους αγαπημένους του κολοσσούς όπως οι Σελίν, Ντε Σαντ, και Ζενέ, παρακολουθεί την ιδεολογικοπολιτική αντιφατικότητά τους και καταδύεται στο τέρας που κρύβει μέσα της η ανθρώπινη ύπαρξη.

Πρόκειται για μια επίπονη και ενίοτε οδυνηρή αναγνωστική εμπειρία, επίκαιρη σε μια σημερινή Ευρώπη που δεν παραδειγματίστηκε από το τέρας του φασισμού και επιχειρεί να αναβιώσει την ακροδεξιά.

Όμως, όπως έλεγε ο Φραντς Κάφκα, ένα βιβλίο πρέπει να είναι το τσεκούρι που σπάζει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας. Οι Ευμενίδες δεν είναι απλώς ένα τσεκούρι, αλλά ο βομβιστής-καμικάζι που ανατινάζεται πάνω στην ιστορία και τη λογοτεχνία ζωσμένος με βιβλία.

 

Επειδή ο συγγραφέας δεν παρέστη στην απονομή του βραβείου, έστειλε επιστολή στην οποία εξηγεί τους λόγους της απουσίας του και ευχαριστεί για την τιμή που του έγινε:

Προς την κριτική επιτροπή του Athens Prize for Literature του περιοδικού (Δέ)κατα

Βαρκελώνη 23 Ιουνίου 2009,

Κυρίες και κύριοι,

Μόλις πληροφορήθηκα ότι το βιβλίο μου Les Bienveillantes –«Ευμενίδες» στα ελληνικά– τιμήθηκε με το Athens Prize for Literature.  Συγκινήθηκα ιδιαίτερα από την τιμή που μου κάνατε, για τον πρόσθετο λόγο ότι το βραβείο αυτό που μου απονέμεται από και στην ίδια πόλη όπου οι Ευμενίδες, έχοντας καταλαγιάσει επιτέλους λένε: «δέξομεν Παλλάδος ξυνοικίαν, ουδ’ ατιμάσω πόλιν» (δέχομαι να μείνω εδώ μαζί με την Αθηνά κι ούτε την πόλη θα καταφρονέσω).

Την εποχή που ο Αισχύλος έγραψε αυτή τη μεγάλη τραγωδία, η λογοτεχνία ήταν ένα δημόσιο ζήτημα.  Μία υπόθεση όλων των πολιτών.  Ήταν ένα πολιτικό ζήτημα στο πλαίσιο του οποίου συζητούνταν οι θεμελιώδεις αξίες και τα προβλήματα της πόλεως. Αλλά και ένα θρησκευτικό ζήτημα όπως επίσης και ένα ζήτημα ηθικής και αισθητικής. Η κρίση του λογοτεχνικού έργου ήταν επομένως υπόθεση που αφορούσε το σύνολο της πόλης.  Το βραβείο που απονεμόταν ενσάρκωνε το δημόσιο αίσθημα ότι το έργο συνέβαλε σημαντικά στο δημόσιο καλό, και η τελετή απονομής, όπως όλες οι πολιτικές και θρησκευτικές τελετές εκείνης της εποχής, ήταν ένα δημόσιο γεγονός άξιο να καταγραφεί και να το θυμούνται οι επόμενες γενεές.

Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά.  Ενώ η λογοτεχνία μπορεί και να πραγματεύεται πολιτικά ή θρησκευτικά ζητήματα, δεν μετέχει άμεσα σε αυτά. Ακόμα και όταν προσπαθεί να εξερευνήσει τα βαθύτερα ερωτήματα της ανθρώπινης φύσης, ανήκει πλέον σύμφωνα με την κοινή γνώμη, στη σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας που είναι γνωστή ως «κουλτούρα».  Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το διαζύγιο είναι οριστικό.  Το γεγονός καθαυτό δεν είναι ούτε αξιοθαύμαστο ούτε αξιοθρήνητο, είναι απλά πραγματικό. Και ως τέτοιο συνεπάγεται νέους ρόλους, νέες υπευθυνότητες.  Πάντα πίστευα ότι η λογοτεχνία είναι σήμερα μία κατ’ εξοχήν ιδιωτική υπόθεση.  Και το ό,τι  συμβαίνει ανάμεσα σε ένα συγγραφέα και το έργο του ανήκει σε μία σφαίρα εντελώς διαχωρισμένη από τη διάδραση αυτού του έργου με αυτούς που το διαβάζουν, το σχολιάζουν, το εγκωμιάζουν ή το καταδικάζουν.  Η ιδιωτικότητα είναι για μένα μία θεμελιώδης προϋπόθεση για να δημιουργώ, για να εργάζομαι.  Ήταν και πριν δημοσιευτεί το βιβλίο μου και παραμένει μέχρι σήμερα.  Με αυτό το πνεύμα εκφράζω την ελπίδα μου ότι η αδυναμία μου να είμαι σήμερα μαζί σας θα εκληφθεί ως αυτό που είναι, μία εκδήλωση της κοινής αγάπης μας για τη λογοτεχνία.  Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Jonathan Littell

Η υπόθεση του βιβλίου

Ο δόκτωρ Μαξιμίλιαν Άουε, αφηγητής και πρωταγωνιστής στις Ευμενίδες, είναι ένα τέρας. Ένα καλλιεργημένο, δίγλωσσο, διανοούμενο τέρας που προσπαθεί να κάνει τον αναγνώστη να κατανοήσει τις αποτρόπαιες πράξεις του. Μέσα από τη δίνη ιστορικών συμβάντων που συντάραξαν την ανθρωπότητα αναδύονται οι μοναχικές, μελαγχολικές σκέψεις ως προς την ενοχή αλλά και το προαποφασισμένο των γεγονότων της ζωής του ίδιου του Μαξιμίλιαν, εγκληματία των SS.
Με αναφορές στη μυθολογία, τη μουσική και τη λογοτεχνία και με βασικό το ερώτημα να ταλανίζει τον αφηγητή για το πόσα γνωρίζει η κοινωνία και πόσα επιθυμεί να μάθει για τις φρικαλεότητες των σκοτεινών πλευρών της Ιστορίας και για το πέπλο που καλύπτει την ιδεολογία των ναζί, παρακολουθούμε την ιστορία του δόκτορος Άουε και τις σκοτεινές πτυχές της προσωπικότητάς του.

Οι Ευμενίδες του Τζόναθαν Λίτελ συμπαρασύρουν τον αναγνώστη στη δίνη της Κόλασης της Ανατολικής Ευρώπης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ανάγνωση του βιβλίου είναι πολυεπίπεδη ― μια μεταμοντέρνα εκδοχή του αριστουργήματος του Δάντη, ένα αρχιτεκτόνημα των πιο μύχιων σκέψεων της ανθρώπινης ψυχής. Ο αντι-ήρωας πρωταγωνιστής ξεκινάει ως ιδεαλιστής, όμως στην πορεία ο ιδεαλισμός του τον οδηγεί βήμα βήμα στο να γίνει τέρας. Δυστυχώς, δεν υπάρχει δίπλα του ένας συνετός Βιργίλιος για να τον πάρει από το χέρι και να τον απομακρύνει από το βασανιστικό τοπίο στο οποίο περιφέρεται. Όπως ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ, θα μας προκαλέσει για να βρούμε την ηθική και τις αρχές μας απέναντι στην υπέρτατη άρνησή τους. Πολλοί από εμάς έχουν συχνά αναρωτηθεί πώς ένας καθημερινός μέσος Γερμανός μπόρεσε να μετατραπεί σε γρανάζι της μηχανής θανάτου των ναζί. Αυτό το βιβλίο δίνει την εξήγηση.

________________________________

ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΛΙΤΕΛ – ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ

ISBN: 978-960-14-1649-6 – σελ. 960