Στις 12 Ιουλίου του 1470 η ενετοκρατούμενη τότε Χαλκίδα, περνάει στα χέρια των Οθωμανών. Η μάχη μεταξύ Ενετών και Οθωμανών υπήρξε αρκετά σκληρή, σύμφωνα με μαρτυρίες ιστορικών και μελετητών, καθώς οι Τούρκοι επέδειξαν ιδιαίτερο μένος τόσο εναντίον των Ενετών όσο και των Χαλκιδέων.

Από το 1204 έως και το 1470 η Χαλκίδα βρισκόταν υπό ενετική διοίκηση με την ονομασία Νεγρεπόντε ή Νεγκροπόντε (Negroponte) πού σημαίνει «Μαύρη Γέφυρα» από το χρώμα της ξύλινης γέφυρας πού κατασκεύασαν στη Χαλκίδα και η οποία ένωνε το νησί με τη Στερεά Ελλάδα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η Χαλκίδα τα χρόνια αυτά βρισκόταν σε ανθηρή οικονομική κατάσταση, είχε πυκνή συγκοινωνία και ακμαίο εμπόριο και ήταν μετά την Κρήτη, αξιόλογο διαμετακομιστικό κέντρο. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, αλλά και τις ήττες που υπέστησαν οι Ενετοί σε στεριά και θάλασσα η Χαλκίδα έγινε η πιο σπουδαία πόλη των ενετικών κτήσεων όντας το τελευταίο προπύργιο των Ενετών στο Αιγαίο.

Ο φιλόδοξος Μωάμεθ και η αρχή της μάχης

Ο φιλόδοξος Μωάμεθ (Σουλτάνος Φατίχ Μεχμέτ ΙΙ) 25 χρόνια μετά την άλωση της Πόλης, ονειρεύτηκε να αλώσει τον Νεγροπόντη με τα ξακουστά τείχη του που σε ασφάλεια, κάλος, άρτια οχυρωματική τεχνική ξεπερνούσαν σε φήμη ακόμα και τα Θεοφύλακτα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Γνωστός και ως Μεχμέτ ο καταστροφέας προσωνύμιο που του απέδωσαν οι Ενετοί ή Μωάμεθ ο πορθητής σύμφωνα με τους Βυζαντινούς. Για το σκοπό αυτό και με ύπουλο πρόσχημα ζήτησε να επισκεφθεί τη Χαλκίδα από την ενετική διοίκηση της πόλης και του εδόθη με γραπτή εντολή από τη Βενετία. Οι ενετοί κάτοικοι της Χαλκίδας υποδέχτηκαν τον Μωάμεθ καβάλα στο μαύρο αραβικό άλογό του με προσποιητή «εγκαρδιότητα» αφήνοντας τον να δει όλη τη πόλη για να καταλάβει ότι ήταν απόρθητη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ήταν γνωστό άλλωστε ότι η αμυντική θωράκιση του περιώνυμου ευβοϊκού κάστρου ήταν εντυπωσιακή, αφού αποτελούσε το σπουδαιότερο προπύργιο και ναυτικό κέντρο της Βενετίας στο Αιγαίο. Περιβάλλονταν από πανίσχυρα τείχη με 100 πύργους και εκατοντάδες πολεμίστρες. Η οχύρωση της Χαλκίδας εκείνη την εποχή ήταν άριστη και οι Ενετοί είχαν φροντίσει να έχουν την άμυνα της πόλης σε εξαίρετη κατάσταση ειδικά όσον αφορούσε το μέτωπο της θάλασσας. Οι Ενετοί για να την ενισχύσουν είχαν στείλει λίγο καιρό πριν τον διοικητή Alviso Calbo που μοιραζόταν την διοίκηση των στρατιωτών με τον Giovanni Badoer.

Η απόβαση των Οθωμανών

Στις 15 Ιουνίου του 1470 ο Τούρκικος στόλος μπήκε ανενόχλητος στον Ευβοϊκό. Ο επικεφαλής του Ενετικού στόλου Νικόλο ντα Κανάλ που είχε στη διάθεση του 36 γαλέρες και 6 φορτηγίδες δεν θέλησε να ρισκάρει την εμπλοκή σε ναυμαχία με 300 (450 κατά άλλες πηγές) πλοία του Τούρκικου στόλου μεταξύ των οποίων 108 μεγάλες γαλέρες. Αντί αυτού αποσύρθηκε στο ακρωτήρι Μανδήλι στην Κάρυστο.

Περισσότεροι από 70.000 Τούρκοι στρατιώτες έφτασαν στην Εύβοια με τα πλοία του Μαχμούτ Πασά ενώ ο σουλτάνος λέγεται ότι έφερε άλλες 120.000 στρατό μέσω της ξηράς φτάνοντας στο σύνολο τον αριθμό των 200.000 περίπου στρατιωτών (περισσοτέρων σε αριθμό από αυτούς πού διέθεσε στα 1453 για να αλώσει τη Πόλη – εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι σε άλλες πηγές το μέγεθος του Οθωμανικού στρατού – με δόση υπερβολής προφανώς – αναφέρεται σε 300.000 άνδρες).

Ο ίδιος ο Μωάμεθ παρακολουθούσε τα στρατεύματα του από τον λόφο της βοιωτικής ακτής (γνωστός σήμερα ως λόφος του Καράμπαμπα). Ο Οθωμανικός στόλος προσέγγισε την περιοχή της σημερινής συνοικίας Βούρκος, όπου και αγκυροβόλησε.

Οι Έλληνες και οι Βενετοί μαχητές ενισχύονται με 700 Κρήτες και 500 Δαλματούς μισθοφόρους. Η φρουρά της πόλης επιτίθεται συνεχώς με καταδρομικές ενέργειες στους ανοργάνωτους ακόμα επιδρομείς με ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Οι αλλεπάλληλες οθωμανικές επιθέσεις

Και ενώ οι πολεμιστές συνέχιζαν να υπερασπίζονται την πόλη, στις 18 Ιουνίου, το ηθικό των πολιορκουμένων κάμφθηκε, όταν αντίκρισαν ατελείωτη σειρά στρατεύματος, που κατέβαινε τις διαστάσεις του Ανηφορίτη (σημερινή λεωφόρος Καραμανλή). Επικεφαλής του τουρκικού στρατεύματος ήταν ο ίδιος ο Μωάμεθ. Ο τρομερός Σουλτάνος δεν έχασε χρόνο όταν πλησίασε στα τείχη. Επισκόπησε την τοποθεσία και την οχύρωση της πόλης και κατέστρωσε το σχέδιο του. Μεταξύ της νησίδας Μιλεμόζα (νησάκι του Πασά) και του Ευρίπου, στο χώρο της σημερινής υψηλής γέφυρας, διέταξε να κατασκευαστεί μια γέφυρα πλωτή επί 45 πλοίων. Ατυχώς για τους Ενετούς εκείνο το διάστημα μέρος του στρατού μαζί με τον Alviso Calbo είχαν σταλεί στο Ηράκλειο Κρήτης.

Όταν η γέφυρα συμπληρώθηκε, μετέφερε το στρατηγείο του επί ευβοϊκού εδάφους, σε απόσταση μισού μιλίου Β.Α. της Χαλκίδας και διέταξε ν΄αναπτυχθεί ο στρατός του σε ασφυκτικό κλοιό γύρω από τα τείχη της. Διέταξε, επίσης, να σχηματισθεί και δεύτερη πλωτή γέφυρα έξω από το βόρειο τείχος της πόλης (παρά το σημερινό δημαρχείο περίπου), με πλοία που σύρθηκαν δια ξηράς από την περιοχή του Βούρκου, στο Β. Ευβοϊκό. Πλην άλλων σημείων τοποθέτησε κανόνια και στο σημερινό λόφο Καράμπαμπα έναντι της Χαλκίδας.

