Α. Είναι γνωστή σε όλους η συνήθης δικαστική πρακτική στην Ελλάδα σε ότι αφορά τις αποφάσεις εκδίκασης Οικογενειακών διαφορών.  

Το μοτίβο είναι σχεδόν πάντα ίδιο: Ο ένας γονέας, στην συντριπτική πλειοψηφία η μητέρα (άνω του  90%), αναλαμβάνει την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού, ενώ ο έτερος γονέας, στην συντριπτική  πλειοψηφία ο πατέρας (κατά το ίδιο ποσοστό) χάνει το δικαίωμα και την υποχρέωση επιμέλειας του  παιδιού, και μένει με μια οριζόμενη επικοινωνία και την γονική μέριμνα (ήτοι αποφάσεις σε καίρια  ζητήματα της ζωής του παιδιού – υγεία, παιδεία, νομική εκπροσώπηση). Η επικοινωνία ορίζεται  πάντα με το ακόλουθο τρόπο: Δύο σαββατοκύριακα τον μήνα, αν η απόσταση κατοικιών το επιτρέπει  και μία ενδιάμεση μέρα της εβδομάδας (χωρίς διανυκτέρευση), αν είναι τυχερός ορίζεται και κάποια  εξ αποστάσεως επικοινωνία (τηλεφωνική ή διαδικτυακή), μια εβδομάδα τις γιορτές των  Χριστουγέννων και του Πάσχα και ίσως ένα δεκαπενθήμερο κατά τους θερινούς μήνες. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο συνολικός χρόνος επικοινωνίας λοιπόν ορίζεται συνήθως σε ποσοστό περίπου 15-18 % του συνολικού χρόνιου του παιδιού ετησίως με τον ένα γονέα (αυτόν που δεν διαμένει με το τέκνο). Τι  και αν η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα φωνάζει χρόνια τώρα για τα οφέλη της ισόχρονης  διαμονής των παιδιών με τους δύο γονείς μετά την διάσπαση της συμβίωσής τους; Τι και αν η  παγκόσμια επιστημονική κοινότητα υπογραμμίζει τα προβλήματα που δημιουργούνται από την  εφαρμογή της αποκλειστικής επιμέλειας και του περιορισμένου χρόνου με τον ένα εκ των δύο  γονέων; 

Συμπέρασμα 1: Το οικογενειακό δίκαιο στην εφαρμογή του δεν αντιμετωπίζει τις υποθέσεις ως μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά ως μια οριζόντια διαχείριση της κατάστασης, ανεξάρτητα από τις  συνθήκες διαβίωσης. Είναι γνωστές οι αποφάσεις copy – paste που παρατηρούνται ακόμα και  συντακτικά λάθη από αντιγραφή προηγούμενης απόφασης, όπως π.χ. ενώ πρόκειται για αγόρια το  διατακτικό της απόφασης να αναφέρεται σε κορίτσι.

Συμπέρασμα 2: Οι εντελλόμενοι να εφαρμόζουν το οικογενειακό δίκαιο αδιαφορούν για τα  επιστημονικά δεδομένα και συνεχίζουν την πρακτική που δημιουργεί προβλήματα στην  ψυχοσωματική ανάπτυξη των παιδιών. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Συμπέρασμα 3: Η νομική επιστήμη και οι λειτουργοί της (δικαστές) επί το πλείστο αγνοούν τις λοιπές  επιστήμες και εκφέρουν άποψη, αποφασίζουν, κρίνουν επί θεμάτων που δεν άπτονται της επιστήμης  τους, όπως η πραγματική ψυχική και αναπτυξιακή ευημερία ανηλίκων. 

Β. Σε περιπτώσεις κατά το παρελθόν που ο γονέας που είχε λάβει την αποκλειστική επιμέλεια με  δικαστική απόφαση (οποιαδήποτε διαδικασία: προσωρινή διαταγή, ασφαλιστικά μέτρα, κύρια  αγωγή), αποφάσιζε μονομερώς για τον τόπο κατοικίας του παιδιού, αγνοώντας τον τρόπο που το  παιδί θα διατηρούσε ουσιαστική επαφή με τον άλλο του γονέα. Ακόμα και όταν ο γονέας  απευθυνόταν στο δικαστήριο για να διασφαλίσει ότι το παιδί θα είναι κοντά του για να μπορεί να  έχει ουσιαστική επαφή και γνώση της ανάπτυξης και εξέλιξης του, ζητώντας να μην μετοικίσει, η  συνήθης δικαστηριακή πρακτική ήταν να επιτρέπεται η μετοίκηση καθώς το παιδί ακολουθεί τον  γονέα που έχει την αποκλειστική επιμέλεια. Πολλές φορές το επιχείρημα ήταν ότι σε ένα κράτος  δικαίου το δικαστήριο δεν μπορεί να περιορίσει την ελευθερία μετακίνησης μιας ανεξάρτητης  προσωπικότητας. Παρόλα αυτά το ίδιο κράτος δικαίου είχε το δικαίωμα να περιορίσει το δικαίωμα  στην οικογενειακή ζωή του παιδιού και του γονέα που έμενε πίσω, μη σεβόμενο την δική του  ανεξάρτητη προσωπικότητα! 

Συμπέρασμα 4: Η συνήθης δικαστηριακή πρακτική δεν σεβόταν το δικαίωμα των παιδιών στην  οικογενειακή ζωή, επιτρέποντας την απομάκρυνσή του από μια ολόκληρη οικογενειακή γραμμή  συγγενών και ανιόντων. Αντιστοίχως δεν σεβόταν το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή του γονέα που έμενε πίσω. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Γ. Τον Αύγουστο του 2021, η ελληνική πολιτεία θεσμοθέτησε με ένα άρθρο σε νόμο τον περιορισμό  της ελεύθερης μετοίκισης του γονέα που του έχει ανατεθεί η αποκλειστική επιμέλεια. Η μετοίκιση  πλέον θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με την έκδοση δικαστικής απόφασης επί του θέματος.  Για άλλη μια φορά στην πλειονότητα των περιπτώσεων η μετοίκιση αυτή επιτρεπόταν, αφήνοντας  απροστάτευτα παιδιά και γονείς. Με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις όπου το δικαίωμα μετοίκισης  περιορίστηκε ειδικά σε περιπτώσεις μετοίκησης εκτός Ελλάδας.

Συμπέρασμα 5: Ο νόμος δεν εφαρμόστηκε επαρκώς έως τώρα, το φαινόμενο απομάκρυνσης  παιδιών από την μισή τους οικογενειακή γραμμή συνεχίζεται. 

Δ. Τον Σεπτέμβριο του 2021, τέθηκε σε εφαρμογή ο Ν. 4800/21, άλλως γνωστός και ως Νόμος Τσιάρα  (από το όνομα του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης). Ο νόμος αυτός είχε στόχο να θέσει όρια στην  αυθαιρεσία της δικαστικής πρακτικής, αλλά και να αλλάξει την νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας.  Εισήγαγε αυτονόητες έννοιες για τον μέσο άνθρωπο, όπως την διασφάλιση εφαρμογής  υπερνομοθετικών διατάξεων (όπως Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, Σύμβαση της  Κωνσταντινούπολης για την ενδοοικογενειακή βία κτλ.), την ανατροφή των παιδιών από κοινού και  εξίσου από αμφότερους τους γονείς τους μετά την διάσπαση της συμβίωσης τους, τεκμήριο  ελάχιστου χρόνου επικοινωνίας των παιδιών με αμφότερους τους γονείς τους (όπως προκύπτουν  από παγκόσμιες επιστημονικές έρευνες και μετα-αναλύσεις), ισότιμη μεταχείριση για τέκνα εκτός  γάμου κ.α. 

Ένα χρόνο μετά την εφαρμογή του νόμου η ΑΜΚΕ «Παιδί με 2 Γονείς», σε συνεργασία με  διεπιστημονική ομάδα από μια σειρά κλάδων (ιατρικής, νομικής, φιλοσοφίας, νευροεπιστημών)  πραγματοποίησε έρευνα για τον τρόπο εφαρμογής του παραπάνω νόμου στο Πρωτοδικείο του  Πειραιά. Τα αποτελέσματα είναι αποκαρδιωτικά. Το μοτίβο των εκδιδόμενων αποφάσεων δεν είχε  αλλάξει. Υπερίσχυε η τακτική της ανάθεσης της αποκλειστικής επιμέλειας, ενώ το τεκμήριο ελάχιστου  χρόνου επικοινωνίας δεν φαίνεται να εφαρμόζεται στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων. 

Συμπέρασμα 6: Η πλειοψηφία των δικαστικών λειτουργών αρνούνται να εφαρμόσουν τον νόμο 

Ε. Με τον Ν. 4800/21 ορίστηκε ακόμα ένα αυτονόητο: το δικαίωμα αλλά και η υποχρέωση των  γονέων να διατηρούν επαφή με τα παιδιά τους μετά από την διάσπαση της συμβίωσης τους. Δεν  υπάρχει τίποτα πιο υγιές από το να υποχρεούται ο γονέας να παρέχει στα παιδιά του την παρουσία  του – και άρα καλώς ορίστηκε ως υποχρέωση. Όταν ένας γονέας δεν διατίθεται να αφιερώσει χρόνο  στο παιδί του, είναι σαφώς ακατάλληλος γονέας και οφείλει να αντιμετωπίζεται κατ’ αυτό τον τρόπο.  Παρόλα αυτά έχουμε αποφάσεις του 2022 (ένα έτος μετά την ψήφιση του νόμου) όπου δικαστικοί  λειτουργοί προβαίνουν σε αόριστες ερμηνείες του νόμου, δηλώνοντας μέσω των αποφάσεών τους, ότι η επικοινωνία με τα παιδιά ΔΕΝ είναι υποχρέωση. Ακριβώς, λοιπόν, αντίθετα από την  γραμματική ερμηνεία του νόμου, μόνο και μόνο για να φτάσουν σε συμπεράσματα που  εξυπηρετούν το διατακτικό της απόφασης τους.

Συμπέρασμα 7: Οι δικαστικοί λειτουργοί προβαίνουν σε αόριστες ερμηνείες του νόμου σε αντίθεση  με την γραμματική ερμηνεία τους. 

ΣΤ. Και ενώ συμβαίνουν όλα τα παραπάνω έχουμε ως επισφράγιση της λανθασμένης τακτικής που  ακολουθείται από το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο μια σειρά από καταδίκες της Ελλάδας από το  ΕΔΔΑ. 

Ενδεικτικά: 

– Υπόθεση Φουρκιώτης κατά Ελλάδος της 16.6.2016 κρίθηκε ότι : το κράτος έχει την υποχρέωση να  διασφαλίσει την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του πατέρα με τα παιδιά  του α) επιβλέποντας την εκτέλεση της απόφασης του δικαστηρίου, αναφορικά με το πρόγραμμα  επικοινωνίας και β) προβλέποντας αποτελεσματικά ένδικα μέσα, για τη καταγγελία της ανεπαρκούς  προστασίας του δικαιώματός επικοινωνίας, 

– Υπόθεση Κοσμοπούλου κατά Ελλάδος της 5.2.2004 κρίθηκε ότι : οι εθνικές αρχές έχουν υποχρέωση  λήψης κατάλληλων μέτρων, δηλαδή πρόβλεψης κανονιστικού πλαισίου και μηχανισμού εκδίκασης  και εκτέλεσης, για να εξασφαλισθεί η επανασύνδεση γονέα και τέκνου, τούτο ισχύει δε έστω και εάν  η σχέση μεταξύ των γονέων έχει διακοπεί ή υπάρχουν διενέξεις τους όσον αφορά την επικοινωνία  και την κατοικία του παιδιού, 

– Υπόθεση Αναγνωστάκης κ.α. κατά Ελλάδας της 23.09.2021, το Δικαστήριο κατέληξε στο  συμπέρασμα ότι το χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει στην παρούσα υπόθεση επικοινωνίας γονέα  με παιδί (άνω των 5 ετών), δεν μπορούσε να θεωρηθεί εύλογο. Το Δικαστήριο διαπίστωσε  παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ)  μιας και σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει πάντα ο κίνδυνος η οποιαδήποτε διαδικαστική  καθυστέρηση να έχει ως αποτέλεσμα τον de facto καθορισμό του ζητήματος, 

– Υπόθεση Αναγνωστάκης κατά Ελλάδας (281) 2021 της 23.09.2021: καταδίκη της Ελλάδας για  παραβίαση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αφού κρίθηκε ότι  σε υποθέσεις επικοινωνίας γονέα παιδιού, τα Κράτη έχουν αυξημένη υποχρέωση επαγρύπνησης και  συντόμευσης της διαδικασίας, προκειμένου να εκδικάζονται οι υποθέσεις σε εύλογο χρονικό  διάστημα, καθώς η δικονομική καθυστέρηση δύναται να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα και  καταστάσεις. Στη συγκεκριμένη απόφαση κρίθηκε ότι η περίοδος άνω των πέντε ετών για την  ολοκλήρωση όλων των βημάτων έως τον Άρειο Πάγο συμπεριλαμβανομένων και των Ασφαλιστικών 

Μέτρων είναι υπερβολική και εν προκειμένω παραβιάστηκε το δικαίωμα στην προστασία της  οικογενειακής ζωής.(άρθρο 8) Η απόφαση αυτή αφορά και στο μείζον θέμα των καθυστερήσεων  τόσο στην έκδοση αποφάσεων, αλλά και εξαιτίας των αναβολών που προκαλούν οι διάδικοι.  Προκύπτει δε η σημασία της προστασίας του δικαιώματος κάθε παιδιού στην ανατροφή και από τους  δύο γονείς στη ζωή, 

– Υπόθεση Παπαρρηγόπουλος κατά Ελλάδας 2022, καταδίκη της Ελλάδας για μη σεβασμό της  οικογενειακής ζωής σε τέκνα εκτός γάμου, 

– Υπόθεση Ι.Σ. κατά Ελλάδας της 25.05.2023 (αρ. προσφ. 19165/20): καταδίκη της Ελλάδας για  αδυναμία εκτέλεσης αποφάσεων επικοινωνίας πατέρα με τα παιδιά του που μετακόμισαν με τη  μητέρα τους σε νησί. Η αντίδραση των παιδιών στην επικοινωνία δεν αρκεί για δικαιολόγηση της μη  επικοινωνίας – Καταδίκη για παραβίαση της οικογενειακής ζωής. 

Συμπέρασμα 8: Η Ελλάδα συνεχίζει να καταδικάζεται από Ευρωπαϊκά Δικαστήρια Ανθρωπίνων  Δικαιωμάτων ακριβώς για αυτές της πρακτικές. 

Χαρακτηριστικό της χώρας μας είναι ότι όχι μόνο συνεχίζει να μην εκδίδει αποφάσεις Οικογενειακών  Διαφορών σύμφωνα με τις επιστημονικές τοποθετήσεις και τους Νόμους της, αλλά επιπλέον ακόμα  και για αυτές που εκδίδει δεν φροντίζει με κανένα μέτρο την εφαρμογή τους. Γονείς και παιδιά  χάνονται σε έναν κυκεώνα διαδικασιών, με πολύχρονες και κοστοβόρες πράξεις, καταστρατηγώντας κάθε έννοια δικαίου σεβασμού οικογενειακής ζωής, αλλά και εν τις πράγμασι άσκησης ψυχολογικής  βίας. 

Η γονική αποξένωση στην εποχή μας τείνει να πάρει διαστάσεις χιονοστιβάδας. Τα κύρια αίτια αυτής  όμως, πηγάζουν από τις ίδιες τις δικαστικές αποφάσεις που το δικαστικό σύστημα παράγει. 

Αποφάσεις με χρόνο επικοινωνίας γονέα – τέκνου κατώτερο του επιστημονικά οριζόμενου, με  ανάθεση αποκλειστικής επιμέλειας ως συνήθη πρακτική, με περιορισμό των γονικών υποχρεώσεων  μέσω της άρνησης άσκησης της γονικής μέριμνας από κοινού μετά την διάσπαση της συμβίωσης των  γονέων, συνεχίζει να οδηγεί την ελληνική κοινωνία σε αποδόμηση 

Ζ. Επιπλέον, το Πρωτόκολλο 3 της Σύμβασης Δικαιωμάτων του Παιδιού δίνει στα παιδιά τη  δυνατότητα να προσφύγουν κατευθείαν στην Επιτροπή του ΟΗΕ όταν τα δικαιώματά τους  παραβιάζονται. Η υιοθέτηση του πρωτοκόλλου, είναι μια εγγύηση για την προστασία των 

δικαιωμάτων του παιδιού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, όταν αυτή δεν γίνεται να αποδοθεί  αποτελεσματικά εντός του εκάστοτε κράτους. 

Η Ελλάδα είναι από τις χώρες εκείνες που ακόμα ολιγωρεί στην προσθήκη και επικύρωση του  Πρωτοκόλλου, κάνοντας μεγάλη έκπτωση στην προστασία του παιδιού και το νομικό πολιτισμό μας. 

Συμπέρασμα 9: Η Ελλάδα, παρόλο που έχει συνυπογράψει υπερνομοθετικές διατάξεις όπως το  Ψήφισμα 2079/ 2015 του Συμβουλίου της Ευρώπης, το Χάρτη Δικαιωμάτων του Παιδιού, τη  Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης κ.α., επιλέγει συνειδητά να εξαιρέσει συγκεκριμένα πεδία αυτών. 

Ερωτήματα προς την πολιτεία: 

  • Γιατί παιδιά με ζωντανούς και κατάλληλους γονείς να καλούνται να ζούνε ως ορφανά; 
  • Γιατί τα παιδιά αποκόπτονται από την οικογενειακή γραμμή του ενός γονέα; 
  • Γιατί γονείς και ανιόντες καλούνται να θρηνούν την απώλεια ζωντανών παιδιών; 
  • Γιατί τα παιδιά να στερούνται αποθέματα αγάπης; 
  • Γιατί δεν εφαρμόζονται οι νόμοι του κράτους; Οι δικαστικοί λειτουργοί γιατί έχουν την δυνατότητα  να μην επιβάλουν την εφαρμογή του νόμου και από που πηγάζει αυτή τους η δυνατότητα; 
  • Η εισαγωγή νόμων από την νομοθετική εξουσία του κράτους στη Βουλή, η ψήφιση τους και εν  συνεχεία η εφαρμογή τους αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της δημοκρατικής διαδικασίας. Όταν τα  νομοθετήματα αυτά δεν εφαρμόζονται από τους εκφραστές της πολιτείας, ήτοι τους δικαστικούς  λειτουργούς, τι άλλο έχουμε πέρα από πρόβλημα Δημοκρατίας; 
  • Γιατί εν κατακλείδι δεν εφαρμόζονται στην χώρα μας υπερνομοθετικές διατάξεις, όπως Η Σύμβαση  για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΦΕΚ 192/2.12.92) και το Ψήφισμα 2079/2015 του Συμβουλίου της  Ευρώπης; 
  • Γιατί δεν εφαρμόζεται ο Ν.4800/2021; 
  • Τι προτίθεται να κάνει για τα παραπάνω η νέα κυβέρνηση η οποία θα προκύψει από τις επερχόμενες  εκλογές; 

Λειτουργώντας στο πλαίσιο του καταστατικού μας αναμένουμε από τη Κυβέρνηση που θα προκύψει  από τις προσεχείς εκλογές να δρομολογήσει και να τοποθετηθεί σχετικά: 

1. Τις απαραίτητες παρεμβάσεις για την εφαρμογή του ισχύοντος Εθνικού Δικαίου και την  

διασφάλιση του κύρους της χώρας, το οποίο έχει πληγεί από τις συνεχείς καταδικαστικές  

αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων . 

2. Την ενσωμάτωση στο Εθνικό Δίκαιο της Ελλάδας των διατάξεων του Πρωτοκόλλου 3 της  

Σύμβασης Δικαιωμάτων του Παιδιού ώστε να έχουν την δυνατότητα τα παιδιά να  

προσφεύγουν αυτοτελώς στην Επιτροπή του ΟΗΕ όταν παραβιάζονται δικαιώματά τους. 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης