Η Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης τιμά τον μετρ του σασπένς Άλφρεντ Χίτσκοκ, έναν από τους κορυφαίους δημιουργούς στην ιστορία του κινηματογράφου, μέσα από το αφιέρωμα «Στον ίλιγγο του Άλφρεντ Χίτσκοκ», το οποίο θα πραγματοποιηθεί από την Πέμπτη 3 έως και την Κυριακή 6 Απριλίου 2014 στην αίθουσα Τάκης Κανελλόπουλος (Μουσείο Κινηματογράφου – Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης, Αποθήκη Α’, Λιμάνι).

Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ παραμένει διαχρονικά σημείο αναφοράς και θαυμασμού για γενιές σινεφίλ και δημιουργών. Οι –κλασικές κι αγαπημένες- ταινίες του αφιερώματος γιορτάζουν το μύθο του βρετανού σκηνοθέτη, μυώντας τον θεατή στο αξεπέραστο κινηματογραφικό σύμπαν του, το γεμάτο ευφυΐα, χιούμορ και αγωνία. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τα φιλμ Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων / North by Northwest (1959), Δεσμώτης του Ιλίγγου / Vertigo (1957), Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά / The Man Who Knew Too Much (1956) και Σιωπηλός μάρτυς / Rear Window (1954).

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αξίζει να θυμηθούμε ορισμένες από τις πιο χαρακτηριστικές και αξέχαστες ατάκες του Άλφρεντ Χίτσκοκ:

-«Είμαι ένας τυποποιημένος σκηνοθέτης. Αν γυρνούσα τη Σταχτοπούτα, το κοινό θα άρχιζε αμέσως να ψάχνει το πτώμα μέσα στην άμαξα-κολοκύθα».

-«Πρέπει να κινηματογραφείς τους φόνους σαν ερωτικές σκηνές και τις ερωτικές σκηνές σαν φόνους».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

-«Οι ξανθές αποτελούν τα καλύτερα θύματα. Μοιάζουν με άσπιλο χιόνι που επιτρέπει να φανούν καλύτερα τα αιματοβαμμένα χνάρια του δολοφόνου». 

-«Όταν ένας ηθοποιός με πλησιάζει για να συζητήσουμε τον χαρακτήρα του, του λέω ότι τα πάντα είναι γραμμένα στο σενάριο. Αν επιμένει και ρωτήσει ‘’Μα ποιο είναι το κίνητρό μου;’’, του απαντώ ‘’Ο μισθός σου’’».

Πώληση εισιτηρίων: Μουσείο Κινηματογράφου – Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης (Αποθήκη Α΄, Λιμάνι, τηλ. 2310-508.398, cinematheque@filmfestival.gr)

Τιμή εισιτηρίου: 4 ευρώ (γενική είσοδος), 3 ευρώ (για τα μέλη).

Κάρτα μέλους: 1 ευρώ.

Πρόγραμμα προβολών

ΠΕΜΠΤΗ 3/4

19.00 Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά

21.30 Σιωπηλός μάρτυς

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 4/4

19.00 Δεσμώτης του Ιλίγγου

21.30 Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων

ΣΑΒΒΑΤΟ 5/4

19.00 Σιωπηλός μάρτυς

21.30 Δεσμώτης του Ιλίγγου

ΚΥΡΙΑΚΗ 6/4

19.00 Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων

21.30 Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά

Οι ταινίες αναλυτικά:

Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων / North by Northwest

(ΗΠΑ, 1959)

Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ / Alfred Hitchcock. Με τους: Κάρι Γκραντ, Εύα Μαρί Σεντ, Τζέιμς Μέισον, Μάρτιν Λαντάου. Έγχρωμη, 136΄