Δύο Οθωμανικές επιθέσεις στις 25 και 30 Ιουνίου αντίστοιχα αποκρούστηκαν επιτυχώς από τους Ενετούς και οι απώλειες για τους Τούρκους ήταν βαριές. Περίπου 16.000 Τούρκοι σκοτώθηκαν, ενώ 30 γαλέρες του Τούρκικου στόλου καταστράφηκαν ολοσχερώς.

Υπάρχουν διάφορα κείμενα τα οποία περιγράφουν την άλωση της Χαλκίδας και τη σφαγή των κατοίκων της. Όλα όμως συγκλίνουν στην ιδιαίτερη σκληρότητα που επέδειξαν οι Τούρκοι έναντι των πολιορκημένων. Σύμφωνα με το κείμενο του Γιάννη Γαβριηλίδη, στις 25 Ιουνίου ο Μωάμεθ με εκπρόσωπο του ζητάει από τον Βενετό Βάιλο την παράδοση της πόλης και υπόσχεται καλά ανταλλάγματα. Η απάντηση είναι αρνητική και σχεδόν αμέσως αρχίζει ο βομβαρδισμός με πυροβόλα που εκτοξεύουν πέτρες βάρους 100 λιβρών (45 κιλά περίπου), με αποτέλεσμα αρκετές ζημιές στην οχύρωση και σε πολλές εγκαταστάσεις μέσα στην πόλη.

Το βράδυ της 26ης Ιουνίου, αποκαλύπτεται η προδοσία των Δαλματών μισθοφόρων και ο Βάιλος απελπισμένος διατάσσει την εκπαίδευση παιδιών στη χρήση του τόξου και το μέτρο αποδίδει πέραν κάθε προσδοκίας. Ακολουθούν και άλλες βίαιες επιθέσεις, κατά τις οποίες οι απώλειες για τους αμυνόμενους είναι αρκετές αλλά για τους πολιορκητές φθάνουν τα όρια της πανωλεθρίας.

Οι επιθέσεις των Οθωμανών στις 5 και 8 Ιουλίου αντίστοιχα ήταν και αυτές χωρίς αποτέλεσμα με τις δύο νέες αυτές απόπειρες να τους κοστίζουν μερικές χιλιάδες επιπλέον στρατιωτών.

Η μανία όμως του Μωάμεθ να καταλάβει την πόλη είναι τόσο μεγάλη που οδηγεί 3.000 αιχμαλώτους από όλη την Εύβοια στα τείχη της Χαλκίδας και μπροστά στα μάτια των αμυνόμενων τους σφάζει όλους. Παρά τις επιτυχημένες αποκρούσεις των Τούρκικων επιθέσεων από τους Ενετούς, η κούραση από τις σκληρές μάχες και τις συνεχείς ημέρες πολιορκίας άρχισαν να κάμπτουν το ηθικό τους. Όλοι πλέον ήλπιζαν στην συνδρομή του Ενετικού στόλου και του Νικόλο ντα Κανάλ. Μάταια όπως αποδείχτηκε αφού τα Ενετικά πλοία ήταν απόντα από τις κρίσιμες μάχες. Όταν τα νέα έφτασαν μέχρι την Βενετία ήταν πλέον αργά για να σπεύσουν προς βοήθεια νέα πλοία.

Η βοήθεια από την θάλασσα

Στις τρεις εβδομάδες πολιορκίας καταφθάνει ο ενετικός στόλος υπό τον ναύαρχο Νικολό ντα Κανάλ. Ένας άνθρωπος των γραμμάτων, μορφωμένος με περισσότερη άνεση στο να διαβάζει βιβλία παρά να δίνει μάχες στην θάλασσα όπως τον περιγράφουν. Ο στόλος του Νικολό ντα Κανάλ αποτελείται από 53 γαλέρες και 18 μικρότερα πλοία, το ένα πέμπτο του μεγέθους του οθωμανικού στόλου. Παρόλο που οι συνθήκες τον ευνοούν (άνεμος και παλίρροια) πλέοντας με 15 κόμβους, δεν τολμά να επιτεθεί στον οθωμανικό στόλο αλλά ούτε στην πλωτή γέφυρα που είχαν δημιουργήσει οι Τούρκοι και περιορίζεται τελικά μόνο σε κάποιες παρενοχλήσεις καθυστερημένων φορτηγίδων.

Η περιγραφή που δίνει ο ιστορικός Επαμεινώδας Βρανόπουλος στο βιβλίο του “Η ιστορία της Εύβοιας”, για το ναύαρχο Κανάλε είναι χαρακτηριστική: “Η πολιορκία συνεχίστηκε τότε με μεγαλύτερο πείσμα. Από το συνεχή βομβαρδισμό έγιναν στα τείχη μεγάλα ρήγματα, όταν ξαφνικά ενετικός στόλος, υπό το ναύαρχο Κανάλε, εμφανίσθηκε στο Βόρειο Ευβοϊκό. Αλλά ο Κανάλε, ίσως γιατί στη ναυαρχίδα συνέπλεε και ο γιος του έδειξε διστακτικότητα και δειλία αδικαιολόγητη και αντί να επωφεληθεί της ταραχής που προκάλεσε η εμφάνιση του στο τούρκικο στρατόπεδο και αντίστοιχα του ενθουσιασμού και της αναπτέρωσης του ηθικού των πολιορκούμενων, κατέπλευσε προς τα Πολιτικά, όπου και αγκυροβόλησε. Πέρασε όλη η μέρα και ο ενετικός στόλος δεν απέπλευσε”. Πηγές αναφέρουν ότι ο Νικόλο ντα Κανάλε αποσύρθηκε με το στόλο του ζητώντας ενισχύσεις από την Βενετία αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση.

Σύμφωνα με άλλες περιγραφές οι Ενετοί της Χαλκίδας είδαν τον στόλο τους να πλησιάζει ενισχυμένο και από μερικά Κρητικά πλοία, και όταν στις 11 Ιουλίου είδαν 14 Ενετικές τριήρεις μαζί με 2 φορτηγά πλοία να πλησιάζουν σε απόσταση ενός μιλίου από την πόλη αναθάρρησαν θεωρώντας πως η βοήθεια από τη θάλασσα θα άλλαζε τις ισορροπίες. Μαζεμένοι στα τείχη περίμεναν την εντολή του Νικόλο ντα Κανάλ για επίθεση στα Τούρκικα πλοία που σχημάτιζαν την γέφυρα που ένωνε τις δύο ακτές και που θα απέτρεπε την ενίσχυση και τον ανεφοδιασμό των Τούρκων από την Στερεά Ελλάδα. Προς μεγάλη απογοήτευση τους ο Νικόλο ντα Κανάλ δεν έδωσε ποτέ την εντολή και παρέμεινε αγκυροβολημένος στην Αγία Κλάρα (σημερινά Πολιτικά).

Σε απόγνωση οι οχυρωμένοι στα τείχη του Νεγρεπόντε Ενετοί έκαναν σήματα προς βοήθεια, ύψωσαν μάλιστα και μία μαύρη σημαία στο ψηλότερο πύργο. Όταν ακόμα και οι υπόλοιποι αξιωματικοί του Ενετικού στόλου ζήτησαν από το Νικόλο ντα Κανάλ να κάνουν κάτι, εκείνος αρνήθηκε πεισματικά λέγοντας ότι δεν θα κάνει κάτι μέχρι να μαζευτεί όλος ο στόλος. Ένα πλοίο, με καπετάνιο τον Antonio Ottobon έσπασε των κλοιό των Οθωμανικών πλοίων και έφτασε με ασφάλεια στο λιμάνι χωρίς όμως να μπορεί να αλλάξει από μόνο του την μοίρα των αμυνόμενων. Οι Κρήτες ζήτησαν να ακολουθήσουν αλλά οι διαταγές του Ενετού Ναύαρχου ήταν σαφείς, κανείς δεν θα κουνηθεί μέχρι να συγκεντρωθεί όλος ο στόλος. Αυτές ήταν και οι διαταγές που πιθανόν σφράγισαν τη μοίρα του Νεγρεπόντε.

Στο στρατόπεδο των Οθωμανών

Από την άλλη πλευρά ο Μωάμεθ ήταν απογοητευμένος από τις συνεχείς ανεπιτυχείς προσπάθειες κατάληψης της Χαλκίδας, από τις μεγάλες απώλειες που είχε υποστεί ο στρατός του αλλά και από την παρουσία του Ενετικού στόλου που πιθανόν το μέγεθος του να είχε υπερεκτιμήσει. Έτοιμος να εγκαταλείψει την μάχη, πείστηκε μόνο από τις συνεχείς εκκλήσεις του Μαχμούτ Πασά για μία τελευταία προσπάθεια. Αυτή η τελευταία προσπάθεια ξεκίνησε στις 11 Ιουλίου και ολοκληρώθηκε την 12η Ιουλίου με την κατάληψη του Νεγκρεπόνε από τους Οθωμανούς.

12η Ιουλίου 1470, η πτώση του Νεγρεπόντε και η σφαγή

Ο Μωάμεθ για να τονώσει μάλιστα το ηθικό των πολεμιστών του, τους υπόσχεται ότι μετά την άλωση της πόλης τα υπάρχοντα και οι κάτοικοι της θα τους ανήκουν για 3 ημέρες, ικανοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τα κτηνώδη ένστικτα τους.

Όπως και σε πολλές μεγάλες μάχες οι προδότες δεν έλειψαν και από εδώ. Μερικές μέρες πριν ο Δαλματός αξιωματικός Tommaso Schiavo και ο φίλος του Luca από την Κορκούλα της σημερινής Κροατίας, έγιναν αντιληπτοί από μία άγρυπνη γυναίκα καθώς ετοιμάζονταν να περάσουν Τούρκους στην πόλη. Και οι δύο κατέληξαν κρεμασμένοι δημόσια για παραδειγματισμό. Την τελευταία ημέρα πριν την επίθεση, ένας άλλος προδότης πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του. Ο Fiorio di Nardone υπέδειξε στους Τούρκους το πιο αδύναμο σημείο στα τείχη.

Όπως συνήθως ο Μωάμεθ έταξε μυθικά ποσά σε όσους κατάφερναν να σκαρφαλώσουν πρώτοι στα τείχη. Η τελευταία επίθεση εκδηλώθηκε τη νύχτα της 11ης προς 12ης Ιουλίου και είναι η πιο βίαια από όλες. Όλη η πόλη πήρε μέρος στην μάχη. Γέροι άντρες, γυναίκες και παιδιά πήραν τα όπλα.

Σοροί από σκοτωμένες γυναίκες βρέθηκαν αργότερα ανάμεσα στις απώλειες των ηττημένων. Η μάχη συνεχιζόταν για 5 ώρες, και όταν οι γενίτσαροι κατάφεραν να μπουν από δύο διαφορετικές πύλες της πόλης (Giudecca και Burchiana) σε κάθε τους βήμα δημιουργούσαν ποτάμια αίματος.Οι Τούρκοι πολεμιστές χύνονται στην πόλη και ακολουθεί κυνηγητό στους δρόμους, ταπεινώσεις, βιασμοί και μαζικές σφαγές. στις οποίες πρωτοστατεί προσωπικά ο Μωάμεθ. Ο ίδιος μάλιστα διατάσσει να του φέρουν μπροστά του όλα τα αγόρια ηλικίας 10 χρονών τα οποία σφάζονται στο σύνολό τους.

Ο Μωάμεθ κατέλαβε τη Χαλκίδα έκαψε τη γέφυρα του Νεγροπόντη, κατέσφαξε το πληθυσμό της όπου δεν έμεινε ούτε δείγμα Ενετού, έδωσε στους στρατιώτες του όλα τα ανήλικα αγοράκια και τις κοπελίτσες στα χαρέμια των αξιωματικών του. Όσοι Ενετοί επέζησαν της μάχης σφαγιάστηκαν στη συνέχεια, ενώ οι Έλληνες οδηγήθηκαν σαν σκλάβοι στην Κωνσταντινούπολη.

Στο βιβλίο του Ιστορικού Επαμεινώδα Βρανόπουλου, “Η ιστορία της Εύβοιας”, η άλωση και η σφαγή περιγράφεται ως εξής: “Ο όλεθρος της πόλης συνεχίστηκε πολύ, γιατί ο Μωάμεθ ήθελε να πληρώσουν ακριβά οι πολιορκούμενοι τις ύβρεις τους από τα τείχη. Στην πλατεία του Αγίου Φραγκίσκου, μπροστά στην οικία του Λατίνου Πατριάρχη, που η έδρα του είχε μεταφερθεί, από την Κωνσταντινούπολη, στη Χαλκίδα, οι σωροί των στοιβαζόμενων κεφαλών των σφαγμένων, συνεχώς υψώνονταν, ενώ τα νερά του Ευρίπου είχαν κοκκινίσει από το αίμα των ακέφαλων σωμάτων, που ρίχνονταν σε αυτόν. Λεγόταν πως κάθε άνδρας αλλά και παιδί άνω των 8 ετών κοβόταν σε κομμάτια. Όσοι κατέφυγαν στον πύργο του Ευρίπου, σφάχτηκαν και αυτοί με τη σειρά τους, παρά τη συμφωνία πως θα σώζονταν αν παραδίδονταν, Ιδιαίτερα τραγικό ήταν το τέλος του Πάολο Ερίτζο, που διχοτομήθηκε με πριονισμό”.

Το τραγικό τέλος του Βαϊλου Πάολο Ερίτσο

Ο Βάιλος με την οικογένεια του καταφεύγουν στον πύργο που υψώνεται στο κέντρο του Ευρίπου και οχυρώνονται. Ο Μωάμεθ τους πείθει να παραδοθούν με αντάλλαγμα τη ζωή τους και υπόσχεται χαρακτηριστικά στον Ενετό Βαΐλο «ότι θα κρατούσε το κεφάλι του στους ώμους του» όταν παραδοθεί.

Όταν αυτό συμβαίνει, σκοτώνει την κόρη του Βαΐλου Άννα Ερίτσο ενώ βάζει τον Βαΐλο ανάμεσα σε δυο σανίδες και τον κόβει στα 2 από την οσφύ με το πριόνι (τηρώντας την υπόσχεση του ότι θα κρατήσει το κεφάλι του στους ώμους του) μπροστά στην υπόλοιπη οικογένεια του και στη συνέχεια αποκεφαλίζει όλους τους υπόλοιπους.

Ο Νικολό ντα Κανάλ μετά την επιστροφή του στην Βενετία δικάστηκε ως στασιαστής για την επιλογή του να αποχωρήσει από την Χαλκίδα αφήνοντας αβοήθητο στη μανία των Οθωμανών το ενετικό Νεγκροπόντε. Του αφαιρέθηκε ο βαθμός και εξορίστηκε στο Πορτογκρουάρο της Ιταλίας.

Η τύχη των γυναικών και των παιδιών

Ο καθηγητής Reinhold Mueller από το Τμήμα Ιστορικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Βενετίας, φέρνει στο φως πληροφορίες για τη μοίρα των γυναικών και των παιδιών, οι οποίοι κατέληξαν στη Βενετία, ενώ πολλές από τις γυναίκες αγιοποιήθηκαν από τους Φραγκισκανούς συγγραφείς. Οι γυναίκες και τα ορφανά έφθασαν στη Βενετία ως «ντροπιασμένοι φτωχοί»: αυτοί που ήταν κάποτε πλούσιοι τώρα δεν είχαν τίποτε για να επιβιώσουν σε μία πόλη που τους ήταν ξένη. Μερικούς τους καλωσόρισαν μέλη της οικογένειας των Giustinian, που ήταν τιμαριούχοι των κάστρων της Καρύστου και των Στύρων στο νησί της Εύβοιας και είχαν συχνά διατελέσει μέλη της βενετικής αποικιακής διοίκησης εκεί.

Σχεδόν πέντε χρόνια μετά την πτώση της πόλης, περίπου 15 ενήλικες γυναίκες που είχαν επιζήσει, πολλές συνοδευόμενες από μικρά παιδιά (συνολικά περίπου 27 «στόματα»), συνέταξαν το συγκινητικότερο αίτημα που έχει ποτέ καταγραφεί στις συνεδριάσεις της Βενετικής Γερουσίας. Σε αυτό οι γυναίκες διηγήθηκαν την τραγωδία που αναγκάστηκαν να βιώσουν όταν οι άντρες της οικογένειας τους – σύζυγοι, γιοί, αδελφοί, γαμπροί – εκτελέστηκαν μπροστά στα μάτια τους. Η δική τους επιβίωση ήταν ένα θαύμα. Άπορες καθώς ήταν, έκαναν έκκληση για να τους χορηγηθούν τα βασικά για να μπορέσουν να ζήσουν, δηλαδή, προσωρινή στέγη, τροφή και καυσόξυλα.

Παρά τις συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας που αντιμετώπιζε η κυβέρνηση καταμεσής του μακροβιότερου πολέμου που διεξήγε εναντίον των Τούρκων (1463-1479), οι Συγκλητικοί βρήκαν τον τρόπο να παράσχουν βοήθεια στους επιζώντες. Τους χορηγήθηκε φειδωλή προίκα και μικρή ετήσια επιχορήγηση προκειμένου να γίνουν δεκτές σε κάποιο μοναστήρι. Κάποιες από τις γυναίκες αυτές φιλοξενήθηκαν στο μοναστήρι των αγίων Φιλίππου και Ιακώβου, που βρίσκονταν στην άλλη όχθη του καναλιού πίσω από το Δουκικό παλάτι, άλλες πάλι στον ξενώνα Vioni στη Riva Schiavoni, ο οποίος από το 1409 ήταν αφιερωμένος στις προσκυνήτριες που περίμεναν να επιβιβαστούν για το ταξίδι τους προς τους Αγίους Τόπους. Σε αυτόν τον ξενώνα κάποιες από τις γυναίκες που είχαν διασωθεί ίδρυσαν το μοναστήρι του San Sepolcro (Παναγίου Τάφου) για λογαριασμό του Φραγκισκανικού Τρίτου Τάγματος. Αρκετές από τις γυναίκες αυτές έκαναν πολλά θαύματα στη διάρκεια της ζωής τους και μετά το θάνατό τους αγιοποιήθηκαν από τους Φραγκισκανούς συγγραφείς Βίων αγίων.

Το σίγουρο όμως είναι, ότι εκείνη η αποφράδα ημέρα της 12ης Ιουλίου του 1470 βρήκε τη Χαλκίδα σαν ένα απέραντο σφαγείο ανθρώπινων υπάρξεων, ενώ ο Εύριπος δέχτηκε ακούσια τα κορμιά αναρίθμητων σφαγμένων και βάφτηκε κόκκινος.

Πηγή: eviaportal.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης