Ένταση σημειώθηκε με την αποχώρηση του γραμματέα της ΓΣΕΕ και προέδρου της ΔΑΚΕ, Κώστα Πουπάκη, από την παρουσίαση της ετήσιας έκθεσης για την ελληνική οικονομία και απασχόληση, που συνέταξε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.
Ο κ. Πουπάκης κατήγγειλε τη διαδικασία και αποχώρησε, κάνοντας λόγο για διαρροή μέρους της έκθεσης προς τον Τύπο και αμφισβητώντας τα στοιχεία της έκθεσης, αναφέροντας χαρακτηριστικά, ότι αν τα πράγματα ήταν έτσι, τότε όλοι οι Έλληνες θα είχαν πεθάνει από την πείνα.
Στο μεταξύ, αποκαρδιωτικά είναι τα στοιχεία που παρουσίασε ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας, Σάββας Ρομπόλης. Σύμφωνα με αυτά, πάνω από δύο εκατομμύρια Έλληνες ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ ένας συνταξιούχος στους τέσσερις και ένας άνεργος στους τρεις έχει εισόδημα χαμηλότερο από το όριο της φτώχειας.
Την ίδια ώρα τα φορολογικά βάρη για μισθωτούς και συνταξιούχους συνεχώς αυξάνονται, ενώ 7 στους 10 ανέργους που βρίσκουν δουλειά, τίθενται γρήγορα εκ νέου εκτός αγοράς εργασίας.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την έκθεση και με βάση την ανάλυση και επεξεργασία των φορολογικών δηλώσεων στην Ελλάδα, την τριετία 2004-2006, προκύπτει ότι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι το 2004 κατέβαλαν το 44% των φόρων εισοδήματος και το 2006 κατέβαλαν το 50,1%. Αντίθετα, οι επιχειρήσεις το 2004 είχαν καταβάλει το 43% των φόρων εισοδήματος, ενώ το 2006 κατέβαλαν το 36,3%.
Αναφορικά με τις μέσες μηνιαίες αποδοχές για το 2007, επισημαίνεται ότι ανέρχονται στην Ελλάδα σε 1.668 ευρώ για τους απασχολούμενους με πλήρες ωράριο, έναντι 2.366 ευρώ, κατά μέσο όρο, που είναι στα κράτη-μέλη της ΕΕ των “15”.
Όσον αφορά στους μισθούς των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα, το 30% των εργαζομένων δήλωσε ότι οι καθαρές του αποδοχές ήταν μικρότερες των 1.000 ευρώ μηνιαίως, το 37% δήλωσε ότι είχαν μηνιαίες αποδοχές μεταξύ 1.000 και 1.250 ευρώ.
O κατώτατος μισθός στην Ελλάδα συνεχίζει να υστερεί, σημαντικά, έναντι των κατώτατων μισθών των πλουσιοτέρων χωρών-μελών της ΕΕ και ανέρχεται περίπου στο 60% του αντίστοιχου κατώτατου μισθού της πρώτης κατηγορίας χωρών, στην οποία ανήκουν η Γαλλία, η Αγγλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο.
Εξάλλου, σύμφωνα πάντα με την έκθεση του Ινστιτούτου, το 1/3 του παραγωγικού πληθυσμού της χώρας μας δεν είναι ενταγμένο στην αγορά εργασίας, δύο από τους τρεις άεργους είναι γυναίκες ενώ τα υψηλότερα ποσοστά μη συμμετοχής στην αγορά εργασίας παρατηρούνται στις ηλικίες 15-19 χρόνων και 55-64 χρόνων.