Ο Ρότζερ Θόρνχιλ (o Κάρι Γκραντ στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του), ένας φιλήσυχος και μαμόθρεφτος διαφημιστής, από ένα λάθος, θα γίνει το θύμα απαγωγής μιας συμμορίας κατασκόπων, με αρχηγό τον Φίλιπ Βάνταμ, οι οποίοι νομίζουν ότι ο Θόρνχιλ είναι ο ανύπαρκτος πράκτορας της CIA Τζορτζ Κάπλαν. Ο Ρότζερ θα δραπετεύσει, αλλά θα πρέπει να βρει τον Κάπλαν για να μπορέσει να αποδείξει την αθωότητά του, καθώς τον κατηγορούν για ένα φόνο που ποτέ δεν διέπραξε. Προσπαθεί λοιπόν να διερευνήσει μόνος του την υπόθεση και καταδιωκόμενος από τους πάντες και τα πάντα μπλέκει σε μια περιπέτεια από τη μια ως την άλλη άκρη της Αμερικής…

Αμείωτο κρεσέντο του σασπένς από την πρώτη ως την τελευταία σκηνή,   αγωνία στο κόκκινο, καταιγιστικός ρυθμός, απρόβλεπτες ανατροπές, δηλητηριώδες χιούμορ, καθηλωτική εξέλιξη που κρατά κομμένη την ανάσα του θεατή. Η ταινία Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων, η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του Άλφρεντ Χίτσκοκ, συνδυάζει μ’ έναν τρόπο μαγικό την καθαρόαιμη περιπέτεια, το ψυχολογικό θρίλερ, την φαρσοκωμωδία και το ρομαντικό δράμα, εκτόξευσε τις μετοχές του στα ύψη και θεωρείται μια ταινία-αρχέτυπο κινηματογραφικής αφήγησης. Η δραματουργία της είναι στηριγμένη εξ’ ολοκλήρου πάνω σε μια απάτη, δηλαδή στο κενό του ανύπαρκτου Κάπλαν και κοσμείται από δύο top-ten σκηνές που έχουν περάσει στην ανθολογία του παγκόσμιου σινεμά: το ραντεβού στη μέση του πουθενά με το θάνατο, όπου ο Θόρνχιλ καταδιώκεται από ένα ψεκαστικό αεροπλάνο και η τελική μονομαχία στο όρος Ράσμορ, στην Βόρεια Ντακότα,  ακριβώς δίπλα στην τεράστια πέτρινη μύτη του Αβραάμ Λίνκολν, οι οποίες αποτελούν μάθημα σκηνοθεσίας και μοντάζ και είναι από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές δράσης που μας έχει χαρίσει ο κινηματογράφος.

 

Δεσμώτης του Ιλίγγου / Vertigo

(ΗΠΑ, 1957)

Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ. Με τους: Τζέιμς Στιούαρτ, Κιμ Νόβακ, Μπάρμπαρα Ντελ Γκέντες, Τομ Χέλμορ. Έγχρωμη, 128’

 

Ο Σκότι (Τζέιμς Στιούαρτ) είναι ένας αστυνομικός που έχει αποσυρθεί πρόωρα από την ενεργό δράση, καθώς αντιμετωπίζει προβλήματα υψοφοβίας και κατάθλιψης. Κάποια στιγμή ένας παλιός του φίλος, του προτείνει να παρακολουθεί τη γυναίκα του Μαντλέν (Κιμ Νόβακ), η οποία τον τελευταίο καιρό συμπεριφέρεται αλλόκοτα και ο σύζυγος φοβάται ότι πάσχει από διχασμό προσωπικότητας και αυτοκτονικές τάσεις. Η πανέμορφη Μαντλέν, κατά τα λεγόμενα του άντρα της, πιστεύει ότι είναι η μετεμψύχωση μιας γυναίκας, της Καρλότα Βαλντέζ, που πέθανε πολλά χρόνια πριν. Ο Σκότι παρακολουθεί τη νεαρή γυναίκα και τη διασώζει μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας. Έπειτα, οι δυο τους γνωρίζονται καλύτερα κι ο ντετέκτιβ την ερωτεύεται παράφορα. Το ζευγάρι ξεκινά μαζί τις έρευνες, προκειμένου να συγκεντρώσει πληροφορίες πάνω στη μυστηριώδη Καρλότα, η ψυχή της οποίας έχει κυριεύσει το σώμα της αγαπημένης του. Οι πληροφορίες τούς οδηγούν σ’ ένα μοναστήρι, όπου η Μαντλέν, κυριευμένη από το πνεύμα της Καρλότα, ανεβαίνει τις σκάλες για να φτάσει στο καμπαναριό. Ο Σκότι παθαίνει μια σοβαρή κρίση ιλίγγου, δεν καταφέρνει να σταματήσει την πορεία της προς την κορυφή του καμπαναριού και η νεαρή γυναίκα σκοτώνεται, πέφτοντας από ψηλά. Ο Σκότι κυριεύεται από τις τύψεις, νοσηλεύεται για ένα διάστημα σε ψυχιατρική κλινική, αλλά  δεν καταφέρνει να βγάλει από το μυαλό του την Μαντλέν. Μερικούς μήνες αργότερα, ενώ έχει βγει από την κλινική συναντά την Τζούντι, μια γυναίκα που μοιάζει φοβερά με τον πεθαμένο του έρωτα και βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα νέο μυστήριο…

 

 Γράφει ο Μάρτιν Σκορσέζε σχετικά: «…Ως κινηματογραφόφιλος αλλά και ως σκηνοθέτης, είναι δύσκολο να εκφράσω με λέξεις, τι σημαίνει για μένα ο Δεσμώτης του Ιλίγγου. Και όπως συμβαίνει μ’ όλες τις μεγάλες ταινίες -τις πραγματικά μεγάλες- παρ’ όλο που έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά, η συζήτηση γι’ αυτή πάντα θα συνεχίζεται. Διότι απέναντι σε κάθε μεγάλη ταινία, χρειάζεται να δείχνουμε κάτι παραπάνω από έναν απλό θαυμασμό: απαιτείται η έκφραση μιας προσωπικής εκτίμησης. Κατ’ αρχάς είναι μια ταινία μοναδική τόσο για τη φιλμογραφία του Άλφρεντ Χίτσκοκ όσο και για το Χόλιγουντ. Μια τέτοια προσωπική δουλειά και μ’ ένα τόσο μοναδικά συνταρακτικό όραμα για τον κόσμο -που βγήκε μάλιστα από αμερικανικό στούντιο- δεν ήταν μόνο ασυνήθιστη, ήταν σχεδόν αδιανόητη. Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου ήταν, και συνεχίζει να είναι για πολλούς από την γενιά μου, ένα παράδειγμα: αποδεικνύει ότι μπορεί κάποιος να λειτουργεί μέσα σ’ ένα σύστημα παραγωγής, και ταυτόχρονα  η δουλειά του να έχει και μια έντονη προσωπική σφραγίδα. Επίσης είναι πολύ σημαντική για μένα, διότι πρωταγωνιστεί ένας ήρωας το κίνητρο του οποίου είναι το πάθος και οι έμμονες ιδέες. Πάντα στη δουλειά μου με γοήτευαν οι ήρωες που κυριαρχούνται από εμμονές και από αυτήν την άποψη αγγίζει μια χορδή βαθιά μέσα μου, κάθε φορά που τη βλέπω. Η ηθική, η αξιοπρέπεια, η ευγένεια, η ευφυΐα, η σοφία -όλες αυτές οι αρετές που νομίζουμε ότι πρέπει να διακρίνουν τους ήρωες- εγκαταλείπουν σταδιακά τον χαρακτήρα του Τζέιμς Στιούαρτ και στο τέλος μένει -εκεί στο καμπαναριό με τις καμπάνες να κτυπάνε πίσω του- απογυμνωμένος, διαθέτοντας μόνο την ανθρώπινη φύση του. Βιβλία ολόκληρα θα μπορούσαν να γραφτούν για τις διάφορες πλευρές της ταινίας, την καταπληκτική οπτική ακρίβεια που κόβει σαν λεπίδι τις ψυχές των ηρώων, τις στιγμές μυστηρίου και εξαίσιας ποίησης, την ανατρεπτική και υπέροχη χρήσης του χρώματος, τις καταπληκτικές ερμηνείες της Κιμ Νόβακ και του Τζέιμς Στιούαρτ, για να μην αναφερθεί κανείς στην υπέροχη σεκάνς των τίτλων του Σάουλ Μπας και στην εκπληκτική μουσική επένδυση του Μπέρναρντ Χέρμαν – και οι δύο συμβάλλουν στο πνεύμα και στη δύναμη της ταινίας».

Απόσπασμα  από τον πρόλογο του Μάρτιν Σκορσέζε στο βιβλίο «Vertigo: The Making  of a  Hitchcock Classic» του Dan Auiler, εκδόσεις Titan Books. (Αναπαραγωγή από την κινηματογραφική ιστοσελίδα www. cinephilia.gr του Δημήτρη Μπάμπα)

 

Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά / The Man Who Knew Too Much

(ΗΠΑ, 1956)

Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ. Με τους: Τζέιμς Στιούαρτ, Ντόρις Ντέι, Ραλφ Τρούμαν, Μπέρναρντ Μάιλς. Έγχρωμη, 120’

 

Κατά τη διάρκεια ενός ιατρικού συνεδρίου στο Παρίσι, ο γιατρός Μπεν ΜακΚέννα (Τζέιμς Στιούαρτ), η σύζυγός του Τζο (Ντόρις Ντέι), πρώην τραγουδίστρια και ηθοποιός του θεάτρου, κι ο γιος τους Χανκ, αποφασίζουν να επισκεφτούν το Μαρακές, στο Μαρόκο. Όταν φτάνουν εκεί, ο Μπεν γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας ενός γάλλου μυστικού πράκτορα που είναι μεταμφιεσμένος σε άραβα. Καθώς ο κατάσκοπος ξεψυχά, ψιθυρίζει στον ΜακΚένα το σχέδιο δολοφονίας ενός υψηλά ιστάμενου πολιτικού προσώπου, κατά τη διάρκεια ενός κονσέρτου στο Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου. Για να μην διαρρεύσει όμως η πληροφορία στις αρχές, οι συνωμότες απαγάγουν τον μικρό γιο του ζευγαριού. Μετά τη δολοφονία του Μπερνάρ, ο Μπεν διστάζει να ειδοποιήσει τις αρχές, καθώς φοβάται για τη ζωή του παιδιού του. Μην έχοντας άλλη επιλογή, το ζευγάρι επιστρέφει στο Λονδίνο, προκειμένου να εντοπίσουν τους απαγωγείς και να σώσουν τη ζωή του Χανκ…

 

Η ταινία Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά αποτελεί ριμέικ  της ομότιτλης ταινίας του 1934, σκηνοθετημένης επίσης από τον Χίτσκοκ. Στο βιβλίο με τίτλο «Hitchcock/Truffaut» (1967) το οποίο βασίζεται στη συζήτηση των δυο σκηνοθετών πάνω στο έργο του Χίτσκοκ, ο Τριφό σχετικά μ’ αυτή την ταινία  τονίζει ότι η δεύτερη ταινία είναι σε πολλά σημεία ανώτερη του πρωτότυπου και ο Χίτσκοκ απαντά: «Ας πούμε ότι η πρώτη εκτέλεση αποτελεί το αποτέλεσμα της δουλειάς ενός ταλαντούχου ερασιτέχνη κι ότι η επανεκτέλεση είναι το έργο ενός επαγγελματία». Στην απόλυτη ωριμότητά του, ο Χίτσκοκ διασκευάζει με απαράμιλλη δεξιοτεχνία τη μεγαλύτερη επιτυχία της βρετανικής περιόδου του. Αν εξαιρέσουμε έναν κάποιο μελοδραματισμό (κυρίως λόγω της απαγωγής του μικρού παιδιού), ο οποίος κατά στιγμές ανακόπτει το στερεό αφηγηματικό ρυθμό, το χολιγουντιανό ριμέικ υπερτερεί σε χάρη, χιούμορ και σκηνοθετική βιρτουοζιτέ της πρωτότυπης ταινίας, ενώ διαθέτει και ένα κορυφαίο δείγμα του χιτσκοκικού σασπένς: τη σκηνή του κονσέρτου στο Άλμπερτ Χολ. Γράφει ο Μπάμπης Ακτσόγλου στο βιβλίο του για τον Χίτσκοκ (εκδ. Αιγόκερως): « Η σκηνή στο Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου, είναι ίσως μια από τις καλύτερες που μας έδωσε ποτέ το χιτσκοκικό έργο και αναμφισβήτητα το πιο τέλειο παράδειγμα της μεγάλης μαεστρίας του Χίτσκοκ, τόσο από πλευράς δημιουργίας ατμόσφαιρας, όσο και τεχνικού περφεξιονισμού και σ’ αυτό συμβάλλει πολύ και η μουσική παρτιτούρα του Μπέρναρ Χέρμαν, ο οποίος διευθύνει την ορχήστρα. Ωστόσο, η ταινία έγινε ιδιαίτερα γνωστή για το τραγούδι της Ντόρις Ντέι ‘’Whatever Will Be, Will Be /Que Sera, Sera’’, που παίζει ένα ρόλο κλειδί στην εξέλιξη της πλοκής». Να σημειωθεί επίσης ότι για το «Que Sera, Sera»,  η  ταινία βραβεύτηκε με Όσκαρ Πρωτότυπου Τραγουδιού.

 

Σιωπηλός μάρτυς / Rear Window

(ΗΠΑ, 1954)

Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ. Με τους: Τζέιμς Στιούαρτ, Γκρέις Κέλι, Θέλμα Ρίτερ, Γουέντελ Κόρι. Έγχρωμη, 112’

 

Ένας φωτορεπόρτερ, ο Τζεφ, βρίσκεται ακινητοποιημένος με το πόδι στο γύψο, στο σπίτι του στο Μανχάταν και περνά τις μέρες του παρατηρώντας με τα κιάλια στα παράθυρα της απέναντι πολυκατοικίας, τις ζωές και τις συνήθειες των γειτόνων του. Κάποια στιγμή, ωστόσο, του δίνεται η εντύπωση ότι ο Λαρς, ένας άνδρας που μένει απέναντι, έχει σκοτώσει τη σύζυγό του. Δεν έχει όμως αποδείξεις και κανείς δεν τον πιστεύει. Τότε ζητάει από την αρραβωνιαστικιά του Λίζα και από τη νοσοκόμα του Στέλλα, να τον βοηθήσουν να εξιχνιάσει το μυστήριο της εξαφανισμένης συζύγου του Λαρς. Οι δυο γυναίκες καταστρώνουν λοιπόν ένα σχέδιο, για να παγιδεύσουν τον ύποπτο άνδρα. Το σχέδιο αυτό, όμως, μπορεί να βάλει σε κίνδυνο τις ζωές όλων…

 

«…Στο Σιωπηλό μάρτυρα, ο Χίτσκοκ αναλύει  την ηδονοβλεπτική διάσταση του κινηματογράφου και η ταινία είναι μια από τις λιγοστές  μελέτες της ίδιας της κινηματογραφικής γλώσσας… Στην αρχή της ταινίας, ο εργένης φωτογράφος  Τζεφ (Τζέιμς Στιούαρτ) αποποιείται πεισματικά κι ενοχλητικά τις προτάσεις της γλυκιάς Λίζα (Γκρέις Κέλι) να συζήσουν. Ο Τζεφ είναι στο γύψο, με σπασμένο πόδι, ακινητοποιημένος, σχεδόν ανάπηρος και ανίκανος για σεξ, δηλαδή ευνουχισμένος. Επαναπαυμένος στη ντε φάκτο παθητική θέση του, απωθεί τον έρωτα και το δεσμό του με τη Λίζα, για να γευτεί τις πικάντικες, αλλόκοτες και απρόσμενες τέρψεις της ηδονοβλεψίας. Ασυνείδητα, προτιμά να παραμείνει μπλοκαρισμένος και άπραγος ερωτικά, και έτσι να επιδοθεί ανεμπόδιστος στο χόμπι του, την παρατήρηση όσων συμβαίνουν στην απέναντι πολυκατοικία αφήνοντας ελεύθερες τις ηδονοβλεπτικές ορμές του… Παρατηρεί ευδαίμων και προσεκτικός, καθώς και με αρκετή δόση διαστροφής τη ζωή των ανθρώπων, τους την κλέβει, για να τη χαρεί ο ίδιος από ασφαλή θέση, μιας και αρνείται να ζήσει τη δική του ζωή. Στη θέση του, όμως, κοιτάζουμε κι εμείς. Η κάμερα του Χίτσκοκ είναι δηλαδή το καθοδηγούμενο βλέμμα του Τζεφ και του θεατή… Το ψυχολογικό παιχνίδι του σκηνοθέτη με τον ήρωά του και, κατά προέκταση με το θεατή, είναι πολύπλοκο. Ο θεατής σε πολλές σεκάνς βλέπει ως θέαμα τον Τζεφ, ενδιάμεσα όμως σε αρκετά πλάνα κοιτάζει με το μάτι του ήρωα (συνήθως μέσα από τα οπτικά του όργανα , π.χ. τη φωτογραφική του μηχανή). Ο Χίτσκοκ χρησιμοποιεί επανειλημμένα τα υποκειμενικά πλάνα, επιδιώκοντας την ταύτιση θεατή-ήρωα. Μέσα στο πλαίσιο της κινηματογραφικής δομής της ταινίας, ο Τζεφ αποτελεί προέκταση και ενσάρκωση του ίδιου του θεατή… Παίρνει μαθήματα από το σχολείο της ζωής που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του… Αφού υποπτευθεί πως ο σύζυγος του απέναντι διαμερίσματος δολοφόνησε τη γυναίκα του, για να δικαιωθεί, επιθυμεί με όλη του την καρδιά, ο άντρας να έχει πραγματικά διαπράξει το φόνο… Ο Χίτσκοκ και ο ήρωάς του μάς συμπαρασύρουν… στο σαδιστικό πόθο τους για έγκλημα… Μέσα από δυνατές δοκιμασίες, ο ήρωας θα εγκαταλείψει την ηδονοβλεψία και τη στάση του αδρανούς, ηδονιζομένου παρατηρητή και θα εμπλακεί ενεργά στο ρου της ζωής και του κόσμου… Ο φωτογράφος με το σπασμένο πόδι, θα μπορούσαμε να πούμε πως συμβολίζει τον ακινητοποιημένο σε μια καρέκλα θεατή του κινηματογράφου που αντικρίζει σε μια οθόνη ιστορίες άλλων. Συμπερασματικά, η αριστουργηματική αυτή ταινία δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα ειρωνικό σχόλιο του σκηνοθέτη πάνω στη σχέση θεατή- θεάματος…».

(Θόδωρος Σούμας, «Κινηματογράφος και  έρωτας», εκδ. Αιγόκερως)

Επιμέλεια Νικόλας Αρώνης

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης