Προβληματισμό προκαλούν τα ευρήματα έρευνας για τον Δείκτη Κοινωνικής Συνοχής και Συμφιλίωσης (Social Cohesion and Reconciliation «(SCORE») Ελληνοκυπρίων Social Cohesion and Reconciliation (SCORE) (Ε/κ) και Τουρκοκυπρίων Τ/κ).

Σύμφωνα με τα ευρήματα, δεξιοί ψηφοφόροι και στις δύο κοινότητες, καθώς και οι γυναίκες και η νεολαία στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, εμφανίζονται λιγότερο δεκτικοί σε έναν πολιτικό συμβιβασμό στο Κυπριακό.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Καταδεικνύονται, επίσης, διαφορές, σε σχέση με την έρευνα του 2013, αφού οι Τουρκοκύπριοι ανέφεραν ότι «είναι λιγότερο έτοιμοι για συμφιλίωση, νοιώθουν περισσότερο πολιτισμικά αποστασιοποιημένοι και βιώνουν χειρότερη ποιοτική επαφή με τους Ελληνοκυπρίους».

Ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζον Κόνινγκ, μιλώντας κατά την παρουσίαση της έρευνας, τόνισε ότι οι Κύπριοι «πρέπει να επιλέξουν μεταξύ του status quo και της αυξημένης δέσμευσης ή ενός νέου δρόμου που θα οδηγήσει σε περαιτέρω αποξένωση και μια πιο απομακρυσμένη επίλυση του Κυπριακού».

Η τέως υπουργός Εξωτερικών, Ερατώ Κοζάκου Μαρκουλλή, χαρακτήρισε «απογοητευτικά» τα αποτελέσματα της έρευνας σε σχέση με αυτά της προηγούμενης χρονιάς.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η έρευνα έγινε από το Κέντρο για τη Βιώσιμη Ειρήνη και Δημοκρατική Ανάπτυξη (Center for Sustainable Peace and Democratic Development-SeeD της ΜΚΟ Cyprus 2015), σε συνεργασία με το Πρόγραμμα των Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών.

Τα ευρήματα και οι προτάσεις πολιτικής, που συμπεριλαμβάνονται στην έρευνα παρουσιάστηκαν από την Μαρία Ιωάννου και τον Αλέξανδρο Λόρδο, ενώπιον ακροατηρίου, ανάμεσα στο οποίο ήταν πρέσβεις ξένων χωρών, μέλη της ειρηνευτικής δύναμης, εκπρόσωποι ΜΚΟ.

Σύμφωνα με την κ. Ιωάννου, η έρευνα που διεξήχθη δύο φορές στην Κύπρο και από μια φορά στη Βοσνία -Ερζεγοβίνη και το Νεπάλ, διερευνά τους δύο βασικούς παράγοντες για την ειρήνευση, που είναι η συμφιλίωση και η κοινωνική συνοχή, καθώς και τον αντίκτυπό τους στην ετοιμότητα του κόσμου για μια πολιτική διευθέτηση.

Έγιναν συνεντεύξεις σε ένα δείγμα 500 Ελληνοκυπρίων και 500 Τουρκοκυπρίων αναφορικά με μια σειρά από παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων του βαθμού εκπροσώπησης από τους θεσμούς και του επιπέδου πολιτικής ασφάλειας που νιώθουν.

Διερευνάται επίσης μια σειρά από άλλους παράγοντες, όπως η κοινωνική και πολιτισμική αποστασιοποίηση, που η μια κοινότητα νιώθει έναντι της άλλης.

Όπως προκύπτει από τα συνολικά αποτελέσματα, ο βαθμός κοινωνικής συνοχής είναι χαμηλός και στις δύο κοινότητες, λαμβάνοντας 3,9 στους Ε/κ και 4,4 στους Τ/κ, σε μια κλίμακα από το 0 ως το 10.

Τα αποτελέσματα του βαθμού συμφιλίωσης (στο 6,2 για τους Ε/κ και στο 6,1 για τους Τ/κ) επίσης καταδεικνύουν την απόσταση μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

Επιπλέον, τα αποτελέσματα αναφορικά με την ετοιμότητα για έναν πολιτικό συμβιβασμό ( στο 6,2 και 6,3 αντίστοιχα ) υποδηλώνουν την αμφιθυμία των δύο κοινοτήτων προς τον στόχο αυτό.

Αναλύοντας τους διάφορους παράγοντες που δεικνύουν ετοιμότητα για συμβιβασμό, καταδεικνύεται περαιτέρω ότι ενώ οι Ε/κ υποστηρίζουν περισσότερο τον τερματισμό του status quo , οι Τ/κ εκδηλώνουν περισσότερη υποστήριξη στην ομοσπονδιακή λύση, δηλαδή σε μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία.

Σε σύγκριση με τα αποτελέσματα του 2013, η έρευνα για το 2014 φανερώνει ότι η ποιότητα της επαφής των Τ/κ με τους Ε/κ σημειώνει μεταβολή και μετατρέπεται από θετική σε αρνητική. Την ίδια στιγμή, σημειώνει πτώση η προδιάθεση των Τ/κ υπέρ της συμφιλίωσης και η πρόθεση να ψηφίσουν “Ναι” σε ένα μελλοντικό δημοψήφισμα.

Επιπλέον, η πολιτισμική αποστασιοποίηση των δύο κοινοτήτων διευρύνεται στο ίδιο χρονικό διάστημα, ενώ για τους Ε/κ η ποιότητα της επαφής με τους Τ/κ, η πρόθεση για συμφιλίωση και η προδιάθεση υπερψήφισης του “Ναι” παραμένουν στα ίδια με το 2013 επίπεδα.

Συγκεκριμένα, 29,9% των Ε/κ και 34,9% των Τ/κ δηλώνουν ότι προτίθενται να ψηφίσουν “Ναι” σε ένα μελλοντικό δημοψήφισμα.

Παρουσιάζοντας τις προτάσεις πολιτικής, ο Αλέξανδρος Λόρδος ανέφερε ότι «θα πρέπει να ενισχυθεί το αίσθημα της εξοικείωσης των Κυπρίων με την πολιτισμική ποικιλομορφία, μειώνοντας παράλληλα την κοινωνική αποστασιοποίηση μεταξύ των δύο κοινοτήτων».

Ανέφερε ακόμη ότι η ειρηνευτική διαδικασία «θα πρέπει να καταστεί περισσότερο συμμετοχική, ενώ οι φορείς χάραξης πολιτικής θα πρέπει να υιοθετήσουν μια προσέγγιση που θα έχει στο επίκεντρο τον πολίτη, αναφορικά με τον χειρισμό των πτυχών της ανθρώπινης ασφάλειας».

Πρόσθεσε, επίσης, ότι οι συμμετέχοντες στη διαπραγματευτική διαδικασία θα πρέπει να επενδύσουν περισσότερο στις Τεχνικές Επιτροπές, ως ένα παράδειγμα προς μίμηση σε σχέση με το μελλοντικό τρόπο συνεργασίας μετά τη λύση.

Πρότεινε επίσης την εμπλοκή των πολιτών στις διαπραγματεύσεις μέσω πρακτικών εφαρμογών, όπως τη δημιουργία ενός γραφείου ενημέρωσης του κοινού ή μέσω κοινών επισκέψεων των δύο διαπραγματευτών σε κοινότητες του νησιού.

Στην έκθεση συμπεριλαμβάνονται επίσης εισηγήσεις για στενότερους δεσμούς μεταξύ των πολιτικών κομμάτων των δύο κοινοτήτων, τη στήριξη πολιτικών για εκμάθηση της γλώσσας της άλλης κοινότητας στα σχολεία, την ενίσχυση της συνεργασίας της ακαδημαϊκής κοινότητας στις δύο πλευρές και άλλες προτάσεις προς φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών.

Η επικεφαλής του Τ/κ Ιδρύματος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Εμινέ Τσολάκ, αναφέρθηκε στο δύσκολο περιβάλλον της Κύπρου που εμποδίζει πρωτοβουλίες που φέρνουν τους ανθρώπους πιο κοντά, όπως οι σχολικές ανταλλαγές και εξέφρασε την ανησυχία της ότι τα αποτελέσματα της μελέτης την επόμενη χρονιά θα είναι χειρότερα.

Πηγή: ΑΠΕ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης